Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Τρίτη 12 Ιουνίου 2018

ΕΠΟ 43/ ΘΕΜΑΤΑ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΜΕ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ


ΕΠΟ 43
Θέματα εξετάσεων
(σύμφωνα με τα bullets του ΣΕΠ)

1.   Τι γνωρίζετε για τον Φιλελεύθερο Φεμινισμό και ποια είναι η κριτική του από τα σύγχρονα φεμινιστικά κινήματα.

       Η πατρότητα του όρου «φεμινισμός»  ανήκει στον Γάλλο φιλόσοφο και κοινωνιολόγο Charles Fourier, ο οποίος θεωρούσε πως η γυναικεία χειραφέτηση είναι η βάση για τις παγκόσμιες κοινωνικές μεταβολές.
       Ο Φεμινισμός, ως φιλοσοφική θεωρία και ως κοινωνικό κίνημα ,
επισημαίνει τη διαχρονικά άνιση θέση των γυναικών στην κοινωνία, την εκπαίδευση και την πολιτική, καταδικάζει το μισογυνισμό και την εκμετάλλευση και αμφισβητεί τις στερεότυπες πατριαρχικές αντιλήψεις και στάσεις.
         Ο Φιλελεύθερος Φεμινισμός, αντιτίθεται στις αντιλήψεις της πατριαρχικής κοινωνίας που θέλουν τις γυναίκες να στερούνται κριτικής σκέψης και λογικής και επομένως πρέπει να υποτάσσονται στην εξουσία του άνδρα, και διχοτομούν τον άνθρωπο σε δύο διαφορετικά όντα, λογικό και συναισθηματικό, αποδίδοντας  στον άνδρα τη λογική και στη γυναίκα το συναίσθημα. Με βάση αυτό το εννοιολογικό έμφυλο δίπολο γίνεται  διαχωρισμός σε δημόσιο και ιδιωτικό βίο και εγκλωβίζει τις γυναίκες στους παραδοσιακούς ρόλους της συζύγου, μητέρας και νοικοκυράς.  Αντίθετα, ο φυσικός χώρος του άνδρα είναι ο δημόσιος και δικαιούται, κατ’ αποκλειστικότητα, την ιδιότητα του πολίτη.
       Ο Φιλελεύθερος Φεμινισμός βαθιά επηρεασμένος από τις ιδέες του Διαφωτισμού και του Φιλελευθερισμού, στηρίζεται στις αρχές της ελευθερίας, της ατομικότητας, της ισότητας, της αυτονομίας και της αυτοεκπλήρωσης και διεκδικεί κοινωνικά δικαιώματα, προνόμια και ελευθερίες ισότιμα σε άντρες και γυναίκες, ανεξάρτητα από τις οικονοµικές συνθήκες της ζωής τους, οι οποίες µέχρι τον 18ο αιώνα τουλάχιστον, καθορίζονταν από τη γέννησή τους. Οι φιλελεύθερες φεµινίστριες ισχυρίζονται ότι, όπως οι άνδρες, έτσι και οι γυναίκες γεννιούνται ελεύθερες και ίσες. Εποµένως, οι διαφορές ανάµεσα στα φύλα δεν έχουν καμιά βιολογική βάση, αλλά στηρίζονται σε σεξιστικά στερεότυπα .
       Η απαρχή του κινήματος του Φιλελεύθερου Φεμινισμού έγινε λίγο μετά τη Γαλλική Επανάσταση, με τη φιλόσοφο Μαίρη Βολστόνεκραφτ, η οποία στο βιβλίο της «Διεκδίκηση των Δικαιωμάτων των Γυναικών» απέρριψε τις πατριαρχικές αντιλήψεις για τη φυσική εξάρτηση των γυναικών από τους άντρες, επιχειρηματολόγησε υπέρ των πολιτικών δικαιωμάτων των γυναικών και αντιπαρατέθηκε στο μύθο της ανδρικής κυριαρχίας στο χώρο της δημόσιας σφαίρας και στον εγκλωβισμό της γυναίκας στους παραδοσιακούς ρόλους της συζύγου, μητέρας και νοικοκυράς της ιδιωτικής σφαίρας. Με πρόταγμα το δικαίωμα των γυναικών στην εκπαίδευση διεκδίκησε τα ατομικά και πολιτικά τους δικαιώματα, διακηρύσσοντας πως οι γυναίκες είναι εξίσου λογικά όντα με τους άνδρες, «ο νους δεν έχει φύλο», και συνεπώς έχουν ίσο δικαίωμα στην εκπαίδευση που θα ολοκληρώσει την προσωπικότητά τους και θα τις καταστήσει ορθολογικά όντα με κριτική σκέψη, ικανά να ενταχθούν στο δημόσιο χώρο.
       Πρώτη αντίδραση κατά των απόψεων «περί ελλειμματικής και υποδεέστερης» γυναικείας φύσης  εκφράστηκε από τον στοχαστή του πολιτικού φιλελευθερισμού  JSMill, χάρη στον οποίο τέθηκαν τα θεμέλια του Φιλελεύθερου Φεμινισμού.  Ο Mill, πιστός στις πολιτικοφιλοσοφικές αρχές του περί «ατομικότητας», εναντιώνεται στις απόψεις αυτές, χαρακτηρίζοντάς τες αυθαίρετες και λαθεμένες. Θεωρεί την υποταγή και την καταπίεση των γυναικών ως τροχοπέδη στην πρόοδο της ανθρωπότητας. Υποστηρίζει πως η πολιτική συγκρότηση της κοινωνίας όταν στηρίζεται στη νομική υποταγή του ενός φύλου στο άλλο, εμποδίζει τη βελτίωση της κοινωνίας που θα επιτευχθεί με  τη νομική ισότητα. Ως υπέρμαχος του φιλελευθερισμού ο Mill επικεντρώνεται στη δημόσια σφαίρα και στη θέση της γυναίκας σ’ αυτήν, στηρίζοντας, τις διεκδικήσεις των γυναικών, όχι μόνο θεωρητικά αλλά και έμπρακτα. Ως βουλευτής (1866) του βρετανικού κοινοβουλίου αιτείται τη θεμελίωση του εκλογικού δικαιώματος των γυναικών, επειδή,  κατά τη γνώμη του, η συνεισφορά των γυναικών είναι απαραίτητη στην πρόοδο της κοινωνίας και η καταπίεσή τους είναι εμπόδιο σε αυτήν την πρόοδο.
«Μάχεται» για τα ατομικά και πολιτικά  δικαιώματα των γυναικών, για την πρόσβαση σε όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες, καθώς και για το δικαίωμα στην εργασία ακόμη και ως δημοσίου υπαλλήλου.
       Ο Φιλελεύθερος Φεμινισμός επικεντρώνεται σε θέματα που αφορούν στη δημόσια σφαίρα, όπως η ίση πρόσβαση στην εκπαίδευση, στην εργασία και στην πολιτική, η επίτευξη των οποίων θα πραγματοποιηθεί με νομικές αλλαγές. Είναι δηλαδή, στην ουσία, μεταρρυθμιστικός καθώς δεν επιζητεί να καταργηθεί η διάκριση μεταξύ δημόσιας και ιδιωτικής σφαίρας, αλλά να διασφαλιστούν ίσα δικαιώματα στην παιδεία , στην εργασία, στην πολιτική και στα δύο φύλα. Γι’ αυτό δεν ασκεί κριτική στο υπάρχον κοινωνικό σύστημα, αλλά επιδιώκει την ισότιμη ένταξη των γυναικών σε αυτό.
       Ο Φιλελεύθερος Φεμινισμός έχει δεχθεί κριτική επειδή οι βασικές του θέσεις πως όλοι οι άνθρωποι είναι ελεύθεροι, ίσοι και λογικοί και μοιράζονται θεμελιώδη δικαιώματα, δεν προωθεί τα συμφέροντα όλων των γυναικών. Στην καλύτερη των περιπτώσεων προωθεί τα δικαιώματα των λευκών γυναικών της μεσαίας και ανώτερης τάξης των ανεπτυγμένων κοινωνιών, οι οποίες είναι εφοδιασμένες με χρήμα και μόρφωση και με αυτά τα εφόδια μπορούν να σκέφτονται και να πράττουν όπως οι άντρες, αλλά αποτυγχάνει να απευθυνθεί στα προβλήματα των γυναικών της εργατικής τάξης, των μαύρων γυναικών και των γυναικών του αναπτυσσόμενου κόσμου. Ως εκ τούτου οι κοινωνικές ανισότητες είναι εκείνες που δημιουργούν την ανισότητα των φύλων και όχι το φύλο αυτό καθ’ αυτό τις ανισότητες. Ο Φιλελεύθερος Φεμινισμός αν και αμφισβητεί το βιολογικό φύλο,  υποστηρίζοντας πως οι διαφορές ανάµεσα στα φύλα δεν έχουν καμιά βιολογική βάση, αλλά στηρίζονται σε σεξιστικά στερεότυπα, εντούτοις περιορίζεται να διεκδικεί πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα , δεν επεκτείνεται στην εξάλειψη της πατριαρχικής δομής της κοινωνίας και  εκ τούτου κρίνεται ανεπαρκής.


      




2.       Ποια ιδεολογία είναι περισσότερο εχθρική ως προς την αποικιοκρατία;



       Με τον όρο «αποικιοκρατία» εννοούμε την ιμπεριαλιστική πολιτική των ισχυρών καπιταλιστικών κρατών με στόχο την εκμετάλλευση των αδύναμων και την απόκτηση περισσότερης δύναμης. Κατά το 19ο αιώνα και αρχές του 20ου, η ιμπεριαλιστική αυτή πολιτική εκδηλώθηκε με την οικονομική κυρίως διείσδυση στην Αφρική και την Ασία των βιομηχανικά ανεπτυγμένων κρατών της δυτικής και κεντρικής Ευρώπης με σκοπό να διευρύνουν τις αγορές τους και να αναζητήσουν και  εκμεταλλευτούν τις πρώτες ύλες που διέθεταν σε αφθονία οι «αποικίες» τους. Η βία και η βαρβαρότητα δεν έλειψαν από αυτό το εγχείρημα των Ευρωπαίων, οι οποίοι στήριξαν τις επιχειρήσεις τους πάνω στη δουλεία αλλά και στην καταναγκαστική εργασία, καθώς πολλοί άνεργοι, άστεγοι ή κατάδικοι στέλνονταν στις αποικίες με τη βία για να εργαστούν.
       Σήμερα, ιδέες όπως η αντίθεση στην αποικιοκρατία και τον ιμπεριαλισμό έχουν ταυτιστεί, λίγο ή πολύ, με την Αριστερά. Όμως οι ιδέες αυτές πρωτοδιατυπώθηκαν, ήδη από τον 18ο αιώνα, από φιλελεύθερους διανοούμενους και συνετέλεσαν, μαζί και με άλλους παράγοντες, στη δημιουργία και ανάπτυξη αντιαποικιακών κινημάτων, τα οποία διεκδίκησαν την ανεξαρτησία τους από τους αποικιοκράτες. Ο φιλελευθερισμός, ως κοσμοθεωρία, θεμελιώθηκε πάνω στην υπεράσπιση της ατομικής ελευθερίας. Αμφισβήτησε πρώτος τη μοναρχία, και έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ανατροπή της, καθώς οι διακηρύξεις του, διακηρύξεις του Διαφωτισμού, αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης για τη Γαλλική  Επανάσταση. Κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης, με έναυσμα την πολιτική θεωρία του Ρουσσώ, συλλαμβάνεται η ιδέα του έθνους, ως συλλογικής οντότητας που προασπίζεται τα ιδανικά της ελευθερίας, της ισότητας και της αδελφοσύνης. Οι πολίτες αντιλαμβάνονται τους εαυτούς τους ως μέλη μιας πολιτικής κοινότητας και δεν αποδέχονται το ρόλο του βασιλικού υπηκόου, δίνουν τέλος στην «ελέω Θεού» μοναρχία, χειραφετούνται και αξιώνουν πολιτική συμμετοχή. Είναι η στιγμή που «δημιουργείται» ο πολιτικός εθνικισμός, ο οποίος διεισδύει στο φιλελευθερισμό, στηρίζεται στη γενική βούληση και στις ορθολογικές ιδέες του Διαφωτισμού και προβάλλει την απαίτηση του έθνους. Η εξουσία νομιμοποιείται, για πρώτη φορά από το λαό και υιοθετείται ένα ουδέτερο, δημοκρατικό-πλουραλιστικό κράτος που διαπνέεται από τα φιλελεύθερα ιδανικά. 
       Η Γαλλική Επανάσταση σηματοδοτεί τον φιλελεύθερο εθνικισμό ως απελευθερωτική δύναμη, καθώς αυτός θεωρεί τα έθνη ως κυρίαρχες οντότητες, με κυρίαρχα δικαιώματα την ελευθερία και την αυτοδιαχείριση. Ο φιλελεύθερος εθνικισμός αντιτίθεται σε όλες τις μορφές ξένης κυριαρχίας και καταπίεσης, είτε πρόκειται για πολυεθνικές αυτοκρατορίες, είτε για αποικιοκρατικές δυνάμεις και εκπροσωπεί το ιδανικό της συνταγματικής, αντιπροσωπευτικής διακυβέρνησης. Οι φιλελεύθεροι εθνικιστές υποστηρίζουν πως, όπως τα άτομα είναι μεταξύ τους ίσα, έτσι και τα έθνη έχουν ίσο δικαίωμα στην αυτοδιάθεσή τους. Επομένως ο υπέρτατος στόχος του φιλελεύθερου εθνικισμού είναι να αποτελείται ο κόσμος από ανεξάρτητα έθνη-κράτη. Οι αρχές αυτές ενέπνευσαν τα απελευθερωτικά κινήματα σε όλο το εύρος της γηραιάς ηπείρου, με αποτέλεσμα την κατάρρευση μεγάλων αυτοκρατοριών (π.χ. Αυστρία, Οθωμανική Τουρκία) και την παράλληλη σύσταση ανεξάρτητων κρατών (π.χ. Τσεχία, Ουγγαρία, Ελλάδα), και σηματοδότησαν τα αντι-αποικιοκρατικά κινήματα, τα οποία εκφράστηκαν μέσα από τη γλώσσα του φιλελεύθερου εθνικισμού, αξιώνοντας την ανεξαρτησία τους και την εθνική τους αυτοδιάθεση.
       Έτσι ο φιλελευθερισμός, με την ισχύ του αξιακού του συστήματος, της ελευθερίας και της ισότητας, ανέτρεψε τη Μοναρχία και αποδείχθηκε ο κυρίαρχος ιδεολογικός αντίπαλος του ιμπεριαλισμού και της αποικιοκρατίας.


3.       Ποια είναι η γοητεία που άσκησε ο σοσιαλισμός στον φασισμό?




       Ο Ιταλός πολιτικός, Μπενίτο Μουσολίνι, ιδρυτής και ηγέτης του Φασιστικού κόμματος της Ιταλίας, ξεκίνησε την πολιτική ζωή του ως ένθερμος σοσιαλιστής. Ταυτισμένος με τις ιδέες του Μαρξ, του Μπλανκί και του Σωρέλ, διακρίνεται, ως ηγετικό στέλεχος του Ιταλικού Σοσιαλιστικού κόμματος και εκδότης της επίσημης εφημερίδας των σοσιαλιστών Avanti , για την αντίθεσή του στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο καθώς δηλώνει πως πιστεύει μόνο στην πάλη των τάξεων και πως το προλεταριάτο μπορεί να ηγηθεί σε ένα δυνατό επαναστατικό πυρήνα ενάντια στην κυριαρχία του καπιταλισμού.
       Ο δήμιος της ανθρωπότητας και αρχηγός του Εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος της Γερμανίας -ΝΑΖΙ, μια ιδιαίτερη και ορμητική μορφή του φασισμού, Αδόλφος Χίτλερ, πριν αναρριχηθεί στην εξουσία της Γερμανίας δήλωνε πως ο Σοσιαλισμός είναι η επιστήμη που έχει ως κύριο μέλημά της το κοινό καλό, πως είναι ένας παλαιός άριος και γερμανικός θεσμός των προγόνων τους.
       Ο φασισμός αναδείχθηκε στην περίοδο του Μεσοπολέμου, παρουσιάζει, στις διάφορες μορφές του πολλά κοινά χαρακτηριστικά, αλλά και διαφορές και διακρίνεται, ως προς τα κοινά  χαρακτηριστικά από τη γοητεία που του άσκησαν συγκεκριμένες σοσιαλιστικές ιδέες. Η φασιστική ιδεολογία με βάση τις δικές της αρχές και ιδέες και υιοθετώντας αρχές και ιδέες του σοσιαλισμού δημιούργησε τη δική της νέα σύνθεση, δίνοντας στο φασισμό μαξιμαλιστική εθνική κατεύθυνση.
  Εναντιώνεται στο νεωτερισμό και στοχεύει στη δημιουργία ενός νέου τύπου ανθρώπου, ο οποίος παρακινούμενος από το καθήκον, διαλύει  την ατομικότητά του, θέτει τον εαυτό του ως ίσος μέσα στην κοινότητα του έθνους και στην πίστη της  ανωτερότητας της φυλής. Ωστόσο, στόχος αυτής της «εθνικής αναγέννησης»  είναι  η αναβίωση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και η ίδρυση μιας γερμανικής πολεμικής αυτοκρατορίας, ο επεκτατισμός και η επιβεβαίωση της ισχύος τους πάνω σε άλλα έθνη.
       Ο φασισμός απεχθάνεται τον καπιταλισμό και τον υλισμό που καλλιεργεί,  επικροτεί τον κολεκτιβισμό, «το κοινό καλό πάνω απ το ατομικό καλό», και εφαρμόζει σοσιαλιστικού τύπου οικονομικές πολιτικές. Σύμφωνα με αυτές, οριοθετεί τα συμφέροντα της κοινότητας και την ωφέλεια του συνόλου, εθνικοποιεί τις μεγάλες επιχειρήσεις, υποτάσσοντάς τες στους δικού του πολιτικούς στόχους .Θεωρώντας πως ο καπιταλισμός είναι ένα σύστημα με το οποίο το κεφάλαιο ελέγχει και αποδυναμώνει το έθνος και τη φυλετική του ανωτερότητα, ο φασισμός επιδιώκει το έθνος να χρησιμοποιεί το κεφάλαιο για τους δικούς του σκοπούς (κορπορατισμός). Παράλληλα υπόσχεται πως  το κράτος θα αναλαμβάνει την εξασφάλιση, για κάθε πολίτη, της δυνατότητας να ζει άνετα και να κερδίζει τα μέσα για τη συντήρηση του εαυτού του και της οικογένειάς του.
       Η κοινωνική βάση του φασισμού δεν είναι ποτέ η αστική τάξη, αλλά τα μικροαστικά στρώματα (μικροκαταστηματάρχες και επαγγελματίες), οι αγρότες και η εργατική τάξη. Έτσι κερδίζει τον κορμό των βιομηχανικών εργατών που έχουν παράδοση στην οργάνωση και αποτελούν τη μόνη και κύρια δύναμη που μπορεί να ανατρέψει τον καπιταλισμό.
       Για την υλοποίηση των προγραμμάτων του ο φασισμός εγκαθιδρύει (κατά το πρότυπο του κομμουνισμού) ολοκληρωτικά καθεστώτα με  βασικό στόχο του  την απομάκρυνση της εργατικής τάξης από τον κομμουνισμό και την αφοσίωσή της στη φυλή και στο έθνος.
       Η φασιστική ιδεολογία έχει αυστηρούς περιορισμούς και αποκλείει τη διαφορετικότητα, η οποία αναγνωρίζεται απευθείας και στοχοποιείται.  Ο «νέος άνθρωπος» πρέπει να είναι ίδιος με όλους τους άλλους, καθώς η ατομικότητα συνιστά ατομικό συμφέρον και ιδιοτέλεια, δε στοχεύει στο κοινό καλό και δεν εξυπηρετεί τα ενδιαφέροντα του έθνους και της φυλής.


        4.         Η έννοια της ελευθερίας στον πολιτικό ή κοινωνικό φιλελευθερισμό και στον νεοφιλελευθερισμό



 {{Για το Φιλελευθερισμό η ελευθερία είναι η υπέρτατη ατομικιστική αξία, καθώς παρέχει το δικαίωμα της επιλογής. Είναι φυσικό δικαίωμα και η μόνη προϋπόθεση για την ανάπτυξη των ικανοτήτων του ατόμου με στόχο την προσωπική του ολοκλήρωση. Αποτελεί πρόταγμα και μείζονα αρχή σε όλες τις χωροχρονικές παραλλαγές του και τις ιστορικοπολιτικές αποκλίσεις του φιλελευθερισμού, ενοποιητική αρχή ολόκληρης της φιλελεύθερης ιδεολογίας}}.

         Ο πολιτικός ή κοινωνικός φιλελευθερισμός διακρίνεται για την προτεραιότητα που δίνει στην ελευθερία και την προστασία των ατομικών δικαιωμάτων. Πρεσβεύει πως στο μέτρο που ένα άτομο δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων είναι ελεύθερο να επιδιώκει τη πραγμάτωση της δικής του αντίληψης για το ατομικό του καλό, γι αυτό που θεωρεί το ίδιο πως δίνει αξία και ικανοποίηση στη ζωή του . Η ελευθερία των επιλογών είναι ύψιστης σημασίας σε μια φιλελεύθερη κοινωνία και η μη ανάμειξη του κράτους πρέπει να ισχύει ως γενικός κανόνας καθώς  οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν μια πιο δίκαιη και πιο ευφυή οπτική των συμφερόντων τους και των μέσων για να τα προωθήσουν από ό,τι θα τους υπαγόρευε ένας κρατικός νόμος. Αποδέχεται τους λιγότερους περιορισμούς της ατομικής ελευθερίας με μοναδικό σκοπό την αποτροπή βλάβης στους άλλους.  Με αυτή την αντίληψη ο πολιτικός φιλελευθερισμός  υποστηρίζει το δόγμα «laisser faire-laissez passez» του οικονομικού φιλελευθερισμού, σύμφωνα με το οποίο το κράτος δεν πρέπει να παρεμβαίνει παρά ελάχιστα στην οικονομική ζωή, ώστε οι άνθρωποι των επιχειρήσεων να έχουν τη δυνατότητα να δρουν με όποιο τρόπο θεωρούν καλύτερο και αποδοτικότερο για την επιχείρησή τους.  
       Η ελεύθερη διακίνηση αγαθών διευρύνεται και στην ελεύθερη διακίνηση ιδεών, καθώς η ελευθερία λόγου, η ελευθεροτυπία, και ο ελεύθερος διάλογος είναι απαραίτητες προϋποθέσεις για την πνευματική ανάπτυξη και την κοινωνική πρόοδο.
       Ωστόσο υπάρχει πλήθος φυσικών, κοινωνικών, οικονομικών και άλλων περιορισμών που δεν επιτρέπει σε όλα τα άτομα να ασκούν ελεύθερα τις επιλογές τους. Η υλοποίηση της ελευθερίας, νοούμενης ως δυνατότητας εκπλήρωσης στόχων, προϋποθέτει πως τα άτομα έχουν τη δυνατότητα να αναπτύξουν τις ικανότητες και τους στόχους τους. Εν ολίγοις η ελευθερία είναι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για την προώθηση της ατομικής ανάπτυξης και, κατ’ επέκταση, της κοινωνικής ευημερίας και της ισότητας, παράλληλα, όμως, για να εκφραστεί (η ελευθερία) σε όλες τις εκφάνσεις του ατομικού και κοινωνικού βίου, προϋποθέτει την ευημερία και την απουσία κραυγαλέων, τουλάχιστον, κοινωνικών ανισοτήτων. Πάνω σε αυτή τη ρότα ο κοινωνικός φιλελευθερισμός οικοδομεί και νομιμοποιεί ένα  κράτος πρόνοιας, στοχεύοντας στην προώθηση των κοινωνικών δικαιωμάτων των αδύναμων μαζών. Το κράτος πρόνοιας με αναδιανεμητικές πολιτικές, με δίκαιη διανομή των υλικών πόρων και με την παροχή βασικών υπηρεσιών (υγεία, ασφάλιση, εκπαίδευση) διασφαλίζει την ισότητα των ευκαιριών. Η διασφάλιση αυτή της ισότητας των ευκαιριών προσδίδει ουσιαστικό περιεχόμενο στην ίδια την ελευθερία ως θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα, αφού τα άτομα απαλλαγμένα, πλέον, από την τυραννία και το άγχος των κυριαρχικών κοινωνικών σχέσεων  θα μπορούν ελεύθερα να κάνουν τις επιλογές τους και να υποστούν τις συνέπειές τους.
       Τέλος, ο κοινωνικός φιλελευθερισμός, ευνοεί το σχεδιασμό και την κρατική διαχείριση της οικονομίας (μικτή οικονομία), καθώς αυτή  θεωρείται από πολυπρόσωπες ή μονοπρόσωπες επιχειρήσεις και επιχειρηματίες από τις πιο αποτελεσματικές επιλογές στη σημερινή αγορά. Έτσι ,χωρίς να περιορίζει την ελεύθερη επιλογή της οικονομικής δράσης ατόμων ή επιχειρήσεων, παράλληλα, στα πλαίσια της μείωσης των κοινωνικών ανισοτήτων, ασκεί έλεγχο σε τυχόν ακρότητες της αγοράς στην ανάπτυξη και στην απασχόληση.
       O Νεοφιλελευθερισμός  δίνει αυστηρή προτεραιότητα στην ατομική ελευθερία, την οποία θεωρεί  σημαντική για την οικονομική δραστηριότητα και ανάπτυξη. Αποδέχεται την ανισότητα, απορρίπτοντας την ισότητα  και πολύ περισσότερο τον εξισωτισμό και αντιτίθεται στον κρατικό παρεμβατισμό, υποστηρίζοντας πως το κράτος και η δημόσια εξουσία είναι η κυριότερη απειλή κατά της ελευθερίας. Προσπαθεί να επαναφέρει το δόγμα  του laissez-faire, στις νέες επικρατούσες συνθήκες της παγκοσμιοποιημένης, πλέον, αγοράς. Ο Νεοφιλελευθερισμός υποστηρίζει πως οι άνθρωποι είναι ιδιοκτήτες και κύριοι του εαυτού τους και, κατ’ επέκταση   επί πραγμάτων του εξωτερικού κόσμου, ό,τι έχουν στην κατοχή τους είναι κατοχυρωμένα και δίκαια  και, επομένως  μπορούν να τα χειριστούν και να τα διαθέσουν κατά το δοκούν. Θεωρεί πως το κράτος πρέπει να έχει το ρόλο του νυχτοφύλακα, να περιορίζεται δηλαδή σε λίγες μόνο λειτουργίες, απαραίτητες για την ασφαλή διαβίωση των πολιτών. Ένα ελάχιστο κράτος είναι ένα δίκαιο κράτος, ενώ ένα εκτεταμένο κράτος χρησιμοποιεί μηχανισμούς βίας και ως εκ τούτου παραβιάζει τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των πολιτών. Απορρίπτει κάθε έννοια κράτους πρόνοιας, διανεμητικής δικαιοσύνης και αλληλεγγύης και θεωρεί πως οι εργαζόμενοι πρέπει οι ίδιοι να φροντίζουν για την ιατροφαρμακευτική και νοσοκομειακή τους περίθαλψη, την ασφάλιση και τη μελλοντική τους συνταξιοδότηση, καθώς η υποχρέωση και η επιβολή αυτών των δαπανών από την πολιτεία στους εργοδότες, συνιστά παραβίαση της ατομικής τους ελευθερίας και του ατομικού τους δικαιώματος, να αυξάνουν τον πλούτο τους και να τον διαχειρίζονται και διαθέτουν κατά το δοκούν 
    

5.       Σε τί βαθμό απέχει το κοινωνικό συμβόλαιο του Hobbes από την Δημοκρατία


       Η θεωρία του κοινωνικού συμβολαίου είναι μια υποθετική κατασκευή, η οποία, κατ’ αρχάς, εξηγεί την αναγκαιότητα δημιουργίας μιας οργανωμένης πολιτικής κοινωνίας και στη συνέχεια προχωρεί, μεθοδευμένα, στη νομιμοποίηση της πολιτικής εξουσίας. Ξεκινώντας από μια φυσική προ-κοινωνική κατάσταση, γενικευμένης φυσικής ισότητας όλων των ανθρώπων μεταξύ τους, καταλήγει πως  όλοι οι άνθρωποι είναι μεταξύ τους εν δυνάμει εχθροί, καθώς ευνοείται το ένστικτο της αυτοσυντήρησης και η επιθυμία για απόκτηση μεγαλύτερης δύναμης.
       Το Κ.Σ. του Χομπς συνάπτεται μεταξύ μεμονωμένων και αυτόνομων ατόμων της προ-κοινωνικής φυσικής κατάστασης, με τη μορφή αμοιβαίων συμβάσεων όλων προς όλους. Στις μεμονωμένες αυτές συμβάσεις ανταλλάσσεται η υπόσχεση τήρησης ειρήνης και παρέχεται η εξουσιοδότηση προς έναν κυρίαρχο να ασκεί την εξουσία που του παραχωρείται. Από αυτή τη στιγμή γεννιέται ο Λεβιάθαν, το κυρίαρχος κράτος και οι υπήκοοί του. Με το Κ.Σ. οι υπήκοοι εκχωρούν μέρος των ατομικών δικαιωμάτων και της ελευθερίας τους στο κυρίαρχο κράτος, με την προϋπόθεση να τους προστατεύει απέναντι σε κάθε εχθρική απειλή ή επιβουλή. Εφόσον ο κυρίαρχος δεν κατορθώσει να φέρει σε πέρας την αποστολή για την οποία δηµιουργήθηκε, τότε οι υπήκοοι κινητοποιούνται, στη βάση των φυσικών δικαιωµάτων τους, και µπορούν να εναντιωθούν στην βούληση του κυρίαρχου. Με το Κ.Σ. επομένως, νομιμοποιείται η κρατική εξουσία.
      
Με το συμβόλαιο του Χομπς, που υπογράφουν όλοι με όλους, συντελείται η διαδικασία συγκρότησης ενός άμορφου πλήθους, σε λαό. Πριν από αυτή τη διαδικασία δεν υπάρχει λαός. Διαπλάθεται και διαμορφώνεται,  με τη διαδικασία αυτή της αντιπροσώπευσης για τη σύναψη του Κοινωνικού Συμβολαίου. Η Δημοκρατία δεν αποβλέπει σε κάτι τέτοιο. Η έννοια του οργανωμένου συνόλου που καλείται «λαός» ήδη υπάρχει και η Δημοκρατία είναι το πολίτευμα εκείνο που η εξουσία της πηγάζει από τον λαό, ασκείται από τον λαό και υπηρετεί τα συμφέροντα του λαού.
Με το Κοινωνικό Συμβόλαιο εκχωρείται η εξουσία σε έναν κυρίαρχο.  Σημαντικός παράγοντας για τη σωστή λειτουργία της Δημοκρατίας, προκειμένου να περιορίζει την κρατική εξουσία, ώστε να μην προβαίνει αυτή σε αυθαιρεσίες, και να διασφαλίζονται η ελευθερία και τα δικαιώματα των πολιτών, είναι η αρχή της διάκρισης των λειτουργιών, σύμφωνα με την οποία η κρατική εξουσία διακρίνεται στη νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική εξουσία. Στη Δημοκρατία δεν υπάρχει η λέξη κυρίαρχος .
Από τη στιγμή της εγκαθίδρυσης του κυρίαρχου στην εξουσία, η εξουσία του δεν αμφισβητείται. Παράλληλα η βούληση του νομιμοποιείται καθώς οι υπήκοοί του θεωρούνται αυτεξούσιοι εντολοδότες του, για κάθε τι που θα πει και θα πράξει εξ ονόματός τους. Επομένως κανείς δεν μπορεί να αντιταχθεί στη βούλησή του ή να τον κατηγορήσει για αδικία ή παρανομία. Κεντρικό χαρακτηριστικό της Δημοκρατίας είναι η λήψη αποφάσεων από το λαό, είτε με ψηφοφορία (άμεσα) από τον ίδιο, είτε μέσω των αντιπροσώπων του (έμμεσα), με βάση την αρχή της πλειοψηφίας. Η αρχή της πλειοψηφίας είναι θεμελιώδης για τη λειτουργία και λήψη αποφάσεων στη Δημοκρατία, ενώ παράλληλα η μειοψηφία είναι κατοχυρωμένη και η γνώμη της πάντοτε ακούγεται. Η αρχή της πλειοψηφίας περιγράφει τη Δημοκρατία ως μορφή πολιτεύματος. Σύμφωνα με αυτή, η Δημοκρατία είναι η μορφή του πολιτεύματος όπου πηγή της εξουσίας είναι ο λαός και θεμέλιο του πολιτεύματος  η λαϊκή κυριαρχία, που στην έμμεση-κοινοβουλευτική Δημοκρατία εκφράζεται από τη Βουλή.
Σύμφωνα με το Κ.Σ. όλοι οι υπήκοοι είναι απογυμνωμένοι από κάθε δικαίωμα πολιτικής συμμετοχής. Στη Δημοκρατία δεν υπάρχουν υπήκοοι, αλλά πολίτες. Οι πολίτες συμμετέχουν οι ίδιοι στην άσκηση της εξουσίας, ψηφίζουν νόμους, έχουν το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι, αυτοκαθορίζονται, επομένως, ως ελεύθεροι άνθρωποι.
Ο Χομπς συνδέει τη νομιμότητα της κρατικής εξουσίας με την εγγύηση ασφάλειας, μετά από την έξοδο από την υποθετική φυσική κατάσταση του γενικευμένου φόβου του θανάτου. Το κίνητρο επομένως για τη σύναψη του υποθετικού συμβολαίου και την υπαγωγή στην κυριαρχία της κρατικής εξουσίας είναι η επιδίωξη της ασφάλειας αλλά και της ενδοκρατικής γαλήνης, προϋπόθεση για την οποία συνιστά η ευμάρεια ή τουλάχιστον η κάλυψη των βασικών αναγκών σε όλους τους υπηκόους. Και σήμερα τα κράτη, οφείλουν να εγγυώνται ασφάλεια, εσωτερική και εξωτερική, για τους πολίτες τους. Όμως η ασφάλεια που πρέπει να προσφέρει η κρατική εξουσία πρέπει να έχει άμεση σχέση με τη δημοκρατική αρχή της ελευθερίας, καθώς ελευθερία χωρίς ασφάλεια δεν υφίσταται, αλλά και ασφάλεια χωρίς ελευθερία, θυμίζει ασφάλεια φυλακισμένου, την ασφάλεια που παρείχε το χομπσιανό συμβόλαιο στους υπηκόους του κυρίαρχου.
       Ο Χομπς είναι υπέρ μιας απόλυτης εξουσίας, γιατί διαφορετικά θεωρεί πως δεν υπάρχει εγγύηση για μια σταθερή και ειρηνική ζωή. Δεν πρόκειται όμως για μια εντελώς αυθαίρετη εξουσία. Πρέπει να εγγυάται την ασφάλεια, τη ζωή, την περιουσία και την ευμάρεια των υπηκόων του. Σε περίπτωση που αυτές οι προϋποθέσεις δεν πραγματωθούν, τότε οι υπήκοοι έχουν το δικαίωμα να επαναστατήσουν και να αφαιρέσουν την εξουσία που οι ίδιοι εκχώρησαν στον κυρίαρχο. Σίγουρα , με τα σημερινά τουλάχιστον  δεδομένα, οι όροι του Κοινωνικού Συμβολαίου του Χομπς αποκλίνουν από τις αρχές της Δημοκρατίας. Θα μπορούσαμε να πούμε πως μόνο η «υπόσχεση» για ειρηνική και σταθερή ζωή, για μια άνετη και με ευμάρεια, μάλιστα ζωή, και με την πρόνοια κάλυψης των αναγκών όλων των υπηκόων (όπως αναφέρεται στο δεύτερο κεφάλαιο του Λεβιάθαν), ξεφεύγει της γενικής απόκλισής του από τις δημοκρατικές αρχές. Θα τολμούσαμε μάλιστα να πούμε πως σε αυτό το σημείο το Κοινωνικό Συμβόλαιο του Χομπς δεν απέχει καθόλου από τις δημοκρατικές αρχές και τις αρχές ενός κράτους δικαίου, το οποίο σήμερα βρίσκεται υπό το έλεος του στυγνού φιλελευθερισμού, καθώς αυτός συνδέει την ασφάλεια και την ειρηνική ζωή μόνο με την νομιμότητα και τους εξωτερικούς κινδύνους, απορρίπτοντας το δικαιϊκό  κράτος πρόνοιας.

((μια και το έγραψα για την αντιπαραβολή, ας υπάρχει και αυτό εδώ…μαζεμένα όλα τα περί δημοκρατιας)))
{{Η Δημοκρατία είναι το πολίτευμα όπου η εξουσία πηγάζει από τον λαό, ασκείται από τον λαό και υπηρετεί τα συμφέροντα του λαού.
       Στη Δημοκρατία οι πολίτες συμμετέχουν οι ίδιοι στην άσκηση της εξουσίας, ψηφίζουν νόμους, εκλέγουν και εκλέγονται στα αξιώματα, αυτοκαθορίζονται, επομένως, ως ελεύθεροι άνθρωποι. Με την έννοια της ελευθερίας συνυφαίνεται και η έννοια της ισότητας. Όλοι οι ελεύθεροι πολίτες συμμετέχουν εξίσου στην άσκηση της πολιτικής εξουσίας, «μία ψήφος, ένας άνθρωπος, μία αξία». Αν δεν μετέχουν όλοι, τότε, κάποιοι, ετεροπροσδιορίζονται, δηλαδή κάποιος άλλος αποφασίζει γι αυτούς και κατά συνέπεια παύουν να είναι ελεύθεροι πολίτες.
       Η Δημοκρατία διασφαλίζει την ελευθερία και την ισότητα των πολιτών της, καθώς αναγνωρίζει την ανθρώπινη αξία ως θεμελιώδη αξία του κοινωνικού βίου. Οι άνθρωποι βέβαια διαφέρουν ως προς τις σωματικές, πνευματικές, ψυχικές και άλλες ιδιότητες και ικανότητές τους. Η Δημοκρατία είναι το μοναδικό πολίτευμα που παραμερίζει τις διαφορές μεταξύ των ανθρώπων και εξασφαλίζει σε όλους ίσες ευκαιρίες για την αξιοποίηση των ικανοτήτων τους. Η βούληση του κάθε πολίτη έχει την ίδια βαρύτητα με οποιουδήποτε άλλου και αυτή είναι μια από τις βασικότερες κατακτήσεις του δημοκρατικού πολιτεύματος.
       Κεντρικό χαρακτηριστικό της Δημοκρατίας είναι η λήψη αποφάσεων από το λαό, είτε με ψηφοφορία (άμεσα) από τον ίδιο, είτε μέσω των αντιπροσώπων του (έμμεσα), για την επίλυση των ποικίλων προβλημάτων της κοινωνικής συμβίωσης, με βάση την αρχή της πλειοψηφίας. Η αρχή της πλειοψηφίας είναι θεμελιώδης για τη λειτουργία και λήψη αποφάσεων στη Δημοκρατία, ενώ παράλληλα η μειοψηφία είναι κατοχυρωμένη και η γνώμη της πάντοτε ακούγεται.
      Η αρχή της πλειοψηφίας περιγράφει τη Δημοκρατία ως μορφή πολιτεύματος. Σύμφωνα με αυτή, η Δημοκρατία είναι η μορφή του πολιτεύματος όπου πηγή της εξουσίας είναι ο λαός και θεμέλιο του πολιτεύματος  η λαϊκή κυριαρχία, που στην έμμεση-κοινοβουλευτική Δημοκρατία εκφράζεται από τη Βουλή.
       Σημαντικός παράγοντας για τη σωστή λειτουργία της Δημοκρατίας, προκειμένου να περιορίζει την κρατική εξουσία, ώστε να μην προβαίνει αυτή σε αυθαιρεσίες, και να διασφαλίζονται η ελευθερία και τα δικαιώματα των πολιτών, είναι η αρχή της διάκρισης των λειτουργιών, σύμφωνα με την οποία η κρατική εξουσία διακρίνεται στη νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική εξουσία.}}






   6.       Ποια είναι η θέση του σοσιαλισμού και του φιλελευθερισμού για τα ανθρώπινα δικαιώματα;


      (δεν είμαι σίγουρη πως χρειάζονται αυτά…)
{{ Με τον όρο ανθρώπινα δικαιώματα χαρακτηρίζουμε τα φυσικά και «αναπαλλοτροίωτα» δικαιώματα που κάθε άτομο δικαιούται από τη στιγμή της γέννησής του, απλώς και μόνο επειδή είναι άνθρωπος. Τα ανθρώπινα δικαιώματα καλύπτουν κάθε πτυχή του ανθρώπινου βίου και διακρίνονται σε ατομικά ή θεμελιώδη, πολιτικά, κοινωνικά και εθνικά.
     Τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα (ελευθερία, ατομική ιδιοκτησία, ισότητα, ελευθερία σκέψης και έκφρασης, δικαίωμα εκλέγειν-εκλέγεσθαι-συνεταιρίζεσθαι…) είναι απόρροια του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης, καθορίζουν την προστασία και την ιδιότητα του ατόμου-πολίτη, περιορίζουν και ελέγχουν την εξουσία του κράτους.
       Τα κοινωνικά δικαιώματα είναι προϊόν των κοινωνικών αγώνων και των διαρκών διεκδικήσεων του ανθρώπου μέσα από εξεγέρσεις και ειρηνικές επαναστάσεις, ως αντίβαρο στην ανθρώπινη εκμετάλλευση προστατεύουν τον άνθρωπο από τη στέρηση και καθορίζουν ένα κράτος πρόνοιας και δικαίου απέναντι σε κάθε κοινωνική ομάδα (π.χ. το δικαίωμα στην παιδεία, την εργασία, η εξασφάλιση ενός επαρκούς βιοτικού επιπέδου).
      Αποτελούν τον πυρήνα της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Είναι παγκόσμια και αδιαίρετα και μέσω του Ο.Η.Ε. κατοχυρώνονται ως παγκόσμια αξία}}
      
           Η θεώρηση του φιλελευθερισμού έχει κτιστεί πάνω στις αρχές της ελευθερίας, της ατομικής ιδιοκτησίας και της ισότητας. Η ελευθερία και η ιδιοκτησία συνιστούν γι αυτόν μείζονες αρχές. Για το φιλελευθερισμό, η ελευθερία αποτελεί πρόταγμα και ως ατομική είναι προσανατολιστική αρχή, καθώς εκτείνεται σε όλα τα πεδία της ζωής του ανθρώπου. Προϋποτίθεται για την πνευματική ανάπτυξη της προσωπικότητάς του και συνιστά, επίσης, προϋπόθεση για κάθε άλλη μορφή ελευθερίας.
       Μια εκδοχή της ατομικής ελευθερίας είναι, για το φιλελευθερισμό, η ατομική ιδιοκτησία. Σύμφωνα με το φιλελευθερισμό, η ελευθερία πρέπει να προσφέρει σε κάθε άτομο ίσες ευκαιρίες για την απόκτηση και διεύρυνση της ατομικής του ιδιοκτησίας, καθώς θεωρεί την ατομική ιδιοκτησία ως προϋπόθεση της ατομικής και, κατ’ επέκταση, της κοινωνικής ελευθερίας και ευημερίας. Ως εκ τούτου, η θεωρία του φιλελευθερισμού προϋποθέτει την κατοχύρωση της ατομικής ιδιοκτησίας ως ατομικού δικαιώματος, το οποίο συνιστά έκφραση της ατομικής ελευθερίας .
           Ο φιλελευθερισμός είναι η πολιτική θεωρία που προτάσσει την ελευθερία της ισότητας χωρίς αυτό να σημαίνει πως αντιμετωπίζει αυτές τις δύο αρχές ως αντίθετες, ή την ισότητα ως εχθρική προς την ελευθερία με την έννοια πως καταπατά τα ανθρώπινα δικαιώματα. Η αρχή της ισότητας είναι, για το φιλελευθερισμό, θεμελιακή. Θεωρεί πως όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται ίσοι, έχουν δηλαδή ίση ηθική αξία μεταξύ τους. Αυτή η θεμελιακή ισότητα φανερώνει πίστη στην τυπική ισότητα και εκφράζεται με τη νομική και την πολιτική ισότητα καθώς και την ισότητα των ευκαιριών. Η πρώτη τονίζει την ισότητα απέναντι στους νόμους εμμένοντας στη θεώρηση πως όλα τα άτομα έχουν ίση νομική υπόσταση και πρέπει να απολαμβάνουν τα ίδια δικαιώματα και προνόμια, ανεξάρτητα από το φύλο, τη φυλή, το χρώμα, τις πεποιθήσεις, τη θρησκεία ή το κοινωνικό τους υπόβαθρο. Η δεύτερη, η πολιτική ισότητα, βρίσκεται μέσα στην αντίληψη του «ένας άνθρωπος, μία ψήφος, μία αξία» και καταδεικνύει τη φιλελεύθερη προσήλωση στη δημοκρατία.  Η τυπική ισότητα των ευκαιριών ισορροπεί τις σχέσεις ελευθερίας-ισότητας. Θεωρεί πως μια δίκαιη κοινωνία είναι η κοινωνία όπου ο πλούτος ανακατανέμεται με ανάλογες αναδιανεμητικές και προνοιακές πολιτικές ώστε όλοι οι πολίτες να έχουν ίσες ευκαιρίες για την ευδοκίμησή τους.  Ελευθερία και  ισότητα είναι δύο αρχές που αλληλοσυμπληρώνονται. Ελεύθερος πολίτης είναι ο πολίτης που έχει τη δυνατότητα να ανταποκριθεί στις ανάγκες του για υγεία, παιδεία , κοινωνική ασφάλιση… Εφόσον οι πολίτες δεν μπορούν να ανταποκριθούν σε στοιχειώδεις τέτοιες ανάγκες δεν έχουν τη δυνατότητα να αισθάνονται ελεύθεροι, να αποφασίζουν και να πράττουν ελεύθερα. Άρα έστω και αν η ελευθερία και η ισότητα είναι κατοχυρωμένα ανθρώπινα δικαιώματα, στην ουσία γι αυτούς δεν έχουν καμία ισχύ κανένα νόημα. Γι αυτό ο φιλελευθερισμός δέχεται την αρχή της ισότητας και ως ισότητα των ευκαιριών που θα προσφέρει στους πολίτες  ένα κράτος με κοινωνικό πρόσωπο και θα τους δώσει τις δυνατότητες για ελεύθερη και δημιουργική πρωτοβουλία. Δέχεται την αρχή του Διαφωτισμού και της οικουμενικής Διακήρυξης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων πως όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται ελεύθεροι και ίσοι στην αξιοπρέπεια και τα δικαιώματα
       Ελευθερία, Ισότητα και Αδελφότητα, δικαιώματα και αρχές διακηρυγμένες και γραμμένες με αίμα στις σημαίες των Γάλλων επαναστατών, θα υποστηρίξει o Μαρξ, «δεν είναι τίποτε άλλο από τα δικαιώματα του μέλους της κοινωνίας των ιδιωτών, δηλαδή τα δικαιώματα του εγωιστικού ανθρώπου, του ανθρώπου που είναι αποχωρισμένος από τους άλλους ανθρώπους και από την κοινότητα.  Κανένα από τα λεγόμενα δικαιώματα του ανθρώπου, συνεπώς, δε φθάνει πέρα από τον εγωιστή άνθρωπο, πέρα από τον άνθρωπο ως μέλος της κοινωνίας των ιδιωτών, δηλαδή πέρα από το άτομο, που είναι αναδιπλωμένο στον εαυτό του, στα όρια των ιδιωτικών συμφερόντων και της ιδιωτικής αυθαιρεσίας του και αποχωρισμένο από την κοινότητα».
       Η υποτιμητική και καταγγελτική αυτή θέση του Μαρξ απέναντι στη διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου φανερώνει την πίστη του για την απόσταση ανάμεσα στην διακήρυξη και στην πραγματικότητα. Θεωρεί πως τα βασικά δικαιώματα του ανθρώπου, η ελευθερία, η ισότητα και η ιδιοκτησία, όπως είναι διατυπωμένα στο «αστικό» σύνταγμα της Γαλλικής Επανάστασης, συνιστούν δικαιώματα απομονωμένων και εγωιστικών ατόμων, δικαιώματα υποτέλειας που μοναδικό στόχο έχουν να χρησιμοποιηθούν ως μέσο για την ικανοποίηση των σκοπών και των αναγκών των αποξενωμένων αυτών ατόμων από την κοινότητα. 
      Η αρχή της ελευθερίας, υποστηρίζει ο Μαρξ, εφόσον αυτή ορίζεται ως το δικαίωμα του κάθε ατόμου να πράττει οτιδήποτε αρκεί να μην βλάπτει τον άλλο, δεν εδράζεται στη συνένωση των ανθρώπων μεταξύ τους, αλλά στο διαχωρισμό και την αποξένωσή τους. 
       Το δικαίωμα της ατομικής ιδιοκτησίας είναι, κατά τον Μαρξ, η πρακτική χρήση του δικαιώματος της ελευθερίας. Δηλαδή ο καθένας, κατά το δοκούν, και άσχετα και ανεξάρτητα από τους άλλους και την κοινωνία μπορεί να διαχειρίζεται την περιουσία του. Αυτό για τον Μαρξ συνιστά το «δικαίωμα της ιδιοτέλειας».
       Η ισότητα της Διακήρυξης είναι, κατά τον Μαρξ, η ισότητα της ελευθερίας των ιδιωτών-ιδιοκτητών. Συνεπώς η βάση της ελευθερίας και της ισότητας είναι η ιδιωτική ιδιοκτησία και η αξιοπρέπεια του ανθρώπου καθορίζεται από αυτήν.
       «Ποια ελευθερία, ποια ισότητα, ποια αδελφότητα μπορεί να διακρίνει κανείς αν στρέψει το βλέμμα του στον κόσμο των καπιταλιστικών μητροπόλεων?  Πού και με ποιους όρους πραγματώνονται επιτέλους τα ανθρώπινα δικαιώματα;» επιμένει ο Μαρξ, σαρκάζοντας για την υποκρισία ενός κόσμου που την ίδια στιγμή που ορκίζεται στο όνομα των αξιών της ελευθερίας, της ισότητας και της αλληλεγγύης, θεμελιώνει ένα σύστημα βαθιάς ανελευθερίας, ανισότητας και εκμετάλλευσης.
      Ο Μαρξ, και μέσω αυτού ο σοσιαλισμός, αρνείται τη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη ως ένα «αστικό προϊόν» που τα δικαιώματα στα οποία αναφέρεται ανέκυψαν με την εμφάνιση της αστικής κοινωνίας και αποτελούν τα δικαιώματα των ανθρώπων της αστικής κοινωνίας. Όταν αρνείται, επομένως, τη Διακήρυξη δεν αρνείται αυτό καθαυτό το αίτημα μιας κοινωνίας ελεύθερων, ίσων και αλληλέγγυων προσώπων, αλλά την ωφελιμιστική σημασία που προσέδωσε στις αρχές της ελευθερία ς, της ισότητας και της αλληλεγγύης η αστική τάξη. Κατά τη μαρξιστική –σοσιαλιστική θεώρηση η αστική κοινωνία δίχασε το άτομο σε άνθρωπο και πολίτη με στόχο να καταστήσει ως πρότυπο τον άνθρωπο των υλικών αγαθών.


7.       Η έννοια της αυτοδιάθεσης στον εθνικισμό
     
        Το φαινόμενο του εθνικισμού εγείρει πολλές διαμάχες οι οποίες εδράζονται στις αντικρουόμενες απόψεις περί της έννοιας του έθνους, καθώς αυτή δεν μπορεί να οριστεί επακριβώς και επικρατεί σύγχυση. Η δυσκολία ορισμού οφείλεται στο γεγονός ότι για την ίδια την ιδέα του έθνους η πραγματικότητα μας παρουσιάζει από τη μια έθνη όπως το γερμανικό ή το ιταλικό, που χαρακτηρίζονται για την πολιτισμική τους ενότητα και από την άλλη μας επιδεικνύει έθνη όπως το ελβετικό με τρεις επίσημες γλώσσες, το ιρλανδικό με πολλά διαφορετικά δόγματα και το διασκορπισμένο γεωγραφικά κουρδικό, που διακρίνονται για την ψυχολογική τους ενότητα. Ενώ λοιπόν, σε ορισμένα έθνη τα συνδετικά στοιχεία είναι τα αντικειμενικά χαρακτηριστικά, δηλαδή η ίδια γλώσσα, η όμοια θρησκεία, η κοινή γεωγραφική περιοχή,  σε άλλα ο ενοποιητικός αρμός είναι τα υποκειμενικά κριτήρια, όπως το αίσθημα του ανήκειν σε μια πολιτική οντότητα. Από τα παραπάνω φαίνεται πως τα έθνη είναι ένα αμάλγαμα αντικειμενικών-πολιτιστικών και υποκειμενικών-πολιτικών γνωρισμάτων. Σε ένα ευρύτερο πλαίσιο μπορούμε να πούμε ότι τα έθνη είναι  ψυχοπολιτικές κατασκευές, όπου οι άνθρωποι ευρύτερων κοινωνικών ομάδων με κοινά πολιτισμικά χαρακτηριστικά αυτό-κατηγοριοποιούνται, λειτουργούν βάσει ενός αισθήματος συλλογικής ταυτότητας και οργανώνονται, αντιλαμβανόμενοι τους εαυτούς τους ως μέλη μιας διακριτής «φυσικής πολιτικής κοινότητας».
       Η βασική πεποίθηση του εθνικισμού είναι ότι το έθνος αποτελεί την κεντρική αρχή της πολιτικής οργάνωσης. Τα έθνη που είναι στημένα πάνω στις αρχές του πολιτισμικού εθνικισμού καταλαμβάνουν μια γεωγραφική περιοχή και διακρίνονται για την κοινή τους γλώσσα, θρησκεία, ιστορία, κουλτούρα, παραδόσεις, αξίες. Πιο αναλυτικά, η γλώσσα συχνά θεωρείται το πλέον ξεκάθαρο σύμβολο εθνικής ταυτότητας και δημιουργεί το αίσθημα του ανήκειν. Η θρησκεία εκφράζει κοινές ηθικές αξίες και πνευματικές πεποιθήσεις. Τα έθνη επίσης στηρίζονται πάνω σε μια αίσθηση εθνοτικής ή φυλετικής ενότητας, η οποία  διατηρείται πάνω στο κοινό παρελθόν και στα κοινά όνειρα για το μέλλον.
       Η πρωταρχική ιδέα του εθνικισμού συλλαμβάνεται με έναυσμα την πολιτική θεωρία του Ρουσώ κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης, όπου το έθνος εμφανίζεται ως μια συλλογική οντότητα που βασίζεται στο όραμα ενός λαού να κυβερνάται από μόνο του. Έχοντας ως κινητήρια ιδέα «την αρχή της αυτοδιάθεσης », οι πολίτες αντιλαμβάνονται τους εαυτούς τους ως μέλη μιας φυσικής πολιτικής κοινότητας, του έθνους τους, χειραφετούνται και αξιώνουν πολιτική συμμετοχή (στην περίπτωση της Γαλλικής Επανάστασης) ή απελευθέρωση από την ξένη κυριαρχία και εθνική ανεξαρτησία (π.χ. Τσέχοι, Ούγγροι, Έλληνες, αποικίες κ.λ.π.).
.

8.        Είναι η πολιτική ιδεολογία ουτοπική?


       «Οτιδήποτε είναι στέρεο, λιώνει στον αέρα» είχε πει ο Μαρξ, μιλώντας για το τέλος της ιδεολογίας με το σκεπτικό πως η ιδεολογία είναι συνδεδεμένη με το ταξικό σύστημα και άρα προσωρινή, θεωρώντας ως νομοτελειακή την κατάργηση της ταξικής κοινωνίας και του καπιταλισμού. Στον αντίποδα ο Φουκουγιάμα, έναν αιώνα αργότερα, μιλά για το «τέλος της ιστορίας», καθώς θεωρεί πως η πτώση του Τείχους του Βερολίνου και η κατάρρευση του σοσιαλισμού, σημαίνει την απόλυτη επικράτηση του φιλελευθερισμού και της οικονομίας της αγοράς και επομένως η έλλειψη πολιτικού και οικονομικού ανταγωνισμού για το δυτικό φιλελευθερισμό ισοδυναμεί με το τέλος της ιδεολογικής εξέλιξης.    
        Από τα τέλη του 20ου αιώνα ραγδαίες πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές και πολιτιστικές αλλαγές έχουν μετασχηματίσει τον κόσμο που ζούμε σε μια άμορφη εικόνα, αυτή της παγκοσμιοποίησης. Η μεταβαλλόμενη παγκόσμια τάξη, η μετανεωτερικότητα και η παγκοσμιοποίηση έχουν άρει τη συνέχεια και τη σταθερότητα και δηλώνουν, για κάποιους, το τέλος των ιδεολογιών με αποτέλεσμα να τίθεται το ερώτημα αν οι ιδεολογίες είναι, πλέον, απαραίτητες ή η επιδίωξη ενός ιδεολογικού οράματος είναι κάτι ανέφικτο και ουτοπικό.
      Κοινή διαπίστωση είναι πως, με την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, ο σοσιαλισμός αποδυναμώθηκε. Όμως το όραμα του σοσιαλισμού παραμένει ενεργό καθώς δεν δίνονται πειστικές φιλελεύθερες απαντήσεις στα καίρια κοινωνικά προβλήματα.  Η επικράτηση του φιλελευθερισμού στο παγκόσμιο στερέωμα δεν αναιρεί  ούτε εξαφανίζει τις αγκυλώσεις του καπιταλιστικού συστήματος και των αγορών. Η διαπίστωση του Φουκουγιάμα περί του τέλους της ιδεολογικής διαπάλης διαψεύδεται καθημερινά από μια παγκόσμια γειτονιά που βυθίζεται στις εθνοτικές(ενίσχυση των αγορών εις βάρος του κράτους), θρησκευτικές (άνοδος φονταμενταλισμού), αλλά και κοινωνικές (φτώχεια), αναταραχές.
        Η σκληρή καθημερινότητα δε σημαίνει το τέλος των ιδεολογιών. Η ιδεολογία κάθε άλλο παρά ουτοπική μπορεί να θεωρηθεί. Μπορεί οι συγκρούσεις (τουλάχιστον στο δυτικό κόσμο) να είναι πρωτίστως οικονομικές και να αφορούν το θιγόμενο ευ ζην των πολιτών, όμως είναι ταυτόχρονα και ιδεολογικές. Οι ιδεολογίες δεν πεθαίνουν, είναι βαθιά ριζωμένες μέσα μας, πάντα παρούσες, έτοιμες να μας δώσουν, ως χάρτες πορείας, τη βάση για πολιτική δράση, να ενεργοποιήσουν το μυαλό μας, ώστε να αντιληφθούμε τον κόσμο που ζούμε και τις αναγκαιότητές του, να τις επαναπροσδιορίσουμε ανάλογα, και να κάνουμε τον κόσμο μας καλύτερο, για μας και τους γύρω μας.


9.       Το κράτος στον φιλελευθερισμό, στον νεοφιλελευθερισμό  και στον αναρχισμό


          Ο φιλελευθερισμός, ως πολιτική φιλοσοφία- κοσμοθεωρία θεμελιωμένη στις ιδέες της ελευθερίας και της ισότητας έχει ως βασική θέση του πως η οργάνωση των κοινωνιών σε κράτη πρέπει να στηρίζεται στην ελευθερία και την ισότητα όλων των πολιτών. Η ελευθερία είναι για τους φιλελεύθερους φυσικό δικαίωμα και η μόνη κατάσταση που εξασφαλίζει τη δυνατότητα ανάπτυξης των ικανοτήτων του ατόμου και κατ’ επέκταση της κοινωνίας. Για το φιλελευθερισμό προϋπόθεση για μια ισορροπημένη κοινωνία είναι η διασφάλιση της ατομικής ελευθερίας από το σφετερισμό και την καταπάτηση, ώστε η απόλυτη ελευθερία κάποιων να μην αποβεί σε κακοποίηση άλλων. Η προστασία αυτή της ελευθερίας παρέχεται  μέσα από ένα κυρίαρχο κράτος δικαίου, το οποίο δρα υπό την εξουσία των νόμων, σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα και προωθεί τη διεύρυνση των ατομικών ελευθεριών σε όλους τους τομείς, περιορίζοντας εαυτόν στο να θεσπίζει κανόνες και να εποπτεύει την ομαλή εφαρμογή τους . Άρα η ελευθερία υπάρχει μόνο κάτω από την εξουσία του νόμου. Ο Λοκ θεωρεί πως όπου δεν υπάρχει νόμος, δεν υπάρχει και ελευθερία. Ο Χομπς υποστήριξε πως τα άτομα παραχωρούν μέρος της ελευθερίας τους στο κράτος ώστε αυτό με ένα δικαιϊκό σύστημα να προστατεύει τους πολίτες του. Έτσι το κράτος εξυπηρετεί τις ανάγκες και τα συμφέροντα των πολιτών του με την εξουσία που του δίνουν οι ίδιοι με βάση το «κοινωνικό συμβόλαιο», το οποίο δημιουργείται από τα άτομα για να εξυπηρετεί τα άτομα και εφόσον πάψει να τα εξυπηρετεί, τότε αυτά έχουν δικαίωμα εξέγερσης. Επομένως το κράτος μετατρέπεται σε έναν ουδέτερο διαιτητή της κοινωνίας που δεν εκφράζει τα συμφέροντα των ολίγων, αλλά όλων των πολιτών και επιλύει αμερόληπτα τις τυχόν διαφορές μεταξύ τους.
       Οι φιλελεύθεροι διακρίνουν με επιτακτικό τρόπο τη δημόσια από την ιδιωτική σφαίρα και θεωρούν απαραίτητη προϋπόθεση για την ελεύθερη έκφραση, την απόλαυση των επιθυμιών και την επιλογή των σχεδίων της ζωής του κάθε ατόμου, την αποφυγή κάθε κρατικής παρέμβασης στην ιδιωτική σφαίρα. Θεωρούν, όμως,  πως η κρατική παρέμβαση είναι επιβεβλημένη, και μάλιστα όχι ασυμβίβαστη προς την ατομική ελευθερία, όταν αυτή δρα υπέρ των δυσπραγούντων πολιτών, καθώς έτσι θα μπορούν να την απολαμβάνουν (την ελευθερία) εμπράκτως  όλα τα μέλη της κοινωνίας. Σε αυτό το πλαίσιο υιοθετήθηκε πως οι διάφορες κοινωνικές ανισότητες πρέπει να αντιμετωπίζονται με τη νομοθεσία και  αναδιανεμητικές και άλλες πολιτικές, ώστε να υπάρχει κοινωνική ευημερία και ευταξία.
        Οι φιλελεύθεροι, αν και είναι πεπεισμένοι για την ανάγκη της διακυβέρνησης, ωστόσο είναι επιφυλακτικοί με την εξουσία καθώς πιστεύουν πως οι διακυβερνήσεις απειλούν την ατομική ελευθερία. Υποστηρίζουν πως η εξουσία πρέπει να χαλιναγωγείται και να περιορίζεται με μια συνταγματική, αντιπροσωπευτική διακυβέρνηση. Το σύνταγμα, ως υπέρτατος νόμος, καθορίζει, περιορίζει και ελέγχει τις εξουσίες της ίδιας της διακυβέρνησης. Αυτό επιτυγχάνεται με την διάκριση των εξουσιών σε επιμέρους εξουσίες (νομοθετική, δικαστική, εκτελεστική).
       Η αντιπροσωπευτική δημοκρατία αποτελεί το πλέον φιλελεύθερο πολιτικό σύστημα διακυβέρνησης, καθώς συνδυάζει τον πολιτικό πλουραλισμό, το σαφή διαχωρισμό κράτους και πολιτών και την πολιτική ισότητα (ένας άνθρωπος-μία ψήφος-μία αξία).
       Το «ελάχιστο κράτος» ή το «κράτος τίγρη» αποτελεί το ιδεώδες κράτος των νεοφιλελεύθερων. Το κράτος για τους νεοφιλελεύθερους δεν είναι παρά ένα προστατευτικό σώμα, με κύρια λειτουργία του την παροχή ενός πλαισίου ειρήνης και κοινωνικής τάξης, εντός του οποίου οι πολίτες μπορούν να ζουν τη ζωή τους όπως οι ίδιοι νομίζουν καλύτερα. Το φιλελεύθερο κράτος λειτουργεί σαν νυχτοφύλακας, ο οποίος καλείται να δράσει μόνο όταν απειλείται η τάξη. 
Στο «ελάχιστο» κράτος ή «κράτος-νυχτοφύλακα» αρμόζουν, κατά τους νεοφιλελευθερους,  μόνο τρεις κύριες λειτουργίες:
Πρώτον και κύριο, το κράτος υπάρχει για να διατηρεί την τάξη στο εσωτερικό.
Δεύτερον, διασφαλίζει ότι τηρούνται τα συμβόλαια και οι οικειοθελείς συμφωνίες μεταξύ ιδιωτών και,
Τρίτον, παρέχει προστασία από εξωτερικές επιθέσεις.
Ο θεσμικός μηχανισμός ενός ελάχιστου κράτους περιορίζεται επομένως σε ένα αστυνομικό σώμα, ένα δικαστικό σύστημα και κάποιου είδους στρατό. Οι οικονομικές, κοινωνικές, πολιτιστικές, ηθικές και άλλες αρμοδιότητες ανήκουν στο άτομο και αποτελούν έτσι αναπόσπαστο τμήμα της κοινωνίας των πολιτών.
       Για τους νεοφιλελεύθερους το κράτος θα πρέπει να ενισχύει το δικαίωμα της ιδιωτικής ιδιοκτησίας καθώς και τους θεσμούς που εξασφαλίζουν την απρόσκοπτη λειτουργία των αγορών και του εμπορίου. Η κρατική παρέμβαση στο εμπόριο και στην ελεύθερη αγορά θεωρείται τροχοπέδη που μειώνει τον ανταγωνισμό, την αποδοτικότητα και την παραγωγικότητα.
       Ο νεοφιλελευθερισμός «μισεί» το κράτος πρόνοιας. Θεωρεί πως η υγειονομική/νοσοκομειακή περίθαλψη , η εκπαίδευση, η κοινωνική ασφάλιση, η κοινωνική μέριμνα των αδύναμων κ.λ.π.  δεν αφορούν το κράτος, αλλά τους ίδιους τους πολίτες, οι οποίοι πρέπει να φροντίζουν και να μεριμνούν για την ευημερία τους και την εξασφάλισή τους.
       Ο Νεοφιλελευθερισμός είναι βαθύτατα καχύποπτος με τους δημοκρατικούς θεσμούς. Η διακυβέρνηση με βάση την αρχή της πλειοψηφίας είναι μια εν δυνάμει απειλή για τα ατομικά δικαιώματα και τις συνταγματικές ελευθερίες. Γι αυτό ευνοεί μια διακυβέρνηση, από τεχνοκράτες και ελίτ. Η διακυβέρνηση αυτή θα λειτουργεί με εκτελεστικές διαταγές και δικαστικές αποφάσεις των ισχυρότατων οικονομικών θεσμών, του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, της Παγκόσμιας Τράπεζας και της Δια-Αμερικανικής Τράπεζας Ανάπτυξης και όχι με τις δημοκρατικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων.
       Ο Αναρχισμός, (αρχή=εξουσία+στερητικό «α»), αποτελεί ένα πολιτικό ιδεολογικό κίνημα που εκφράζει την κατάργηση της εξουσίας του κράτους. Για τον αναρχισμό το κράτος αποτελεί  βασικό καταπιεστικό παράγοντα περιορισμού της ελευθερίας του ατόμου και της κοινωνίας. Το καθοριστικό χαρακτηριστικό του είναι η αντίθεσή του στο κράτος και τους θεσμούς διακυβέρνησης. Υποστηρίζει μια κοινωνία χωρίς κράτος όπου τα άτομα θα διαχειρίζονται τις σχέσεις τους ελεύθερα, μέσα από μια εκούσια συμφωνία, χωρίς καταπίεση ή καταναγκασμό. Άρα η βασική αρχή του αναρχισμού είναι «άρνηση της αρχής της εξουσίας». Θεωρεί πως η εξουσία είναι προσβολή απέναντι στις αξίες της ελευθερίας και της ισότητας και καταστρέφει εξουσιαστές και εξουσιαζομένους, καθώς στηρίζεται στο σχήμα κυριαρχίας-υποταγής και εγείρει τα αντίστοιχα συναισθήματα δύναμης-φόβου.
       Ο αναρχισμός τονίζει πως η εξουσία του κράτους είναι απόλυτη και απεριόριστη, καθώς με τους νόμους του περιορίζει τη δημόσια συμπεριφορά των πολιτών, περιστέλλει την πολιτική τους δραστηριότητα, ρυθμίζει την οικονομική ιδιωτική ζωή και εμπλέκεται στην ατομική ηθική και σκέψη τους. Επίσης είναι καταναγκαστική (η εξουσία), αφού δεν προκύπτει μέσα από κάποιο «κοινωνικό συμβόλαιο», καθιστώντας έτσι το κράτος ένα καταναγκαστικό σώμα στο οποίο οι πολίτες, μέσω των νόμων, πρέπει να υπακούουν, διαφορετικά τιμωρούνται. Τον αντικρατισμό του ο αναρχισμός τον τεκμηριώνει, υπογραμμίζοντας πως το κράτος μπορεί να στερήσει από τα άτομα (ως εκμεταλλευτής μέσω φορολογίας) την περιουσία τους, την ελευθερία τους και μέσω θανατικής ποινής τη ζωή τους. Οι αναρχικοί υποστηρίζουν πως το κράτος δρα σε συμμαχία με τους πλούσιους και τους προνομιούχους, καταπιέζοντας υπέρ τους, τους φτωχούς και αδύναμους. Τελικά το κράτος είναι καταστροφικό και η τρανότερη απόδειξη αυτής της καταστροφικής φύσης του είναι οι πόλεμοι και ο ιμπεριαλισμός.
       Οι αναρχικοί έχουν μια αισιόδοξη άποψη για την ανθρώπινη φύση. Πιστεύουν πως τα άτομα μπορεί να είναι είτε «καλά» είτε «κακά», ανάλογα με τις πολιτικές και τις κοινωνικές περιστάσεις στις οποίες ζουν. Υπογραμμίζουν πως η εξουσία διαφθείρει τα άτομα απόλυτα και επομένως το κράτος, ως κάτοχος αυτής της εξουσίας, δεν έχει νόημα ύπαρξης. Η οργάνωση της κοινωνίας πρέπει να γίνεται από κάτω προς τα πάνω μέσω των ελεύθερων συνεταιρισμών και όχι από πάνω προς τα κάτω μέσω της εξουσίας της όποιας κοινωνικής τάξης.
       ***   (Το κράτος στον κοινωνικό φιλελευθερισμό είναι εξ ορισμού παρεμβατικό. Οι πολίτες μέσα από το «κοινωνικό συμβόλαιο» το εξουσιοδοτούν να προωθήσει πολιτικές υπέρ του κοινωνικού συνόλου. Οφείλει να καταπολεμά τις ανισότητες με αναδιανομή των πόρων, ώστε να εξασφαλίζονται οι ίσες ευκαιρίες και για τους μειονεκτούντες. Αντίθετα ο νεοφιλελευθερισμός επιδιώκει το ελάχιστο μη παρεμβατικό κράτος. Το κράτος πρέπει να περιορίζεται μόνο στις λειτουργίες προστασίας στο εσωτερικό (βία, κλοπές, τήρηση των συμβολαίων, κ.ο.κ.) (Kymlicka 2010: 200) και την προστασία των συνόρων. Να μην υπάρχουν κοινωνικές παροχές, δημόσια παιδεία, συγκοινωνίες, πάρκα, κλπ. )



     10.   Ποια είναι τα χαρακτηριστικά της σοσιαλδημοκρατίας ή τρίτου δρόμου

         Ο νέο-αναθεωρητισμός «Τρίτος Δρόμος» ως πολιτικό ρεύμα αποτελεί ένα κράμα στοιχείων από την σοσιαλδημοκρατία, τον οικονομικό και κοινωνικό φιλελευθερισμό, τον κοινοτισμό και τον κοινωνικό συντηρητισμό. Κατά συνέπεια δεν είναι μια συμπαγής ιδεολογία, αλλά ένας συνδυασμός ανταγωνιστικών ιδεολογικών παραδόσεων. Μάλιστα κάποιες φορές μοιάζει με τον μεταμοντερνισμό, καθώς θεωρεί τα ιδεολογικά συστήματα ως άκαμπτα και παρωχημένα. Έτσι προσπαθεί να αναπτύξει έναν αποκαλούμενο «Τρίτο Δρόμο» ως εναλλακτική επιλογή απέναντι στον καπιταλισμό και τον σοσιαλισμό. Θεωρεί τον σοσιαλισμό νεκρό και τις θέσεις της νεοφιλελεύθερης παλαιάς δεξιάς αντιφατικές και ανεπαρκείς και προχωρεί στη διαμόρφωση ενός νέου σοσιαλδημοκρατικού κινήματος με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά.
       Α). Αναγνωρίζει τη δύναμη της παγκοσμιοποίησης και αντιλαμβάνεται πως ο καπιταλισμός έχει μεταλλαχθεί σε μια «κοινωνία της πληροφορίας» ή «οικονομία της γνώσης», που δίνει έμφαση στην τεχνολογία της πληροφορίας, στις ατομικές ικανότητες και στην ευελιξία της εργασίας των επιχειρήσεων. Γι αυτό ο Τρίτος Δρόμος προσπαθεί να στηριχθεί πάνω στη νεοφιλελεύθερη επανάσταση των δεκαετιών 1980, 1990, και δεν προσπαθεί να την ανατρέψει.
       Β). Το δεύτερο χαρακτηριστικό του Τρίτου Δρόμου είναι πως δίνει έμφαση στην κοινότητα και στην ηθική ευθύνη και προσπαθεί να συνδυάσει  τις κοινοτιστικές ιδέες του σοσιαλισμού, πως το πρόσωπο διαμορφώνεται μέσα από την κοινότητα ,με τις φιλελεύθερες ιδέες, πως όλα τα δικαιώματα πρέπει να ισοσταθμίζονται με υποχρεώσεις, δημιουργώντας μια μορφή κοινοτιστικού φιλελευθερισμού.
       Γ). Οι πολιτικοί  του Τρίτου Δρόμου ασπάζονται κατά βάση έναν συνδυασμό χαρακτηριστικών όπως: επιχειρηματικότητα, δικαιοσύνη, προσωπική ευκαιρία, ασφάλεια, αυτοδυναμία, και αλληλεξάρτηση, δείχνοντας πως ο Τρίτος Δρόμος προχωρά πέρα από τη δεξιά και την αριστερά.
       Δ). Η παραδοσιακή σοσιαλιστική προσήλωση  στην ισότητα έχει αντικατασταθεί από έντονη ανησυχία για την κοινωνική ένταξη. Αυτό αποδεικνύεται από την έμφαση που δίνει ο τρίτος δρόμος σε φιλελεύθερες ιδέες όπως η ευκαιρία και η αξιοκρατία.
       Ο τρίτος δρόμος δεν επαγγέλλεται την κατάργηση του κράτους πρόνοιας, αλλά θεωρεί πως η κοινωνική πρόνοια πρέπει να επικεντρώνεται στους «κοινωνικά αποκλεισμένους» και να στοχεύει στη διεύρυνση της πρόσβασης στην εργασία. Στην παλιά διαμάχη για «περισσότερο» ή «λιγότερο» κράτος ο τρίτος δρόμος απαντά: περισσότερη δημοκρατία σε όλα τα επίπεδα. Ανάμεσα στη θρησκεία της αγοράς και τη μεικτή οικονομία, ο τρίτος δρόμος ασπάζεται την ιδέα ενός ανταγωνιστικού κράτους, ενός κράτους της αγοράς, που θα στοχεύει στην εθνική ευημερία. Γι αυτό τάσσεται εναντίον των αλόγιστων κρατικών δαπανών, ενώ, αντίθετα, υποστηρίζει κοινωνικές επενδύσεις, όπως η εκπαίδευση, καθώς βελτιώνουν την υποδομή της οικονομίας και ενισχύουν τις γνώσεις και τις ικανότητες του εργατικού δυναμικού, με αποτέλεσμα την προώθηση της παραγωγής και τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας.  Αναδύεται έτσι ένα νέο σοσιαλδημοκρατικό πρόγραμμα, πολυσυλλεκτικό και ρωμαλέο, που αγκαλιάζει ολόκληρη την κοινωνία και δίνει νέα πνοή στον πολιτικό ιδεαλισμό.


11.   Ποια είναι τα χαρακτηριστικά της συντηρητικής νέας Δεξιάς

{{{Συντηρητική νέα δεξιά (κοινωνικός αυταρχισμός & κοινωνική πειθάρχηση, εξουσία, θέματα δημόσιας ηθικής).}}}
       Η συντηρητική νέα δεξιά, γνωστή και ως νεοσυντηρητισμός, χαρακτηρίζεται από τον φόβο της κοινωνικής κατάρρευσης  από την «επικίνδυνη» εξάπλωση των προοδευτικών αξιών. Η εξουσία θεωρείται ως η λύση στον κίνδυνο αυτό της κοινωνικής κατάρρευσης και της έλλειψης ευταξίας, επειδή λειτουργεί ως συγκολλητική ουσία, δένοντας τους ανθρώπους μεταξύ τους και δίνοντάς τους μια αίσθηση του «ποιοι είναι» και ποιες προσδοκίες υπάρχουν γι’ αυτούς. Η έμφαση αυτή της νέας δεξιάς στην εξουσία καταδεικνύει ξεκάθαρα πως  νεοσυντηρητισμός βρίσκει τις ρίζες του στον παραδοσιακό ή οργανικό συντηρητισμό και αποβλέπει, επομένως, στην ενδυνάμωση της κοινότητας, αποκαθιστώντας την εξουσία και επιβάλλοντας την κοινωνική πειθάρχηση.
Τα τρία βασικά ενδιαφέροντα της συντηρητικής νέας δεξιάς είναι α) ο νόμος και η τάξη, β) η δημόσια ηθική και γ) η εθνική ταυτότητα. Οι νεοσυντηρητικοί υποστηρίζουν πως η αύξηση της παραβατικότητας είναι συνέπεια της εξασθένησης της εξουσίας η οποία έχει επέλθει στις περισσότερες δυτικές κοινωνίες τις τελευταίες δεκαετίες. Οι άνθρωποι όμως έχουν ανάγκη να ξέρουν που στέκονται και αυτή η ασφάλεια έρχεται μόνο από την εξουσία. Στην οικογένεια η εξουσία ασκείται από τον πατέρα, στο σχολείο  από το δάσκαλό, στην κοινωνία από τον νόμο. Η προσήλωση στην ανεκτικότητα και στην ατομικότητα, να μπορεί δηλαδή να πράττει το άτομο ό,τι θέλει, έχει υπονομεύσει τους κοινωνικούς θεσμούς και την ίδια την εξουσία. Γι’ αυτό οι νεοσυντηρητικοί υποστηρίζουν τον κοινωνικό αυταρχισμό και την πατριαρχία.
       Ο κοινωνικός αυταρχισμός συνδυάζεται με τον κρατικό αυταρχισμό, που αντανακλάται στη σκληρή στάση για νόμο και τάξη. Οι ρίζες της αταξίας βρίσκονται στην ανθρώπινη ψυχή (πάλι εδώ η χομπσιανή οπτική περί κακής φύσης του ανθρώπου) και όχι στην κοινωνική αδικία. Το έγκλημα και η παραβατικότητα πρέπει να αντιμετωπιστούν με τον φόβο των αυστηρών τιμωριών. Θεωρώντας τη φυλάκιση ως αποτελεσματική, η αντίληψη αυτή οδήγησε, ειδικά τις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο σε ποινές σκληρές και την επαναφορά  της θανατικής ποινής.
       Η συντηρητική νέα δεξιά ασχολήθηκε και με θέματα δημόσιας ηθικής, ζητώντας την επαναφορά των παραδοσιακών αρχών και οικογενειακών αξιών. Υπάρχει έντονο το θρησκευτικό στοιχείο και μάλιστα στις ΗΠΑ δημιουργήθηκε θρησκευτικό χριστιανικό κίνημα το οποίο αφιερώθηκε στην εκστρατεία κατά της νομιμοποίησης των αμβλώσεων ενώ παράλληλα εξοβελίστηκαν ως κατακριτέες η ομοφυλοφιλία, η πορνογραφία, οι προγαμιαίες σχέσεις και η διδασκαλία της Δαρβίνειας εξελικτικής θεωρίας. Η ανεκτικότητα και ο ηθικός πλουραλισμός, που στη νεοφιλελεύθερη θεωρία θεωρείται μια υγιής κατάσταση καθώς προάγει το διάλογο και τον ορθολογισμό, στο νεοσυντηρητισμό  δεν έχουν καμία θέση, καθώς θεωρούνται πως υπονομεύουν τη συνοχή της κοινωνίας. Τέλος, η συντηρητική νέα δεξιά διακρίνεται για την επιθυμία ενίσχυσης της εθνικής ταυτότητας, καθώς θεωρεί πως αυτή κρατά την κοινωνία ενωμένη ενάντια σε εξωτερικές και εσωτερικές απειλές.  Η πολιτισμική διαφορετικότητα θεωρείται η πλέον σημαντική εσωτερική απειλή γιατί, σύμφωνα με τους νεοσυντηρητικούς, αποδυναμώνει τους εθνικούς δεσμούς και προσφέρει έδαφος για εθνοτική και φυλετική σύγκρουση.

12.   Σχέση νεοσυντηρητισμού και νέοφιλελευθερισμού


          Ο νεοφιλελευθερισμός (που μερικές φορές αποκαλείται και νεοκλασικός φιλελευθερισμός) αποτελεί τη νέα εκδοχή του κλασικού φιλελευθερισμού, και ειδικότερα της κλασικής πολιτικής οικονομίας. Η κεντρική του ιδέα συνίσταται στο ότι η οικονομία λειτουργεί πιο αποδοτικά χωρίς κυβερνητικές παρεμβάσεις και αποτυπώνει την πίστη στη ελεύθερη αγορά και την ατομική πρωτοβουλία. Ενώ ο αρρύθμιστος καπιταλισμός της αγοράς είναι αποτελεσματικός και οδηγεί σε οικονομική μεγέθυνση και διευρυμένη ευημερία, το «νεκρό χέρι» του κράτους υπονομεύει την ατομική πρωτοβουλία και αποθαρρύνει την επιχειρηματικότητα.
       Με λίγα λόγια, η νεοφιλελεύθερη φιλοσοφία αποδέχεται την αγορά ως καλή και απορρίπτει το κράτος ως κακό. Οι κεντρικές νεοφιλελεύθερες πολιτικές αφορούν τις ιδιωτικοποιήσεις, τη μείωση των δημόσιων δαπανών, την απορρύθμιση, τη μείωση της φορολογίας (κυρίως στις επιχειρήσεις και αναφορικά με τους άμεσους φόρους) και τη συρρίκνωση του κράτους πρόνοιας. 
       Στις Η.Π.Α. αντί του όρου νεοφιλελευθερισμός προτιμάται ο όρος νεοσυντηρητισμός. Ο νεοσυντηρητισμός αναπτύχθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής από την δεκαετία του 1970 και μετά, ως ένα σύνολο ιδεών που αμφισβητούσε τον Κεϋνσιανισμό. Σε εννοιολογικό επίπεδο ο νεοσυντηρητισμός επιδιώκει να αποδείξει πως τα βασικά προβλήματα που πρέπει να αντιμετωπισθούν είναι αυτά της έννομης τάξης, της δημόσιας ηθικής, της εθνικής ταυτότητας και της θρησκείας, ενώ σε οικονομικό επίπεδο εφάρμοσε τον ακραίο νεοφιλελευθερισμό, γνωστό ως λιμπερτιανισμό.
       Επομένως ο νεοσυντηρητισμός και ο νεοφιλελευθερισμός είναι ιδεολογίες ταυτόσημες, είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Στηρίζουν τη δημιουργική ανάπτυξη των μεμονωμένων ατόμων, «καταλύοντας» την έννοια της κοινωνίας. Η Κευνσιανή οικονομική θεώρηση και πρακτική αμφισβητείται και υιοθετείται η απόλυτη στήριξη στον ανεξέλεγκτο καπιταλισμό και στον ελεύθερο ανταγωνισμό της αγοράς, χωρίς περιορισμούς και κρατικές παρεμβάσεις.



13.  Φιλελευθερισμός, άτομο και ορθός λόγος


           Η πίστη στην πρωτοκαθεδρία του ατόμου αποτελεί το βασικό συστατικό της φιλελεύθερης ιδεολογίας. Κάθε άνθρωπος είναι μοναδικός, με ξεχωριστά προσόντα, δική του αυτόνομη και ίση αξία έναντι των άλλων και φυσικά δικαιώματα στη ζωή, στην ελευθερία και στην ατομική ιδιοκτησία.
       Η πίστη στην πρωτοκαθεδρία του ατόμου οδήγησε στον ατομικισμό. Η κοινωνία δεν υπάρχει αφ’ εαυτής, αλλά αποτελείται από ένα σύνολο ατόμων που το καθένα ξεχωριστά είναι ιδιοκτήτης του εαυτού του και σύμφωνα με τις ικανότητές του ικανοποιεί τις δικές του ανάγκες χωρίς να χρωστά τίποτε στην κοινωνία. Στην πορεία οι φιλελεύθεροι στοχαστές έδωσαν στον ατομικισμό αναπτυξιακή χροιά και αποδέχθηκαν την κοινωνική ευθύνη προς όσους δεν μπορούν να αυτοσυντηρηθούν.
       Υπέρτατη ατομικιστική και πολιτική αξία για το φιλελευθερισμό είναι η ατομική ελευθερία. Η ελευθερία αποτελεί το φυσικό δικαίωμα κάθε ανθρώπου καθώς του δίνει το δικαίωμα επιλογής και του εξασφαλίζει τη δυνατότητα ανάπτυξης των ικανοτήτων του, οδηγώντας τον στην ολοκλήρωση της προσωπικότητάς του.
       Η ελευθερία συνδέεται άμεσα με την πίστη στον «Ορθό Λόγο» και την αποδέσμευση από προκαταλήψεις, δεισιδαιμονίες και παντός είδους αυθεντίες. Παράλληλα ο ορθολογισμός ενισχύει την πίστη στην ελευθερία και οδηγεί τα άτομα στη χειραφέτηση. Αφού οι άνθρωποι είναι λογικώς σκεπτόμενα όντα, μπορούν οι ίδιοι να κρίνουν τι είναι ωφέλιμο και χρήσιμο για τον εαυτό τους, να κάνουν, έξω από πατερναλιστικά δεσμά, τις επιλογές τους και να επωμιστούν τελικά την ευθύνη  των αποφάσεων και πράξεών τους.
       Με τον ορθολογισμό ενισχύεται η ατομική, αλλά και κοινωνική, πρόοδος, καθώς τα άτομα ορίζουν πλέον την τύχη τους και την εξέλιξή τους και, μέσα από το αγαθό της εκπαίδευσης και την επέκταση της γνώσης , απελευθερώνονται και οδηγούνται στην αυτοανάπτυξη.




14. Σοσιαλισμός: σχέση ισότητας και ανάγκης


       Η προσήλωση στην ισότητα είναι το βασικό χαρακτηριστικό της σοσιαλιστικής ιδεολογίας και η πολιτική αξία που διακρίνει σαφώς το σοσιαλισμό από το φιλελευθερισμό και το συντηρητισμό.
       Ο Σοσιαλισμός, χωρίς να ασπάζεται την εξισωτική άποψη πως όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται ίδιοι και έχουν τις ίδιες δυνατότητες και ικανότητες, υποστηρίζει πως οι περισσότερες μορφές ανισότητας είναι αποτέλεσμα άνισης μεταχείρισης από την κοινωνία και όχι συνέπεια κάποιας άνισης κατανομής χαρισμάτων από τη φύση. Γι’ αυτό θεωρεί πως η τυπική ισότητα είναι ανεπαρκής, καθώς παραβλέπει τις δομικές ανισότητες του καπιταλισμού, ενώ η ισότητα των ευκαιριών (που προβλέπει η τυπική ισότητα) νομιμοποιεί την ανισότητα και οδηγεί στην αστάθεια και τη σύγκρουση. Ο σοσιαλισμός επιδιώκει μια Δίκαιη Κοινωνία μέσω της κοινωνικής ισότητας. Με την κοινωνική ισότητα εξασφαλίζονται ίδιες συνθήκες διαβίωσης (εισόδημα, περιβάλλον, υπηρεσίες κ.α.) για όλους και ικανοποιούνται όλες οι βασικές ανάγκες, οδηγώντας τον άνθρωπο στην ολοκλήρωση και στην ελευθερία. Η κοινωνική ισότητα  συντηρεί τη δικαιοσύνη και την αμεροληψία, και προάγει τη συνεργασία, καθώς οι άνθρωποι ταυτίζονται μεταξύ τους και συνεργάζονται για το κοινό καλό, ενώ τα ίσα εισοδήματα ενισχύουν την κοινωνική αλληλεγγύη.
        Κατά συνέπεια, ο σοσιαλισμός είναι, καταρχήν, ένα κίνημα κοινωνικής ισότητας. Οι περισσότερες από τις υπόλοιπες έννοιες που συναντά κανείς στο σοσιαλισμό, όπως η κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής ή η δικτατορία της εργατικής τάξης, είναι στην ουσία μέθοδοι, δημοκρατικές ή μη, πραγματοποίησης αυτού του κεντρικού στόχου.  Η προσήλωση στην κοινωνική ισότητα είναι και η βασική διαφορά με τα άλλα πολιτικά ρεύματα (σύγχρονη σοσιαλδημοκρατία, κοινωνικός φιλελευθερισμός), των οποίων το ιδεολογικό πλαίσιο στηρίζεται στην απλή νομική ισότητα και στην χρησιμοποίηση του κοινωνικού κράτους για να αμβλύνονται οι ανισότητες ή, όπως θα σημείωνε και κάποιος πιο καχύποπτος, για να εξασφαλίζεται η αναγκαία πειθαρχία των κατώτερων λαϊκών στρωμάτων. Αντίθετα ο σοσιαλισμός δεν στοχεύει στην προστασία των αδύναμων, αλλά να αγωνίζεται ώστε αυτοί να μην υπάρχουν.
      Βασικό συστατικό της κοινωνικής ισότητας είναι η οικονομική ισότητα. Οι απόψεις, όμως, των σοσιαλιστών διαφέρουν για το πώς  αυτή θα πρέπει να συμβεί. Αν δηλαδή θα πρέπει να ισχύει το ίδιο εισόδημα για όλους ανεξάρτητα με το πόσο εργαζόμαστε ή το πόσο προσφέρουμε, ή αν θα πρέπει  η αμοιβή να είναι ανάλογη  της αξίας του προϊόντος που παράγουμε μέσω της εργασίας μας ή αν θα είναι ανάλογη των αναγκών του καθενός. Στην τελευταία περίπτωση θα πρέπει αμερόληπτα το κράτος με τις υπηρεσίες του να κάνουν την αξιολόγηση των αναγκών των πολιτών, λαμβάνοντας υπόψη ένα πλήθος ιδιαιτεροτήτων και ειδικών αναγκών που αντιμετωπίζουν κάποιοι (αρκετοί) πολίτες ή κοινωνικές ομάδες.

       {{ Γεγονός είναι πως η αγορά, όπως είναι διαμορφωμένη σήμερα, διακατέχεται από παντός είδους προνόμια. Προνόμιο είναι ό,τι παράγει πλούτο χωρίς να σχετίζεται με παραγωγική διαδικασία (π.χ. εκμετάλλευση ακίνητης περιουσίας ή κεφαλαίων), η εξασφάλιση μονοπωλίων κάθε είδους (αποκλειστικότητα στην παροχή προϊόντων και υπηρεσιών) και γενικά οποιαδήποτε στρέβλωση που λειτουργεί προς όφελος ορισμένης ομάδας συμφερόντων. Η εφαρμογή της οικονομικής ισότητας θα πρέπει να επιβάλλει την άρση τέτοιων προνομίων και να επιφέρει μια σειρά ριζικών μεταρρυθμίσεων στη λειτουργία της αγοράς, κάνοντάς την λιγότερο επιρρεπή σε αστάθειες και κρίσεις.}}


15. Φιλελευθερισμός και σοσιαλιστικός διεθνισμός

        Ο διεθνισμός χαρακτηρίζεται από τη ριζοσπαστική πίστη πως ο πολιτικός εθνικισμός θα έπρεπε να έχει ξεπεραστεί, καθώς οι δεσμοί που ενώνουν όλους τους λαούς του κόσμου είναι ισχυρότεροι από αυτούς που τους χωρίζουν.
       Στο φιλελεύθερο διεθνισμό προτείνεται (είναι δηλ. πρόταγμα) η εθνική αλληλεξάρτηση, η αμοιβαία κατανόηση και η συνεργασία μεταξύ των λαών. Διαφαίνεται η βαθιά προσήλωση στον κοσμοπολιτισμό που ενώνει όλους τους λαούς. Αυτό μπορεί να γίνει εφικτό με τη δημιουργία υπερεθνικών οργανισμών ικανών να φέρουν την ευταξία στη διεθνή σκηνή και επομένως συνεπάγεται με διάθεση για υπερεθνικές λύσεις. Ο φιλελεύθερος διεθνισμός πηγάζει από την προσήλωση στο άτομο και την ίση ηθική αξία όλων των ανθρώπων του πλανήτη. Έτσι τα έθνη συμμορφώνονται με μια ανώτερη ηθική, η οποία πηγάζει από το δόγμα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ωστόσο όμως ο φιλελεύθερος διεθνισμός αδυνατεί να λάβει υπόψη του τις εθνικές παραδόσεις και τους ξεχωριστούς πολιτισμούς και γι αυτό επικρίνεται για μια συγκαλυμμένη μορφή δυτικού ιμπεριαλισμού.
       Ο σοσιαλιστικός διεθνισμός είναι μια από τις βασικές αρχές του Μαρξισμού-Λενινισμού. Η ιδέα του σοσιαλιστικού διεθνισμού διατυπώθηκε για πρώτη φορά από τον Μαρξ και τον Ένγκελς στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο με προμετωπίδα το σύνθημα «Προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε». Οι ιδρυτές του επιστημονικού σοσιαλισμού, μελετώντας την εξέλιξη της ανθρώπινης κοινωνίας και τον κόσμο που μας περιβάλλει, τόνισαν πως «σε όλες τις χώρες οι προλετάριοι έχουν τα ίδια συμφέροντα και τον ίδιο εχθρό, έχουν να διεξάγουν τον ίδιο αγώνα». Αυτός ο εχθρός είναι η εκμετάλλευση του ανθρώπου από άνθρωπο, η συσσώρευση κεφαλαίου στα χέρια των λίγων, ως αποτέλεσμα της δουλειάς των πολλών, δηλαδή της εργατικής τάξης, που δεν έχουν στα χέρια τους τα μέσα παραγωγής, παρά μόνο την εργατική τους δύναμη, χειρωνακτική ή πνευματική. 
       Ο Λένιν ανέπτυξε περαιτέρω το διεθνισμό και κατέληξε στο συμπέρασμα πως αποτελεί βασικό στοιχείο της πάλης ενάντια στον ιμπεριαλισμό, ο οποίος διαχρονικά εμφανίζεται με διάφορες μορφές, είτε με την αποικιοκρατία, είτε με το φασισμό, είτε με πραξικοπήματα και επεμβάσεις (στρατιωτικές ή πολιτικές) και στις μέρες μας με τη «νέα τάξη πραγμάτων» του νεοφιλελευθερισμού, των πολυεθνικών και των μονοπωλίων.
       Στο σοσιαλιστικό διεθνισμό η ταξική αλληλεγγύη υπερισχύει της εθνικής ταυτότητας, καθώς ο σοσιαλισμός είναι από τη φύση του υπερεθνικός και προσπαθεί να εγκαθιδρύσει την αρμονία και τη συνεργασία των λαών όλου του κόσμου. Αποτυγχάνει, όμως, όπως και ο φιλελεύθερος διεθνισμός, να αναγνωρίσει τη δύναμη του εθνικισμού.


16. Σύγκριση ανάμεσα στον συντηρητισμό και τον φασισμό

Ø  Ο Σ δεν ισούται Φ, ενώ ο Φ ισούται Σ
Ø  Ο Σ δεν είναι ιδιαίτερα ανεκτικός και όσον αφορά στην οικονομία μπορεί να βάλει και περιορισμούς
Ø  Ο Φ συντηριτικός ως προς τις αξίες αυτοκλαθορισμού της κοινωνίας
Ø  Ο Φ έχει προκύψει μετά από φαινόμενα βαθείας οικονομικής κρίσης 9 κραχ 1929
Ø  Ο Φ έχει με το μέρος του το κεφάλαιο
Ø  Grossraumwirtschaft (Γερμανία) το κεφάλαιο ασφυκτιούσε στα στενά γεωγραφικά όρια της Γερμανίας








17. Ιδεολογία και αλήθεια , πώς βλέπουμε την σχέση τους


       Ο όρος «ιδεολογία» επινοήθηκε κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης και αναφερόταν σε μια, νέα, επιστήμη ιδεών, η οποία εδραιώθηκε με τα συγγράμματα του Μαρξ.  Στην ιστορική πορεία της, από τον Μαρξ, στον Λένιν τον Γκράμσι και τον Μανχάϊμ, η ιδεολογία εκφράζει τις ιδέες της άρχουσας τάξης της κάθε εποχής. Ως εκ τούτου προσπαθεί να περιγράψει μια πραγματικότητα που παρουσιάζεται (από την άρχουσα τάξη) ως αληθής, στην ουσία όμως είναι εχθρός της αλήθειας, καθώς συγκαλύπτει την εκμετάλλευση και παραπλανά τις καταπιεσμένες τάξεις, ώστε να πιστεύουν πως τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης συμπίπτουν με τα δικά τους.
        Στη διάρκεια του 20ου αιώνα, λόγω των ολοκληρωτικών καθεστώτων που αναδύθηκαν, οι ιδεολογίες αντιμετωπίστηκαν ως αφηρημένα συστήματα σκέψης και σύνολα ιδεών που διαστρεβλώνουν την κοινωνική πραγματικότητα και επιζητούν τον κοινωνικό έλεγχο.
       Από το 1960 έως σήμερα η ιδεολογία θεωρείται ως ένα σύνολο πεποιθήσεων, αξιών, ιδεών και αρχών, οι οποίες διαμορφώνονται από την επιρροή των ευρύτερων κοινωνικών και πολιτισμικών παραγόντων, και παρέχει τη βάση για πολιτική δράση. Λειτουργεί  σαν ένας διανοητικός χάρτης, περιγράφει την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων, σχηματοποιεί το όραμα για το επιθυμητό μέλλον και προσδοκά την δραστηριοποίηση του ανθρώπου για την πραγματοποίηση αυτού του οράματος.
 Στις ιδεολογίες δεν υπάρχει κριτήριο αλήθειας και ως εκ τούτου κανείς δεν μπορεί να αποδείξει πως μια ιδεολογία είναι καλύτερη από την άλλη. Το γεγονός αυτό οδηγεί στην αντιπαλότητα μεταξύ των διαφορετικών ιδεολογιών, αν και οι υποστηρικτές τους , στην προσπάθειά τους να νομιμοποιήσουν τις συγκεκριμένες θεωρίες, επιμένουν πως αποκαλύπτουν την αλήθεια.


 18. Ποια είναι η λενινιστική ερμηνεία του κλασικού Μαρξισμού


      Ο Μαρξισμός είναι η επαναστατική θεωρία της εργατικής τάξη και είναι αδιαχώριστη από την επαναστατική πράξη.  Ο Μαρξισμός, ως επιστημονική θεωρία, έχει σαν κύριο περιεχόμενό του την ανάλυση των ταξικών κοινωνιών, μέσα στην ιστορική τους πορεία και εξέλιξη, και ως επίκεντρό του την κριτική του καπιταλισμού, στοχεύοντας σε μια σοσιαλιστική αντίληψη για την κοινωνία και στην εγκαθίδρυση του αταξικού Κομμουνισμού. Ο Μαρξισμός εκτός από επιστημονική θεωρία είναι ταυτόχρονα και επαναστατική, στο βαθμό που διαφωτίζει και καθοδηγεί τον αγώνα της εργατικής τάξης στο δρόμο της ανατροπής της αστικής εξουσίας και της καπιταλιστικής κοινωνίας και της εγκαθίδρυσης της εργατικής-λαϊκής εξουσίας. Η ανατροπή του καπιταλισμού, θα επιτευχθεί με μια προλεταριακή επανάσταση, η οποία, καθώς το κράτος συντάσσεται με τα συμφέροντα των αστών, θα ανατρέψει πρώτα την κρατική μηχανή. Στη συνέχεια θα υπάρξει ένα μεταβατικό στάδιο, η δικτατορία του προλεταριάτου, με σκοπό τη διαφύλαξη των κεκτημένων της επανάστασης. Όταν δε θα υπάρχουν ταξικές ανισότητες, το κράτος δε θα έχει πλέον λόγο ύπαρξης, θα μαραθεί και θα πέσει. Οι άνθρωποι, ελεύθερα πλέον, θα μπορούν να αναπτυχθούν, να ολοκληρωθούν και να δημιουργήσουν μια κοινωνία προσωπικής χειραφέτησης.
       Ο Λένιν υποστηρίζει πως ο κοινοβουλευτισμός είναι μια απάτη που στόχο της έχει να παραπλανά το προλεταριάτο, ώστε αυτό να πιστεύει πως η πολιτική εξουσία ασκείται μέσα από την κάλπη. Θεωρεί πως ο κοινοβουλευτικός δρόμος προς το σοσιαλισμό είναι η πιο ασφαλής οδός της αστικής εξουσίας ώστε να συνεχίσει να ασκεί την εξουσία της. Γι αυτό θεωρεί τη συντριβή του κράτους, μέσα από ένοπλη επανάσταση, επιτακτική και υποστηρίζει την άποψη του Μαρξ για μεταβατική δικτατορία του προλεταριάτου, που θα μεσολαβήσει ανάμεσα στην ανατροπή του καπιταλισμού και την εγκαθίδρυση του πλήρους Κομμουνισμού.
       Υπό αυτό το πρίσμα δεν υφίσταται η μαρξιστική θεωρία χωρίς την προσθήκη του λενινισμού, όπως επίσης δεν υφίσταται μαρξισμός ξεκομμένος από την εκάστοτε ιστορικο-κοινωνική πραγματικότητα. Ο μαρξισμός-λενινισμός ήταν και είναι η ιστορικά θεμελιωμένη θεωρία της πρωτοπορίας της εργατικής τάξης για την επαναστατική αλλαγή των σχέσεων παραγωγής και την εγκαθίδρυση της εξουσίας των εργαζομένων.
    
       19. Ατομικιστικός αναρχισμός


       Η φιλοσοφική βάση του ατομικιστικού αναρχισμού έγκειται στη φιλελεύθερη ιδέα του κυρίαρχου ατόμου. Στην καρδιά του φιλελευθερισμού υπάρχει η πίστη στην πρωτοκαθεδρία της ατομικής ελευθερίας. Κατά την κλασική φιλελεύθερη άποψη η ελευθερία είναι αρνητική, συνίσταται δηλαδή στην απουσία εξωτερικών περιορισμών πάνω στο άτομο. Από αυτήν την άποψη, κάθε περιορισμός πάνω στο άτομο είναι κακός, αλλά όταν ο περιορισμός αυτός επιβάλλεται από το κράτος, από ένα δηλαδή κυριαρχικό, καταπιεστικό και καταναγκαστικό όργανο, τότε ισοδυναμεί με το απόλυτο κακό. Ο ατομικισμός και το κράτος είναι συνεπώς αρχές ασυμβίβαστες.
       Μολονότι τα επιχειρήματα αυτά είναι φιλελεύθερης προέλευσης, εντούτοις υπάρχουν σημαντικές διαφορές  ανάμεσα στο φιλελευθερισμό και τον ατομικιστικό αναρχισμό.
       Πρώτον, οι φιλελεύθεροι αποδέχονται την ατομική ελευθερία, αλλά δεν πιστεύουν ότι μπορεί να είναι εγγυημένη χωρίς το κράτος. Είναι λοιπόν απαραίτητο και απαιτητό ένα κράτος – νυχτοφύλακας για να προστατεύει τους πολίτες του από τη βία, την κακοποίηση, την κλοπή, ακόμη και το φόνο, ώστε η απόλυτη ελευθερία κάποιων να μην αποβεί σε κακοποίηση άλλων . Ο νόμος, κατά συνέπεια, υπάρχει για να προστατεύει την ελευθερία και όχι να την περιορίζει. Οι αναρχικοί αντιθέτως πιστεύουν πως τα άτομα μπορούν να συμπεριφερθούν ειρηνικά, αρμονικά και αποδοτικά χωρίς τους νόμους και την αστυνόμευση του κράτους. Ως ελεύθερα άτομα είναι ορθολογικά και ηθικά και επομένως μπορούν να ζήσουν και να εργαστούν εποικοδομητικά και να επιλύουν διαφορές και συγκρούσεις χωρίς βία, αλλά μέσω του διαλόγου, (φυσική και αυθόρμητη ευταξία).
       Δεύτερον, οι φιλελεύθεροι πιστεύουν πως τα συντάγματα ελέγχουν την εξουσία και την περιορίζουν. Με τις τακτές εκλογικές αναμετρήσεις η διακυβέρνηση αναγκάζεται να διασφαλίζει το συμφέρον του λαού, γιατί είναι υπόλογη σε αυτόν. Οι αναρχικοί απορρίπτουν την ιδέα της συνταγματικής ή αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και θεωρούν το συνταγματισμό και τη δημοκρατία ως απλά προσωπεία, πίσω από τα οποία λειτουργεί η πολιτική καταπίεση. Όλοι οι νόμοι περιορίζουν την ατομική ελευθερία, είτε θεσπίζονται από δημοκρατική, είτε από αυταρχική κυβέρνηση.  Με άλλα λόγια το κράτος, για τους αναρχικούς, είναι προσβολή στην ατομική ελευθερία.




24. Ποια πολιτική ιδεολογία είναι αντίπαλη της θεωρίας του κοινωνικού συμβολαίου?


       Η θεωρία του κοινωνικού συμβολαίου είναι μια υποθετική κατασκευή, η οποία κατ’ αρχάς εξηγεί την αναγκαιότητα δημιουργίας μιας οργανωμένης πολιτικής κοινωνίας και στη συνέχεια προχωρεί μεθοδευμένα στη νομιμοποίηση της πολιτικής εξουσίας.
       Ο Χομπς , ο Λοκ και ο Ρουσσώ θεωρούνται οι κατ’ εξοχήν θιασώτες του κοινωνικού συμβολαίου. Ο Χομπς παρουσιάζει για πρώτη φορά μια πλήρη θεωρία του κράτους, με την οποία αιτιολογεί την αναγκαιότητά του. Ο Τζον Λοκ, εκφράζοντας την άνοδο της φιλελεύθερης τάξης, υποστηρίζει γιατί αυτό το κράτος θα πρέπει να έχει αντιπροσωπευτική μορφή. Ο Ρουσσώ, προαναγγέλλοντας τη Γαλλική Επανάσταση και τη δημοκρατία, δίνει έμφαση στην ισότητα και στην ελευθερία των πολιτών ως βασικό όρο για την ενότητα κράτους-κοινωνίας. Οι θεωρητικοί αυτοί εκπονούν το πολιτικό τους έργο στις απαρχές της αστικής εποχής (17ος-18ος αιώνας) και προβληματίζονται για τις προϋποθέσεις μιας αποτελεσματικής όσο και δίκαιης πολιτικής εξουσίας.
       Προφανείς αντίπαλες ιδεολογίες  είναι ο φασισμός, ο ναζισμός,  ο αναρχισμόςκαι ο μαρξισμός. Κοινό στοιχείο είναι ότι απορρίπτουν το νοητικό πείραμα του υποθετικού συμβολαίου προκειμένου να συναγάγουν ένα πραγματικό, πολιτικό δέον. Δεν αποσκοπούν στη δικαιολόγηση για τη νομιμοποίηση της εξουσίας μέσω διαδικασίας και συνεπώς δεν εκλαμβάνουν τη συναίνεση ως εχέγγυο ορθότητας.
       Ο φασισμός- ναζισμός, γέννημα του 20ου αιώνα , την περίοδο του Μεσοπολέμου, εμφανίστηκε ως εναντίωση στη νεωτερικότητα και στις ιδέες και τις αξίες του Διαφωτισμού, δηλαδή του ορθολογισμού και της ισότητας. Η απόρριψη του ορθολογισμού οδήγησε το φασισμό στην ανάπτυξη μιας μηδενιστικής αντι-φιλοσοφίας, η οποία απορρίπτει τις αρχές της ατομικότητας και της ισότητας και συνακόλουθα κάθε δημοκρατική πολιτική αρχή, αντικαθιστώντας το ιδανικό της δημοκρατίας με την απόλυτη δικτατορία. Θεωρεί πως τα ανθρώπινα όντα γεννιούνται με ριζικά διαφορετικές ικανότητες και αυτοί που έχουν το σπάνιο προσόν του ηγέτη έχουν και την αδιαμφισβήτητη πολιτική ηγεσία που χαρακτηρίζεται από ανυπέρβλητη εξουσία. Η μάζα είναι αδύναμη και αδρανής και συνεπώς τα άτομα πρέπει να διαμορφώνονται ώστε να είναι υποταγμένα  στην εξουσία, η οποία στοχεύει  στο «κοινό καλό». Ο φασισμός και ο ναζισμός λένε όχι στη διαφορετικότητα και υπερασπίζονται την ανωτερότητα της φυλής. Στην ιδέα του φυλετισμού διαμορφώθηκε η ναζιστική θεωρία. Οι ιδέες για την εξουσία στο φασισμό και στο ναζισμό συλλαμβάνονται έτσι ώστε να βρίσκονται σε πλήρη και απόλυτη διάσταση με τις  αρχές της ισότητας και της ατομικότητας του Κοινωνικού Συμβολαίου.
       Το καθοριστικό χαρακτηριστικό του αναρχισμού είναι η αντίθεσή του στο κράτος και στους θεσμούς διακυβέρνησης, ενώ το κοινωνικό συμβόλαιο αποσκοπεί στη δικαιολόγηση κάποιας μορφής κράτους / πολιτεύματος και της έκτασης της κυριαρχίας. Σημαντικό στοιχείο του αναρχισμού είναι η αισιόδοξη αντίληψη για την ανθρώπινη φύση. Οι αναρχικοί  πιστεύουν πως τα άτομα μπορούν να συμπεριφερθούν ειρηνικά, αρμονικά και αποδοτικά χωρίς τους νόμους και την αστυνόμευση του κράτους. Ως ελεύθερα άτομα είναι ορθολογικά και ηθικά και επομένως μπορούν να ζήσουν και να εργαστούν εποικοδομητικά και να επιλύουν διαφορές και συγκρούσεις χωρίς βία, αλλά μέσω του διαλόγου, (φυσική και αυθόρμητη ευταξία).
       Στις θεωρίες του Κοινωνικού Συμβολαίου το κράτος εμφανίζεται να αντιπροσωπεύει τη γενική θέληση και την πολιτική ενότητα του λαού και του έθνους, εφόσον κοινοί κανόνες, δικαιώματα και ελευθερίες διέπουν και ρυθμίζουν εξίσου τις σχέσεις όλων των πολιτών. Ο Μαρξισμός δεν αποδέχεται την θεωρία του κοινωνικού συμβολαίου, σύμφωνα με την οποία τα μεμονωμένα άτομα με τη θέλησή τους συναινούν για να συσταθεί ο θεσμός του κράτους. Ο Μαρξ, γεννημένος στον απόηχο του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης, καταγράφει τη Γαλλική Επανάσταση ως τη δύναμη που απελευθέρωσε τη δυνατότητα δημιουργίας του σύγχρονου αστικού κράτους, εκκαθαρίζοντας τα τελευταία κατάλοιπα της φεουδαρχίας. Το απολυταρχικό κράτος της προηγούμενης περιόδου είναι ένα κράτος μεταβατικό που εκπροσωπεί, ως ένα βαθμό, τα συμφέροντα της αστικής τάξης και το αστικό κράτος που προκύπτει επικυρώνει την κυριαρχία του καπιταλισμού απέναντι στη φεουδαρχία. Εν ολίγοις η αστική τάξη της Γαλλικής Επανάστασης ήταν εκείνη την στιγμή επαναστατική τάξη, ως υποκείμενο μιας ιστορικής διαδικασίας (φεουδαλισμός-σύγκρουση  γαιοκτημόνων/ δουλοπάροικων =καπιταλισμός), η οποία προχωρούσε προς την πρόοδο και με το κοινωνικό συμβόλαιο του Ρουσσώ  ολοκληρώνεται η διαδικασία συγκρότησής του αστικού κράτους. Τέλος, διαπιστώνει έναν ανταγωνισμό ανάμεσα στο κράτος και στην κοινωνία, καθώς το κράτος συντάσσεται με τα συμφέροντα των αστών και συνδέει τον ατομικισμό με το δεδομένο αστικό-καπιταλιστικό σύστημα.
      
      










Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Copyright©iepoxhtonakron/by:Ζαραγκα Κοροβεση Ποπη