Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Τρίτη 7 Μαΐου 2019

ΛΟΥΘΗΡΑΝΟΙ και ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟ




ΕΑΠ/ΕΠΟ 30: ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΙ ΔΥΤΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟ EΤΟΣ 2018-2019
4η Γραπτή Εργασία
της Ζαράγκα Καλλιόπης

Θέμα :
«Προσέγγιση Λουθηρανών με το πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και αντιδράσεις της καθολικής Εκκλησίας»

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Εισαγωγή
Θρησκευτική Μεταρρύθμιση και Προτεσταντισμός
Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως: η θέση και ο ρόλος του μετά το 1453
Η προσέγγιση Λουθηρανών και Ορθοδόξων
·         Οι επιστολικές επαφές
·         Τα αποτελέσματα του διαλόγου
Οι αντιδράσεις της Καθολικής Εκκλησίας  
 Συμπεράσματα
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  



Εισαγωγή
        Στα μέσα του 16ου αιώνα επιχειρείται η πρώτη επίσημη θεολογική προσέγγιση των Λουθηρανών με το Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως, με σκοπό  τη στήριξη των θέσεων και του γοήτρου του προτεσταντισμού έναντι του καθολικισμού. Η Καθολική εκκλησία αντιδρά άμεσα, λαμβάνοντας δραστικά μέτρα, προκειμένου να προστατεύσει τα συμφέροντά της και την θέση της στην Ανατολή (Ι.Ε.Ε.,1974:115-117 & 121).
        Στην παρούσα εργασία θα αποπειραθούμε να παρουσιάσουμε τον επιστολικό δογματικό διάλογο επιφανών λουθηρανών θεολόγων και λογίων με τους οικουμενικούς πατριάρχες, θα επισημάνουμε τα αποτελέσματά του, καθώς και τις αντιδράσεις της Καθολικής Εκκλησίας.
       
Ø  Θρησκευτική Μεταρρύθμιση και Προτεσταντισμός
        Το 16ο αιώνα εμφανίστηκε το κίνημα της Μεταρρύθμισης. Αν και τα αίτιά του δεν ήταν μόνο θρησκευτικά, αλλά και πολιτικά, καθώς ο πάπας, ο κύριος στόχος που αποσκοπούσε να πλήξει η μεταρρύθμιση, ήταν, εκτός από θρησκευτικός ηγέτης, και πολιτικός με απεριόριστες εξουσίες, εντούτοις καταγράφτηκε ως θρησκευτική Μεταρρύθμιση. Σημαντικό ρόλο στην εμφάνισή της έπαιξε η ουμανιστική κίνηση της Αναγέννησης, της οποίας  το πνεύμα κριτικής και  ανεξαρτησίας κλόνισε τη μεσαιωνική κοσμοθεωρία, δίνοντας για πρώτη φορά αξία στο άτομο και στον πολίτη, καθώς και η κακή και προκλητική συμπεριφορά του κλήρου (Γκότσης,2001:69 & 75). Ο ανώτερος κλήρος ζούσε πολυτελή και κοσμική ζωή, ενώ ο κατώτερος ήταν αμόρφωτος, ζούσε στην απόλυτη πενία και συντηρούνταν από την ελεημοσύνη των πιστών και αρκετό κομμάτι του σύχναζε ή και συντηρούσε ταβέρνες και χαρτοπαιχτικές λέσχες (Burns,1983:122-123). Η κατάσταση αυτή προκάλεσε την αντίδραση φωτισμένων κληρικών και διανοούμενων και κατέληξε στο κίνημα της θρησκευτικής Μεταρρύθμισης (Ράπτης,1999:146-147).
        Αφορμή για την εκδήλωση της Μεταρρύθμισης (1517) ήταν η προκλητική και σκανδαλώδης ενέργεια του πάπα Λέοντα Γ΄ παραχώρησης στους πιστούς γραπτής άφεσης αμαρτιών επ’ αμοιβή. Η εκμετάλλευση της αμάθειας και του φόβου των πιστών για την κόλαση και το καθαρτήριο και της παραπλάνησης περί εξιλασμού των αμαρτιών και εξαγνισμού της ψυχής με την αγορά συγχωροχαρτιών, εξόργισε τον Μαρτίνο Λούθηρο, ιεροκήρυκα και καθηγητή Θεολογίας στο πανεπιστήμιο της Βιττεμβέργης. Ο Λούθηρος θυροκόλλησε (31/10/1517) στην εκκλησία των ανακτόρων 95 θέματα προτεινόμενα προς δημόσια συζήτηση, με τα οποία κατέκρινε την πώληση των συγχωροχαρτιών, καθώς και τις υπόλοιπες καταχρήσεις και αυθαιρεσίες της παπικής εκκλησίας (Ράπτης,1999:148 & Burns,1983:123). Η αντίδραση αυτή του Λούθηρου κατά του παπισμού οδήγησε στη δημιουργία ενός νέου θρησκευτικού δόγματος του Λουθηρανισμού ή Προτεσταντισμού. Η διδασκαλία του Λούθηρου διαδόθηκε με ταχείς ρυθμούς σε όλη σχεδόν τη Γερμανία και τις Σκανδιναβικές χώρες. Μετά από αιματηρές εξεγέρσεις και αγώνες αναγνωρίστηκε, (1555) με τη θρησκευτική ειρήνη της Αυγούστας, η ισότητα  των δύο δογμάτων και εδραιώθηκε ο Προτεσταντισμός στο μεγαλύτερο μέρος της Δυτικής Ευρώπης (Ράπτης,1999:149-150).

Ø Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως: η θέση και ο ρόλος του μετά το 1453
        Μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, το 1453, ο Μωάμεθ Β΄ παραχωρεί προνόμια στον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, αποσκοπώντας στη συνεργασία των Ελλήνων στα διοικητικά και οικονομικά ζητήματα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, καθώς και στην ενίσχυση των αποσχιστικών τάσεων και της διάστασης ανάμεσα στην Ορθόδοξη και την Καθολική Εκκλησία και τη Δυτική Ευρώπη. Για τους λόγους αυτούς περιβάλλει τον πατριάρχη με μεγάλη εύνοια και του παραχωρεί, όπως και στους διαδόχους του, πολύ μεγαλύτερη εξουσία απ’ όση στα χρόνια των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων. Τον αναγνωρίζει  ως εθνάρχη, ανώτερο εκκλησιαστικό και πολιτικό άρχοντα όλων των ορθόδοξων πληθυσμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, και τον ορίζει αντιπρόσωπο του έθνους των ορθοδόξων  στην Υψηλή Πύλη, ώστε να υπερασπίζεται τα δικαιώματά τους και να διευθετεί οποιαδήποτε υπόθεσή τους. Τα αυξημένα δικαιώματα, η ένταξη στο διοικητικό μηχανισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και η αναγνώριση του πατριάρχη ως κοσμικού άρχοντα δεν στερούνται ιδιοτέλειας. Οι υπερεξουσίες και τα προνόμια απαιτούν τη διατήρηση της τάξης, της νομιμοφροσύνης και της υποταγής. Έτσι απ’ τη μια το πατριαρχείο είναι ο «φάρος» που θα διατηρήσει αμείωτη την πίστη των υπόδουλων Ελλήνων στην Ορθοδοξία και τις ελληνικές παραδόσεις, αλλά απ’ την άλλη ακολουθεί μια παθητική στάση «υποτακτικής συνύπαρξης του Γένους με τον κατακτητή, με ελάχιστες κατά καιρούς εξαιρέσεις» (Ι.Ε.Ε,1974:92-98).

Ø Η προσέγγιση Λουθηρανών και Ορθοδόξων

·         Οι επιστολικές επαφές
         Από τα μέσα του 16ου αιώνα διενεργούνται επίσημες και διεξοδικές επιστολικές επαφές μεταξύ  επιφανών λουθηρανών θεολόγων και λογίων, και των ορθοδόξων οικουμενικών πατριαρχών. Η πρώτη επαφή καταγράφεται το 1559 με τον επίσημο απεσταλμένο του Πατριαρχείου  στη Βιττεμβέργη , διάκονο της Μεγάλης Εκκλησίας, Δημήτριο. Ο Δημήτριος, κατά την παραμονή του στη Βιττεμβέργη, έρχεται σε επαφή με λουθηρανούς θεολόγους, αναμεσά τους και τον συνεργάτη του Λούθηρου, τον ελληνιστή Φίλιππο Μελάχθονα, θεωρητικό της Μεταρρύθμισης και βαθύ γνώστη της Ορθοδοξίας. Πριν την αναχώρηση του Δημητρίου από τη Βιττεμβέργη, ο Μελάχθων του παραδίδει επιστολή για τον πατριάρχη Ιωάσαφ Β΄, στην οποία υποστηρίζει τη δυνατότητα προσέγγισης Λουθηρανισμού και Ορθοδοξίας. Εστιάζει στα κοινά σημεία των δύο δογμάτων, τονίζει το σεβασμό των Λουθηρανών προς τους Έλληνες Πατέρες, την, με περισσή ευσέβεια, μελέτη τους της Αγίας Γραφής και επισημαίνει τις αντιθέσεις τους απέναντι στον Καθολικισμό. Ο Ιωάσαφ, αποφεύγοντας να δώσει συνέχεια σε αυτό το άνοιγμα επαφών με τους Γερμανούς λουθηρανούς, δεν απαντά ποτέ. (Ι.Ε.Ε,1974:117,121).
        Αντίθετα με τον Ιωάσαφ, ο πατριάρχης Ιερεμίας Β΄ ο Τρανός θα αποδειχθεί ένας πρόθυμος και πράος συνομιλητής, γνωρίζοντας εκ των προτέρων πως είναι αδύνατη η σύγκλιση μεταξύ των δύο δογμάτων. Ανυποχώρητος υπερασπιστής των αρχών της ορθοδοξίας και της εκκλησιαστικής παράδοσης, με πνεύμα χριστιανικό, πλήρους πατρικών νουθεσιών και αδελφικής αγάπης, χωρίς φανατισμούς και ακρότητες, με πραότητα και σοβαρότητα, καταδεικνύει με σαφήνεια τις αρχές της ορθόδοξης πίστης και  επισημαίνει τις διαφορές των δύο δογμάτων (Ι.Ε.Ε,1974:117-119).
        Ο Ιερεμίας δέχεται από τους διακεκριμένους Γερμανούς θεολόγους Ιάκωβο Andrea και  Μαρτίνο Κρούσιο σειρά επιστολών. Βάση τους είναι η «Αυγουσταία Ομολογία», το θεμελιώδες κείμενο της λουθηρανής παράδοσης, την οποία οι δύο θεολόγοι διανθίζουν, καταδεικνύοντας τα κοινά σημεία των δύο δογμάτων,  καθιστώντας σαφή το στόχο τους, της συνένωσης των δύο Εκκλησιών (Ι.Ε.Ε,1974:117-118).
        Στις απαντήσεις του ο Ιερεμίας, αναλύει το ορθόδοξο δόγμα. Επισημαίνει πως αυτό στηρίζεται όχι μόνο στην Αγία Γραφή, όπως το προτεσταντικό, αλλά και στην Ιερά Παράδοση. Με ευγενικό και διπλωματικό τρόπο, δηλώνει πως, παρά την τεράστια διαφορά των δύο δογμάτων, η ορθόδοξη Εκκλησία δεν απορρίπτει εκ των προτέρων τις απόψεις τους, αλλά είναι ανοιχτή για περαιτέρω επικοινωνία και συζήτηση, παραμένοντας όμως πιστή στις αρχές και τις αξίες του ορθόδοξου δόγματος. Η επιστολιμαία επικοινωνία αποκαλύπτει το ευνοϊκό κλίμα δογματικού διαλόγου των δύο Εκκλησιών, καθώς και τα κίνητρά τους. Οι προτεστάντες επιδιώκουν να βρουν ένα σύμμαχο απέναντι στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και να ενισχύσουν τη θέση τους έναντι του παπισμού, ενώ στόχος των ορθοδόξων είναι η διαφώτιση των ετεροδόξων. Ο διάλογος κλείνει με την τρίτη απόκριση του Ιερεμία. Με έντονο, σύντομο και περιεκτικό λόγο καταδεικνύει το άγονο του διαλόγου και την ανάγκη τερματισμού του, καθώς είναι ανέφικτο να υπάρξει συμφωνία στα δογματικά ζητήματα. Παράλληλα εκφράζει τη πρόθεση να διατηρηθεί το πνεύμα φιλίας και καλής διάθεσης ανάμεσα στις δύο Εκκλησίες. Οι Λουθηρανοί, επιθυμώντας τη συνέχιση του διαλόγου, στέλνουν (12/1581) νέα επιστολή στον Ιερεμία, στην οποία όμως εκείνος αφήνει αναπάντητη, δίνοντας τέλος σε αυτόν τον πρώτο επίσημο διάλογο Λουθηρανών και Ορθοδόξων (Ι.Ε.Ε, 1974:117-121).

·         Τα αποτελέσματα του διαλόγου
        Ο επιστολικός αυτός δογματικός διάλογος θεωρείται σημαντικής θεολογικής και ιστορικής αξίας. Ξεκαθαρίστηκαν και καθορίστηκαν με σαφήνεια οι διαφορές ανάμεσα στα δύο δόγματα, ώστε να μην υπάρξουν στο μέλλον «περιθώρια παρερμηνειών και παρεξηγήσεων», καθώς ο Ιερεμίας ανέλυσε ενδελεχώς τις διαφορές τους. Οι Προτεστάντες δέχονται ως μοναδικό μέσο για τη σωτηρία του ανθρώπου την πίστη, απορρίπτοντας τις νηστείες, την προσευχή το μοναχισμό και τα προσκυνήματα. Θεωρούν πως η διδασκαλία του Χριστού βρίσκεται μόνο στην Αγία Γραφή και η  Ιερά Παράδοση δεν έχει καμιά αξία αν δεν συμφωνεί με αυτήν. Υποστηρίζουν πως  κάθε Προτεστάντης έχει δικαίωμα στην ερμηνεία της Αγίας Γραφής όπως αυτός θέλει. Δεν αποδέχονται τα μυστήρια ως αγωγούς της Θείας χάριτος, αλλά ως απλές τελετές. Απορρίπτουν την ιεροσύνη, την προσκύνηση των εικόνων, τις εορτές των αγίων και την  Παναγία ως Θεοτόκο. Κύριο σημείο της λατρείας τους είναι το κήρυγμα και όχι τα τελετουργικά του ορθόδοξου δόγματος, όπως η θεία λειτουργία (Ι.Ε.Ε,1974:119-121).
        Οι επιστολικές επαφές εγείρουν το ενδιαφέρον των Καθολικών. Καθώς οι αποκρίσεις του πατριάρχη αντικρούουν τις προτεσταντικές θέσεις, οι Λατίνοι θεολόγοι τις χρησιμοποιούν για να πλήξουν το κύρος του Προτεσταντισμού, κάτι που δεν ήταν στις προθέσεις του πατριάρχη. Όμως, χάρη στα κείμενα αυτά, αναπτύσσεται και διαδίδεται μια αξιόλογη θεολογική φιλολογία και γίνεται γνωστό στο λατινικό κόσμο το ορθόδοξο δόγμα (Ι.Ε.Ε,1974:119-121).
        Ο επιστολιμαίος διάλογος, εξαιτίας των αναμφισβήτητα μεγάλων διαφορών ανάμεσα στα δύο δόγματα, καταλήγει σε αδιέξοδο και καθιστά σαφές πως η συνένωση είναι αδύνατη. Ωστόσο συμβάλλει θετικά «στη γνώση και τη γνωριμία θεσμών και προσώπων» των δύο Εκκλησιών. Τέλος, απότοκος σημαντικής αξίας είναι το μνημειώδες ουμανιστικό έργο του ελληνιστή Μαρτίνου Κρούσιου,  «Turcograccia», στο οποίο σημειώνεται πλήθος στοιχείων και πληροφοριών για την πολιτική, εκκλησιαστική και εκπαιδευτική οργάνωση της οθωμανοκρατούμενης Ελλάδας του 16ου αιώνα (Ι.Ε.Ε.,1974:121).

Ø  Οι αντιδράσεις της Καθολικής Εκκλησίας       

         Στις επαφές Λουθηρανών-Ορθοδόξων η Καθολική Εκκλησία αντιδρά άμεσα. Προκειμένου να αντιμετωπίσει τη Μεταρρύθμιση, συγκαλεί τη σύνοδο του Trento, στην οποία λαμβάνονται σημαντικές αποφάσεις περί προσεταιρισμού της  Ανατολικής Εκκλησίας. Οι ελληνορθόδοξες παροικίες της Ιταλίας εμποδίζονται πλέον να ασκούν ελεύθερα τις θρησκευτικές τους συνήθειες. Σεβαστός αριθμός Ελλήνων προσηλυτίζεται βίαια στον Καθολικισμό, με σοβαρότατες συνέπειες ως προς την «αλλοίωση της εθνικής τους συνείδησης και της γλώσσας τους». Με εντολή του πάπα Γρηγόριου του ΙΓ΄ τυπώνονται σε 12000 αντίτυπα οι ιερές κατηχήσεις της καθολικής Εκκλησίας στα ελληνικά και στέλνονται στην Ελλάδα. Ταυτόχρονα, προκειμένου να ισχυροποιηθεί και ολοκληρωθεί η  καθολική προπαγάνδα, καταφθάνει σε αρκετές  περιοχές του ελλαδικού χώρου ικανός αριθμός Ιησουϊτών μισσιονάριων. Τέλος, ο Γρηγόριος ΙΓ΄ ιδρύει στη Ρώμη το Ελληνικό Κολέγιο του Αγίου Αθανασίου, το οποίο στελεχώνει με άριστους, Ιησουϊτες, εκπαιδευτικούς. Σκοπός του είναι, εκτός από την μόρφωση και την πνευματική άνοδο των ελληνοπαίδων, η διδασκαλία του δόγματος του καθολικισμού και η επάνοδος των «σχισματικών» Ελλήνων Ορθοδόξων στους κόλπους της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας  (Ι.Ε.Ε.,1974:122-123).
         Η ορθόδοξη κοινότητα δυσανασχετεί σε αυτή την πιεστική καθολική προπαγάνδα. Παρά τις ελάχιστες δογματικές διαφορές Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας εντείνεται η, από αιώνων , βαθύτατη αντιπάθεια των ορθοδόξων απέναντι στους καθολικούς. Έλληνες λόγιοι και θεολόγοι (Γαβριήλ Σεβήρος, Μελέτιος Πηγάς), στρέφονται με τα συγγράμματά τους εναντίον της Καθολικής Εκκλησίας. Ο Πατριάρχης Κύριλλος Λούκαρης αντιλαμβανόμενος την κρίσιμη κατάσταση της ορθόδοξης Εκκλησίας, δε διστάζει να ζητήσει τη συμμαχία των προτεσταντών, κίνηση που του στοιχίζει τη ζωή του (Ι.Ε.Ε.,1974:122-123, Hering,2003:295-296&367).  

Συμπεράσματα
        Με τη διάσπαση της Δυτικής Εκκλησίας, το Ορθόδοξο Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως γίνεται αντικείμενο διεκδίκησης του Λουθηρανισμού και του Καθολικισμού. Ο διαχριστιανικός διάλογος μεταξύ προτεσταντών και ορθοδόξων πραγματοποιείται μέσα σε πνεύμα ειρηνικό και αμοιβαίου σεβασμού. Αν και η κατάληξή του δεν οδηγεί στο προσδοκώμενο, από τους Λουθηρανούς, αποτέλεσμα, της ένωσης των δύο Εκκλησιών, εντούτοις θεωρείται σημαντικός, καθώς δημιουργείται ατμόσφαιρα εμπιστοσύνης και κατανόησης μεταξύ των δύο Εκκλησιών (Ι.Ε.Ε,1974:115-116).
       Αντίθετα, η βίαιη αντίδραση και επιθετική προπαγανδιστική συμπεριφορά της καθολικής Εκκλησίας οξύνει ακόμη περισσότερο την ήδη βαθύτατη  αντιπάθεια των ορθοδόξων απέναντί της, απομακρύνοντας, τουλάχιστον μέχρι και σήμερα, το ενδεχόμενο συνένωσης των δύο Εκκλησιών, παρά τις ελάχιστες δογματικές διαφορές τους.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Γκότσης Γ., «Μεταρρύθμιση και Αντιμεταρρύθμιση», ΕΑΠ, Πάτρα, 2001
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, (Ι.Ε.Ε) τ. Ι’, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1974
Ράπτης Κ., «Γενική Ιστορία της Ευρώπης» τ. Α΄, ΕΑΠ, ΠΑΤΡΑ,1999
Burns E.M, «Εισαγωγή στην ιστορία και τον πολιτισμό της νεότερης Ευρώπης», τ. Α΄, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1983
 Hering G, «Οικουμενικό πατριαρχείο και ευρωπαϊκή πολιτική 1620-1638», ΜΙΕΤ, Αθήνα 2003


Βαθμός: 9

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Copyright©iepoxhtonakron/by:Ζαραγκα Κοροβεση Ποπη