Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2018

ΕΠΟ 30: ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΙ ΔΥΤΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟ EΤΟΣ 2018-2019
1η Γραπτή Εργασία  της Ζαράγκα Καλλιόπης

ΘΕΜΑ: «Εκκλησία, πλούτος και κοινωνική πολιτική στο πρώιμο Βυζάντιο»


       

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

         Βασικό χαρακτηριστικό της υπερχιλιετούς πορείας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας είναι το «κράτος πρόνοιας» με ιδιαίτερα ενεργό το ρόλο της Εκκλησίας. Η Εκκλησία με «όπλο» της τη χριστιανική αγάπη προς το συνάνθρωπο οργάνωσε, από την εποχή του Μ. Κωνσταντίνου, ένα εκτεταμένο και συντονισμένο πρόγραμμα κοινωνικής πρόνοιας, ώστε ο ιστορικός του 20ου αιώνα  Mango, να την περιγράφει ως «υπουργείο κοινωνικής πρόνοιας».
          Στην παρούσα εργασία καλούμαστε να παρουσιάσουμε τον κοινωνικο-οικονομικό ρόλο της χριστιανικής Εκκλησίας κατά την πρώιμη βυζαντινή περίοδο, και την εξελικτική της πορεία σε ιδανικό θεσμό άσκησης συστηματικής κοινωνικής πρόνοιας.
       Αρχικά θα αναφερθούμε εν συντομία στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και στη διαίρεσή της στις ιστορικές της περιόδους.
        Στη συνέχεια θα καταγράψουμε τις πολιτικές και κοινωνικές ανακατατάξεις και την κοινωνική και οικονομική ανισότητα της πρώιμης βυζαντινής περιόδου.
       Ακολούθως θα προσπαθήσουμε να αναδείξουμε το πολύπλευρο κοινωνικό έργο που επιτέλεσε η Εκκλησία κατά την πρώιμη βυζαντινή περίοδο.
       Τέλος, θα κλείσουμε την εργασία, παραθέτοντας συμπερασματικά τα ουσιώδη σημεία που αναδεικνύουν την Εκκλησία ως θεσμό συστηματικής κοινωνικής πρόνοιας στην περίοδο αυτή.

1.      Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ

      Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία αποτελεί συνέχεια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, καθώς δεν έχει υπάρξει κάποια απότομη διακοπή, είτε εξαιτίας επέμβασης ξένων λαών, είτε από κάποια εσωτερική αναδιάρθρωσή της. Χρονολογείται από την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης, το 324μ.Χ. ή από τα εγκαίνιά της, το 330μ.Χ., μέχρι και την άλωση και πτώση της από τους Τούρκους, 29/5/1453, ημερομηνία που σήμανε και το τέλος της βυζαντινής ιστορίας.
        Η υπερχιλιετής βυζαντινή ιστορία διαιρείται σε τρείς  περιόδους, με κριτήριο πολιτειακές, πολιτιστικές μεταβολές και  πολιτικές ανακατατάξεις:
·          Πρώιμη, 324 ή 330 έως  641,
·         Μέση,  641 έως 1081 ή έως 1204 (4η Σταυροφορία) 
·         Ύστερη, 1081 ή 1204 έως την άλωση της βασιλεύουσας 29/5/1453.  (Mango, σελ. 15)
       
2.      Η ΠΡΩΙΜΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ

α. Πολιτειακές και διοικητικές τομές
        Η βυζαντινή κοινωνία χαρακτηρίζεται από την τάξη (ευταξία), η οποία στηρίζεται στην απεριόριστη αυτοκρατορική εξουσία. Με την ανάρρηση του Διοκλητιανού στο αυτοκρατορικό αξίωμα, συντελέσθηκε η μεταβολή του ρωμαϊκού πολιτεύματος σε απόλυτη (συγκεντρωτική) μοναρχία. Η εξουσία συγκεντρώνεται στα χέρια του ρηξικέλευθου μεταρρυθμιστή της εποχής Διοκλητιανού, ο οποίος, επιδιώκοντας την αποτελεσματικότερη διοίκηση της αυτοκρατορίας,  διαχωρίζει την πολιτική από τη στρατιωτική εξουσία, περιορίζει την ήδη αποδυναμωμένη σύγκλητο, αναδιοργανώνει το στρατό και ενισχύει τη μεθοριακή γραμμή, διπλασιάζοντας τον αριθμό των ρωμαϊκών λεγεώνων. Στη συνέχεια  δημιουργεί ένα απολυταρχικό κράτος που χαρακτηρίζεται από μια πολύκλαδη, οργανωμένη γραφειοκρατία,  όχι όμως πολυάνθρωπη, καθώς οι πόλεις αυτοδιοικούνται μέσω των αστικών βουλευτηρίων, τα οποία απαρτίζονται από τους βουλευτές, ήτοι τους πλέον πλούσιους τοπικούς ηγεμόνες που αποτελούν την επαρχιακή αστική αριστοκρατία. Όμως, επειδή αυτά τα αξιοσέβαστα αξιώματα συνεπάγονται μεγάλη οικονομική επιβάρυνση, οι υπόχρεοι τα αποφεύγουν, με αποτέλεσμα, κατά τα μέσα του 6ου αιώνα, τα βουλευτήρια των πόλεων να μην υφίστανται πλέον και το δημιουργηθέν διοικητικό κενό αναπληρώνεται από τους διοικητές των επαρχιών και τους επισκόπους. (Brown, σελ. 29-31, Mango,σελ.45,47-48,258)

β.  Κοινωνικές ανακατατάξεις και οικονομικές ανισότητες
         Κάτι που χαρακτηρίζει την πρώιμη βυζαντινή κοινωνία είναι η κοινωνική της ευελιξία. Με τις μεταρρυθμίσεις του Διοκλητιανού παρατηρείται συχνά η κοινωνική ανάρρηση ενός φτωχού επαρχιώτη ακόμη και στην εξουσία, ενώ εμφανίζεται και εδραιώνεται η νέα «αριστοκρατία των υπηρεσιών». Απότοκος η διεύρυνση του χάσματος μεταξύ πλουσίων και πτωχών, καθώς η «νεοσχηματισμένη κυβερνητική τάξη» των κρατικών και στρατιωτικών υπαλλήλων αμείβεται με υψηλούς μισθούς, ενώ οι αμοιβές στην κατώτερη τάξη είναι τόσο χαμηλές ώστε, σε συνδυασμό με τον ιλιγγιώδη πληθωρισμό που μαστίζει την κοινωνία του 4ου αιώνα, να ζει στα όρια της φτώχειας και της εξαθλίωσης. (Brown, σελ. 32- 41, Mango, σελ. 53)
         Στην τεράστια αυτή ανισότητα συμβάλλει και η δυσβάσταχτη, ανελαστική και κάκιστα κατανεμημένη φορολογία στον αγροτικό τομέα. Οι φορολογικές πιέσεις και ο πληθωρισμός, σε συνδυασμό με τις καταστροφές της σοδιάς από θεομηνίες ή βαρβαρικές επιδρομές, αναγκάζουν τους μικρούς καλλιεργητές να εκχωρήσουν τις ιδιοκτησίες τους στους μεγάλους γαιοκτήμονες. Η γη συγκεντρώνεται στα χέρια των  μεγάλων γαιοκτημόνων και  δημιουργούνται  γιγαντιαία κτήματα, τα latifuntia,  αφανίζοντας τα εισοδήματα των μικρών καλλιεργητών, οι οποίοι περιέρχονται στην απόλυτη ένδεια. (Brown, σελ. 39-42)  Οι πτωχοί κατά τον 6ο αιώνα δεν αντιμετωπίζονται πλέον ως μια οικονομική κατάσταση αλλά, σύμφωνα με την ιουστινιάνεια νομοθεσία, αποτελούν νόμιμη κοινωνική τάξη. (Κωνσταντέλος, σ.46-49)

3.      ΕΚΚΛΗΣΙΑ

α. Η χριστιανική φιλοσοφία για τον πλούτο και την φιλανθρωπία
        Από τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους η κοινωνική μέριμνα είναι το κυριότερο και πλέον βασικό μέλημα της Εκκλησίας, η οποία θεωρεί  απαράβατο καθήκον της να φροντίζει και περιθάλπτει τους έχοντες ανάγκη, να προτρέπει τους πιστούς να ασκούν φιλανθρωπία,  καλλιεργώντας τους το αίσθημα της κοινωνικής αλληλεγγύης, της δικαιοσύνης και της φυλετικής ισότητας, ως έμπρακτη χριστιανική διαβίωση. Κηρύττει πως η φιλανθρωπία είναι η μόνη αρετή που οδηγεί τον άνθρωπο στον Παράδεισο και την αιώνια αληθινή ζωή, ενώ η αδιαφορία για τον πόνο και τη δυστυχία των συνανθρώπων καθώς και το πάθος για συνεχή απόκτηση πλούτου, προς ιδίαν ικανοποίηση και μόνον, θα τον στερήσει της Βασιλείας των Ουρανών.  Σύμφωνα με αυτή τη φιλοσοφία, η θέση της για τον πλούτο και την ιδιοκτησία είναι θετική, με την προϋπόθεση πως ο πλούτος δεν είναι προϊόν άδικων και άνομων συναλλαγών (φόνος, κλοπή, τοκογλυφία), η διαχείρισή του γίνεται με πνεύμα χριστιανικής αγάπης και αλληλεγγύης και δεν καθίσταται μέσον προκλητικής κοινωνικής προβολής. (Θωμόπουλος, σελ. 64,  Μ. Βασίλειος σελ.284-321,  Κωτσιόπουλος, σ. 194-195)

β. Η Εκκλησία ως οικονομική δύναμη
         Από τον 3ο αιώνα η Εκκλησία κατέχει μια διόλου ευκαταφρόνητη περιουσία, η οποία προέρχεται από τις «ταπεινές» προσφορές των πιστών, από σημαντικές δωρεές και παραχωρήσεις μεγάλων περιουσιών και κληροδοτημάτων πλουσίων και μοναχών, καθώς και κρατικές και αυτοκρατορικές επιχορηγήσεις. Η εκκλησιαστική περιουσία αυξάνεται γρήγορα από την εποχή του Κωνσταντίνου, ο οποίος, με την έκδοση ευνοϊκών νομοθετικών διαταγμάτων συμβάλλει στη μεγάλη οικονομική της ευημερία, και, σε συντονισμό με την Εκκλησία, οργανώνει την απαιτούμενη κοινωνική πολιτική, καθιστώντας τη λειτουργία των θεσμών πρόνοιας συστηματική. Το πρώτο βήμα του είναι η μέριμνα για τη διοικητική οργάνωση της Εκκλησίας, ένα βήμα που στα μέσα του 6ου αιώνα θα  καλύψει το κενό που θα έχει δημιουργηθεί από την εξαφάνιση των βουλευτηρίων των πόλεων. Η επικράτεια της αυτοκρατορίας χωρίζεται σε επισκοπές, οι οποίες έχουν στη δικαιοδοσία τους τις ενορίες και συγχρόνως υπάγονται σε μεγαλύτερες διοικητικές περιφέρειες, τις μητροπόλεις. Έδρα τους είναι η πρωτεύουσα της επαρχίας τους και ανώτατο όργανό τους η επαρχιακή σύνοδος. Η τοπική Εκκλησία συσπειρώνεται γύρω από τον επίσκοπό της, ο οποίος εκτός από την ευθύνη του ποιμνίου του, των κληρικών και όλων εν γένει των εκκλησιαστικών και θρησκευτικών ζητημάτων, αναλαμβάνει, πλήθος εξωθρησκευτικών καθηκόντων και η εξουσία του ενδυναμώνεται και γίνεται ισότιμη ή και ανώτερη του επαρχιακού διοικητή. Στη συνέχεια ο Κωνσταντίνος νομοθετεί για την Εκκλησία, τους επισκόπους και τους κληρικούς  φορολογικές ατέλειες, οι οποίες, σε συνδυασμό με γενναιόδωρες κρατικές επιχορηγήσεις, (καθώς με αυτοκρατορικό νόμο επιτρέπεται στην εκκλησία να δέχεται δωρεές και κληροδοτήματα και να έχει περιουσιακά στοιχεία),  καθιστούν την Εκκλησία «οικονομική δύναμη» και ως μέτρα θεωρούνται δικαιολογημένα εξαιτίας του κοινωνικού ρόλου της Εκκλησίας. (Mango, σελ.49, Dagron, σ.564-565, Flusin, σ.193-221)
        Η Εκκλησία, με τη σωστή διαχείριση των εισροών της, των οικονομικών της πόρων και των κληροδοτημάτων της, και εκμεταλλευόμενη των φορολογικών ατελειών που της παραχωρούνται, καταφέρνει να μετατρέψει τον πλούτο της σε αποδοτική περιουσία, η οποία της δίνει τη δυνατότητα να ανταπεξέρχεται στα τεράστια έξοδά της ( μισθοί κληρικών και υπαλλήλων, συντήρηση κτηρίων) και να ασκεί συστηματική κοινωνική πρόνοια και φιλανθρωπία, χωρίς να ξοδεύει το κεφάλαιό της. (Dagron, σ.564, Mango, σελ.49, Flusin, σ.200)

γ. Η εκκλησία ως «υπουργείο πρόνοιας»
         Τα τεράστια πλούτη που αποκτά η Εκκλησία την εποχή αυτή μαρτυρούνται από τον οικοδομικό οργασμό στην ανέγερση ναών και μοναστηριών σε όλη τη Μεσόγειο. Από ποιμαντική άποψη δεν υπάρχει αυτή η αναγκαιότητα, συμβάλλει όμως σημαντικά στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας για κληρικούς και διοικητικούς υπαλλήλους. Παράλληλα οικοδομούνται και εξοπλίζονται ξενώνες, στους οποίους βρίσκουν στέγη και τροφή πολλές χιλιάδες ζητιάνων, καθώς και ξενώνες προς χρήση μοναχών που επισκέπτονται τις πόλεις. Κύρια δραστηριότητα της εκκλησίας καθίσταται η περίθαλψη στις ευάλωτες πληθυσμιακές ομάδες (χήρες, ορφανά απόρους, αρρώστους, γέροντες), των οποίων ο αριθμός ανέρχεται σε αρκετές χιλιάδες. Η Εκκλησία ανταποκρίνεται στις ανάγκες αυτές με την ίδρυση ευαγών ιδρυμάτων, δημιουργώντας για τη στελέχωσή τους θέσεις εργασίας ή με τη συστηματική και τακτική διανομή αγαθών, φροντίζοντας οι ωφελούμενοι να είναι καταγεγραμμένοι σε λίστες, αφού πρώτα εξακριβωθεί η κατάστασή τους από ειδικούς κρατικούς επιτρόπους και υποβληθεί σχετική έκθεση στους τοπικούς επισκόπους. Ξέχωρα από αυτά τα ιδρύματα, ιδρύονται, στις μεγάλες πόλεις, εξειδικευμένα ιδρύματα, όπως άσυλο τυφλών στα Ιεροσόλυμα και μαιευτήριο στην Αλεξάνδρεια. Τέλος, η φιλανθρωπική δράση της Εκκλησίας περιλαμβάνει τον  ενταφιασμό των πτωχών και των ξένων αιχμαλώτων, καθώς και την παροχή τεράστιων ποσών για την εξαγορά αιχμαλώτων. Ο πλούτος που χρησιμοποιεί η Εκκλησία για την κοινωνική της δράση προέρχεται, όχι μόνο από τις κρατικές επιχορηγήσεις αλλά, κυρίως, από δωρεές πλουσίων και μοναχών, τις οποίες εξασφαλίζει στοχεύοντας στο φιλάνθρωπο συναίσθημά τους και δελεάζοντάς τους με τον Παράδεισο, συντελώντας στην ανακατανομή του πλούτου και σε μια δικαιότερη κοινωνία. (Mango, σελ.48-52, Flusin, σ.201)
        Η Εκκλησία, με την αποδυνάμωση των βουλευτηρίων στις πόλεις και την παράλληλη ενδυνάμωση της θέσης του επισκόπου ως επαρχιακού διοικητή, ξεφεύγει από τα όρια της φιλανθρωπίας και αποκτά ευρύτερο πεδίο δράσης. Οι επίσκοποι μεριμνούν πλέον, εκτός από τα θρησκευτικά τους καθήκοντα, για κοινωφελή και δημόσια έργα, όπως κατασκευή , επισκευή και συντήρηση υδραγωγείων, γεφυρών, δρόμων, δημόσιων λουτρών, επιβλέπουν για την καλή και ομαλή λειτουργία της αγοράς, ενώ συχνά εντέλλονται να αποδώσουν δικαιοσύνη. Όπως πολύ σωστά αναφέρει ο Mango, η βυζαντινή Εκκλησία με όλες αυτές τις αρμοδιότητες και δικαιοδοσίες θα μπορούσε να περιγραφεί ως «υπουργείο κοινωνικής πρόνοιας». (Mango, σελ.49)

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

        Η Εκκλησία ήταν από τις πιο σημαντικές δομές της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Με μια  αξιόλογη οικονομική επιφάνεια παρείχε υπηρεσίες πρόνοιας  και  φιλανθρωπίας, οι οποίες συστηματοποιήθηκαν και οργανώθηκαν στην εποχή του Μ. Κωνσταντίνου. Το κράτος, αναγνωρίζοντας το αδιαμφισβήτητο κύρος της και την αποτελεσματικότητά της, αναθέτει στους επισκόπους την ευθύνη των κοινωφελών δημοσίων έργων και πολλών άλλων εξωθρησκευτικών λειτουργιών, καθιστώντας τους ισότιμους ή και ανώτερους από τους κρατικούς διοικητές. Τέλος, με την παρεμβατική οικονομική πολιτική του Κωνσταντίνου και την αποτελεσματική και καταλυτική προσέγγισή της στους πλούσιους συντέλεσε στη αναδιανεμητική πολιτική της βυζαντινής κοινωνίας.
         
.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ


·         Μ. Βασίλειος, «Ομιλία Προς τους Πλουτούντας», στο: Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας, τομ.6ος, Πατερικές εκδόσεις, Γρηγόριος ο Παλαμάς, Θεσσαλονίκη, 1973
·         Θωμόπουλος Ε., «Η ιστορία της κοινωνικής προστασίας από αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι σήμερα», Παπαζήση, Αθήνα,
·         Κωνσταντέλος Δ, «Πενία, Κοινωνία και Φιλανθρωπία στον Μεταγενέστερο Μεσαιωνικό Ελληνικό Κόσμο»,  Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1994
·         Κωτσιόπουλος Κ., «Πολιτική Οικονομία και Τρεις Ιεράρχες» Επιστημονική Επετηρίδα Θεολογικής Σχολής, Τμήμα Ποιμαντικής-Κοινωνικής Θεολογίας, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, τομ 10, Θεσσαλονίκη 2005
·         C. Mango, «Βυζάντιο, Η αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης», μτφρ. Δ. Τσουγκαράκης, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2002
·         P. Brown, «O κόσμος της Ύστερης Αρχαιότητας, 150-750 μ.Χ.», μτφρ. Ε. Σταμπόγλη, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1998
·         G. Dagron, «Η γέννηση μιας πρωτεύουσας. Η Κωνσταντινούπολη και οι θεσμοί της από το 330 ως το 451», μτφρ. Μ. Λουκάκη, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2000
·         B. Flusin, «Οι δομές της αυτοκρατορικής Εκκλησίας», στο: C. Morrisson κ.ά. (επιμ.), Ο βυζαντινός κόσμος, τ. Α΄: Η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (330-641), μτφρ. Α. Καραστάθη, Πόλις, Αθήνα 2000

       Βαθμός: 10

Copyright©iepoxhtonakron/by:Ζαραγκα Κοροβεση Ποπη