Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Τρίτη 9 Απριλίου 2019

ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΤΑΞΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΣΤΡΩΜΑΤΩΣΗ




ΕΠΟ 42 "Ειδικά Θέματα του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού"
ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ 2018-2019

Τρίτη Γραπτή Εργασία
της Ζαράγκα Καλλιόπης

ΘΕΜΑ:  «Σε ποιο βαθμό η κοινωνική τάξη ή η κοινωνική στρωμάτωση μπορούν να συνδυαστούν με το κοινωνικό φύλο και το κοινωνικό κεφάλαιο προκειμένου να κατανοηθούν οι ανισότητες στις σύγχρονες κοινωνίες;»
(Λέξεις κειμένου 2470)

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
·         Εισαγωγή
·         Κοινωνική τάξη και κοινωνική θέση: oι δύο μορφές της κοινωνικής στρωμάτωσης
·         Οι παραδοσιακές θεωρήσεις και η κριτική
·         Η ενσωμάτωση του κοινωνικού φύλου στην ταξική θεώρηση
·         Κοινωνικό κεφάλαιο και κοινωνική στρωμάτωση
·         Συμπεράσματα
·        Βιβλιογραφία



ΕΙΣΑΓΩΓΗ
        Οι κοινωνικές ανισότητες αποτελούν ένα διαρκές αντικείμενο διερεύνησης της κοινωνιολογίας.  Με την επινόηση των βασικών θεωρητικών εργαλείων, «ανισότητα» «στρωμάτωση», «τάξη» και «φύλο», διαμορφώνονται οι δύο παραδοσιακές και πλέον επικρατούσες θεωρίες, η βεμπεριανή και η μαρξιστική, προκειμένου να περιγράψουν τις κοινωνικές διαφορές των σύγχρονων κοινωνιών. Καθώς οι κοινωνίες εξελίσσονται και υφίστανται μεταβολές, προκύπτουν νέα δεδομένα, με αποτέλεσμα το θεωρητικό αυτό οπλοστάσιο, να διευρύνεται συνεχώς, συνυπολογίζοντας τους νέους παράγοντες στον καθορισμό και τη διαμόρφωση των κοινωνικών σχέσεων. Το «κοινωνικό φύλο» και το «κοινωνικό κεφάλαιο» είναι τα νέα θεωρητικά εργαλεία που επινοήθηκαν από τους στοχαστές στην εναγώνια αναζήτηση κατανόησης και απαντήσεων των φαινομένων και των μεταβολών της ταξικής διάρθρωσης της σύγχρονης κοινωνίας.
        Στη παρούσα εργασία καλούμαστε να καταδείξουμε την ένταξη του κοινωνικού φύλου και του κοινωνικού κεφαλαίου στην ταξική προσέγγιση. Αρχικά θα αναφερθούμε στις έννοιες που θα διαχειριστούμε (κοινωνική θέση, κοινωνική τάξη, κοινωνικό φύλο,) μέσα από τις παραδοσιακές προσεγγίσεις των Μαρξ και Βέμπερ και στον κοινωνικό διαχωρισμό που αυτές διαμορφώνουν. Στη συνέχεια θα αναδείξουμε την κριτική που διατυπώθηκε σε αυτές και τις προσπάθειες σύνθεσης μιας νέας θεώρησης, καθώς τα νέα δεδομένα, του έμφυλου διαχωρισμού και του κοινωνικού κεφαλαίου, αναδεικνύονται καθοριστικοί παράγοντες της διαμόρφωσης των κοινωνικών σχέσεων.

 Κοινωνική τάξη και κοινωνική θέση: oι δύο μορφές της κοινωνικής στρωμάτωσης
       
        Η σύγχρονη κοινωνία αποτελείται από άτομα που διαφέρουν μεταξύ τους και με βάση τα κοινά, οικονομικά και πολιτιστικά, χαρακτηριστικά, τα κοινά συμφέροντα και τις διεκδικήσεις τους συσπειρώνονται γύρω από ξεχωριστές κοινωνικές ομάδες. Ο κοινωνικός αυτός διαχωρισμός καλείται από τους αναλυτές «στρωμάτωση» και χρησιμοποιείται σε αντιστοίχιση του γεωλογικού όρου «διαστρωμάτωση», για να εκφράσει την πολυεπίπεδη ιεραρχική διάταξη των κοινωνικών ομάδων. (Παπαδόπουλος, τ. Α΄2008:163)
        Η έννοια της κοινωνικής τάξης αποτυπώνεται με σαφήνεια στη μαρξιστική ανάλυση. Ο κοινωνικός διαχωρισμός απηχεί, κατά τον Μαρξ, τις οικονομικές ανισότητες των απρόσωπων κοινωνικών ομάδων. Η τάξη ως έννοια προϋπάρχει της μαρξιστικής θεωρίας ήδη από το Μεσαίωνα και κορυφώνεται με τη Γαλλική Επανάσταση. Ο μαρξισμός διαμόρφωσε μια θεωρία που εδράζεται πάνω σε οικονομικούς συσχετισμούς των απρόσωπων κοινωνικών ομάδων. Σχηματοποιεί τις τάξεις που η καθεμιά δε διαχωρίζεται από τις επιμέρους διαφορές της προς την άλλη, αλλά  απηχεί μια συγκεκριμένη συλλογική ταυτότητα. Ο ταξικός διαχωρισμός των κοινωνικών ομάδων ορίζεται βάσει κατοχής των μέσων παραγωγής, διαμορφώνοντας δύο βασικές ταξικές ομάδες αυτή των κατεχόντων τα μέσα παραγωγής (αστική τάξη) και των κατεχόντων μόνο εργατική δύναμη (εργατική τάξη). Η θεώρηση του Μαρξ δεν αποκλείει την ύπαρξη και άλλων ενδιάμεσων (μεσαίων) τάξεων ή μεταβατικών (π.χ. αγροτική τάξη) απομεινάρια του προηγούμενου συστήματος παραγωγής, αλλά θεωρεί πως σιγά-σιγά θα χάσουν τη δύναμη και τη σημασία τους και θα πολωθούν γύρω από τις δύο αυτές ταξικές ομάδες. (Πετράκη, 2006:37-38 & Παπαδόπουλος, τ. Α΄2008:164)
        Στον αντίποδα της μαρξιστικής θεώρησης, ο Βέμπερ μελετά τις κοινωνικές ανισότητες μέσα από τη θέαση του κοινωνικού status. Στη βεμπεριανή οπτική η ταξική στρωμάτωση στηρίζεται στο γόητρο (status) και όχι στις τάξεις. Οφείλεται στα ίδια τα άτομα, στην οικονομική τους κατάσταση, η οποία οφείλεται όχι στην κατοχή τους των μέσων παραγωγής, αλλά στην οικογένειά τους, το επάγγελμα και τις δεξιότητές τους, στα διεπιστευτήριά τους. Με αυτά τα προσόντα διαφοροποιούνται κοινωνικά και πολιτιστικά. Έτσι στον ταξικό διαχωρισμό του Μαρξ προστίθενται τα μεσαία στρώματα, καθώς δεν ταξινομούνται ούτε ως προλετάριοι, ούτε όμως ανήκουν στην τάξη των κεφαλαιοκρατών. Διακρίνονται από ένα διαφορετικό κοινωνικό status, γόητρο, το οποίο εκφράζεται στον τρόπο ζωής τους σε επίπεδο κατανάλωσης αγαθών, αλλά και μόρφωσης, και τους παρέχει μεγαλύτερες ευκαιρίες, όχι μόνο επιβίωσης, αλλά και σε σχέσεις εξουσίας. (Παπαδόπουλος, τ. Α΄2008:163)
        Σύμφωνα με τα παραπάνω ο διαχωρισμός σε τάξεις και σε στρώματα καταδεικνύει πως οι κοινωνικές ανισότητες, όπως και αν ορίζονται, διαμορφώνουν την κοινωνική πραγματικότητα. Επομένως οι δύο ερμηνείες είναι δύο διαφορετικά εργαλεία που, με διαφορετικά κριτήρια το καθένα, έχουν ως επίκεντρό τους τις κοινωνικές ανισότητες, καθώς και την προβληματική γύρω από τις κοινωνικές σχέσεις και τους κοινωνικούς διαχωρισμούς και συνιστούν την παραδοσιακή προσέγγισή τους. (Παπαδόπουλος, τ. Α΄2008:164)
        Απέναντι στην παραδοσιακή αυτή θεώρηση, τόσο του Μαρξ όσο και του Βέμπερ, έχει διατυπωθεί μια σημαντική κριτική στάση. Σύμφωνα με αυτήν υποστηρίζεται πως οι δύο αυτές ταξικές αναλύσεις αποδίδουν τις συλλογικές ή ατομικές δράσεις όχι στα ίδια τα άτομα, αλλά στα κοινωνικά χαρακτηριστικά που προσδιορίζονται από το ταξικό σύστημα. Έτσι αδυνατούν να ερμηνεύσουν επιμέρους παράγοντες της σύγχρονης πραγματικότητας, όπως φυλετικούς, εθνικούς, θρησκευτικούς και έμφυλους διαχωρισμούς, οι οποίοι, καθώς διαπλέκονται με τους τυπικούς ταξικούς διαχωρισμούς, απαιτούν ανάλυση. Έτσι οι κοινωνικές ανισότητες οι οποίες εκφράζονται με την οικονομική κυριαρχία καθίστανται προσδιοριστικές των ταξικών διακρίσεων και εδραιώνουν την ταξική στρωμάτωση.  (Παπαδόπουλος, τ. Α΄2008:164-165 & Μοσχονάς, 2005:244) Επίσης η παραδοσιακή θεώρηση δεν κάνει κάποια ιδιαίτερη αναφορά στο φύλο, καθώς στον ταξικό διαχωρισμό η γυναικεία εργασία θεωρείται δευτερεύουσα. Οι έμφυλες διαφοροποιήσεις επηρεάζουν την κοινωνική θέση της γυναίκας, όχι μόνο στον ιδιωτικό ενδοοικογενειακό βίο, αλλά και στην εκπαίδευση, στην αγορά εργασίας και εν γένει στη δημόσια σφαίρα. Στον ταξικό διαχωρισμό η γυναικεία εργασία θεωρείται δευτερεύουσα καθώς κυριαρχεί το μοντέλο του «άντρα-κουβαλητή», τόσο στις θέσεις και στον καταμερισμό εργασίας,  όσο και στις αμειβόμενες αποδοχές. Η κοινωνική θέση της γυναίκας καθορίζεται από αυτή του άντρα-αρχηγού της οικογένειας (πατέρα ή συζύγου) και «απαιτεί» από τη γυναίκα να περιορίζει τις προσδοκίες της σύμφωνα με το βιολογικό της φύλο. (Παπαδόπουλος, τ. Α΄2008:165-166, Γκότσης:116  & Ρουσσώ, τομ.β΄: 223-386)
       
        Οι παραδοσιακές θεωρήσεις και η κριτική
        Μόλις στα τέλη της δεκαετίας του ΄70 αρχίζει να γίνεται αναφορά στο κοινωνικό φύλο και μια ξεκάθαρη διάκρισή του από την έννοια του βιολογικού φύλου. Οι κοινωνιολόγοι αποδίδουν στον όρο βιολογικό φύλο τη βιολογική γυναικεία και αντρική ταυτότητα, η οποία συνυπάρχει από τη στιγμή της γέννησης του ατόμου. Το κοινωνικό φύλο είναι μια κατασκευασμένη κοινωνικά έννοια, η οποία διακρίνεται από τα χαρακτηριστικά του κοινωνικού και πολιτισμικού περιβάλλοντος στο οποίο αυτό ανήκει και καθορίζει τις αντιλήψεις των ατόμων για τον εαυτό τους και για τους άλλους. (Καβουνίδη, 2008:201)
       Η παραδοσιακή θεώρηση της κοινωνικής τάξης αρχίζει να αμφισβητείται καθώς οι κοινωνιολόγοι, εστιάζοντας στους κοινωνικούς σχηματισμούς στη βάση του κοινωνικού φύλου, καταδεικνύουν πως όχι μόνο οι άνδρες έχουν διαφορετικούς και πιο ισχυρούς ρόλους στην κοινωνία και στην αγορά εργασίας από τις γυναίκες, αλλά αποτελούν ξεχωριστή και ανώτερη κοινωνική κατηγορία από αυτές και κατέχουν μεγαλύτερη εξουσία. (Παπαδόπουλος, τ. Α΄2008:165-166) Σύμφωνα με τον Γκόλντθροπ η υποβαθμισμένη αυτή θέση των γυναικών στην κοινωνική στρωμάτωση είναι απόλυτα δικαιολογημένη, καθώς συνδέεται με την ιεράρχηση που κυριαρχεί στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες. Παρόμοια άποψη εκφράζει και ο Πάρκιν, υποστηρίζοντας πως η αναμφίβολα άνιση κοινωνικά θέση των γυναικών δεν αποτελεί συστατικό της κοινωνικής στρωμάτωσης, καθώς η κοινωνική και οικονομική θέση τους καθορίζεται από αυτή του άνδρα (πατέρα ή συζύγου) αρχηγού της οικογένειας. Επιπροσθέτως επισημαίνει πως οι ίδιες δεν έχουν διαπραγματευτική δύναμη για τη βελτίωση ή μεταβολή της κοινωνικής τους θέσης. (Παπαδόπουλος, τ. Α΄2008:169-170) Παρόλα αυτά ο Γκόλντθροπ επισημαίνει το γεγονός πως ολοένα και περισσότερες γυναίκες ρίχνονται στον επαγγελματικό στίβο, αφήνοντας ανοιχτό το ερώτημα αν η παρουσία «δύο αρχηγών» στην ίδια οικογένεια θα δημιουργήσει ή όχι σημαντικά προβλήματα και μάλιστα στην περίπτωση που σύμφωνα με το επάγγελμά τους κατατάσσονται σε διαφορετικές τάξεις. (Παπαδόπουλος, τ. Α΄2008:169-170)
        Η συμβατική αυτή προσέγγιση του Γκόλντθροπ έτυχε υποστήριξης, κυρίως, όμως, δέχθηκε σημαντική κριτική από το φεμινιστικό πεδίο, αλλά και από αυτό της κοινωνικής συστρωμάτωσης. Στην κριτική αυτή υποστηρίζεται πως η υποδεέστερη ταξική θέση της γυναίκας εκφράζει την πατριαρχική δομή της εξουσίας μέσα στην οικογένεια και κατ’ επέκταση στην κοινωνία και στον ταξικό σχηματισμό της. Επισημαίνεται πως τεχνηέντως αγνοούνται από τους αναλυτές σημαντικά ζητήματα, όπως οι όροι λειτουργίας της αγοράς εργασίας για τις γυναίκες, οι σχέσεις που διαμορφώνονται μέσα στο ταξικό σύστημα ανάμεσα στα άτομα, τα νοικοκυριά και τις οικογένειες, ενώ αποσιωπείται η απλήρωτη εργασία των γυναικών μέσα στην οικογένεια. Η κριτική αυτή αντιπαράθεση συνεχίστηκε για τουλάχιστον μια δεκαετία και, φτάνοντας στα μέσα του ΄80, παρατηρούμε μια προσπάθεια συγκερασμού όλων αυτών των απόψεων. Ο Μαν προβάλλει μια ενιαία θεώρηση για το κοινωνικό φύλο και την κοινωνική στρωμάτωση. Υποστηρίζει πως σήμερα δεν υφίσταται η πατριαρχία καθώς μέσα από την απασχόληση αναδεικνύονται τάξεις με καθολικά χαρακτηριστικά, ο διαχωρισμός ανάμεσα σε ιδιωτική και δημόσια σφαίρα έχει αρθεί και τα κράτη ασκούν  προνοιακή πολιτική στις οικογένειες και τα νοικοκυριά. Διαβλέπει όμως την αναβίωση νέο-πατριαρχικών χαρακτηριστικών στην κουλτούρα των σύγχρονων κρατών και έναν παράλληλο μετασχηματισμό φύλου και τάξης με αποτέλεσμα να διαμορφώνεται μια περίπλοκη διαστρωμάτωση ώστε να καθίσταται δυσδιάκριτο το ποιος παράγοντας έχει τον κυρίαρχο ρόλο καθώς «η στρωμάτωση είναι έμφυλη και το φύλο στρωματοποιημένο». (Παπαδόπουλος, τ. Α΄2008:171-176)
        Νέο πεδίο μελέτης έχει δημιουργήσει ο νεοφιλελεύθερος χαρακτήρας της παγκοσμιοποίησης με την αντίστοιχη συρρίκνωση του προνοιακού κράτους. Ο καπιταλισμός άνοιξε τις πύλες της αγοράς εργασίας  στις γυναίκες, αλλά χωρίς τις απαιτούμενες υποδομές για την απρόσκοπτη είσοδο των μητέρων σε αυτή. Έτσι σχηματοποιείται ένας καταμερισμός εργασίας που απ τη μια απ τη μια δημιουργεί «κυρίες» με πλήρες ωράριο στην επίσημη αγορά εργασίας και απ την άλλη «υπηρέτριες» που απασχολούνται ανεπίσημα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται προκειμένου οι πρώτες να έχουν τη δυνατότητα να εργαστούν απρόσκοπτα και να πραγματώσουν την εργασιακή τους επιλογή. Με την είσοδο των γυναικών στην εργασιακή διαδικασία αίρονται οι ανισότητες ανδρών και γυναικών αλλά ταυτόχρονα ο προαναφερθείς καταμερισμός της εργασίας οξύνει τις κοινωνικές ανισότητες μεταξύ των γυναικών. Επομένως, σύμφωνα με τον Milibant, το κοινωνικό φύλο δεν μπορεί να διαχωριστεί από την κοινωνική τάξη, καθώς η θέση των γυναικών, στις σχέσεις μεταξύ των δύο φύλων, εξαρτάται από τη θέση που κατέχουν στην ταξική δομή. (Μοσχονάς,2005:258-259)

Η ενσωμάτωση του κοινωνικού φύλου στην ταξική θεώρηση

        Καθώς αναγνωρίζεται η σημασία του κοινωνικού φύλου στην κοινωνική στρωμάτωση οι σύγχρονοι αναλυτές έχουν οδηγηθεί στο να το ενσωματώσουν στην ταξική θεώρηση, έστω και αν κυριαρχεί από αρκετούς αναλυτές (Πακούλσκι, Ουώτερς) η άποψη «περί θανάτου των τάξεων». Αν και υπάρχουν πολλές θεωρήσεις που έχουν επηρεαστεί από τον Μαρξ, Βέμπερ, Ντυρκχάιμ, Μπουρντιέ κ.ά. θα αναφερθούμε εν συντομία σε αυτές που εκφράστηκαν από τους Γκόλντθροπ και Ράιτ οι οποίες εντάσσονται στη νέο-βεμπεριανή και νέο-μαρξιστική ανάλυση αντίστοιχα. (Παπαδόπουλος, τ. Α΄,2008:177-178)
        Ο Γκόλντθροπ χρησιμοποιεί ένα ταξικό σχήμα επτά κατηγοριών που προέκυψαν από 36 επαγγελματικές κατηγορίες, με συγκρίσιμα μέλη πάνω σε συγκεκριμένα στοιχεία. Μέσα από  αυτές κατέδειξε τις επιπτώσεις και τις τάσεις της κοινωνικής κινητικότητας των οικογενειών που επηρεάζονται περισσότερο από την επαγγελματική δραστηριότητα των γυναικών σε σχέση με των ανδρών. Η πλουραλιστική αυτή θεώρηση στηρίζεται κυρίως στις θέσεις του Έρικσον, ο οποίος υποστηρίζει πως η ταξική θέση της οικογένειας πρέπει να προσδιορίζεται από το συσχετισμό της απασχόλησης των δύο συζύγων. Όχι δηλαδή με βάση τη θέση πως ο άνδρας είναι ο αρχηγός της οικογένειας, αλλά με βάση την ατομική θέση που είναι κυρίαρχη. Ο Γκόλντθροπ τροποποίησε την αρχική  θεωρία του, προκειμένου να συμπεριλάβει σε αυτήν την προσέγγιση του Έρικσον, καταλήγοντας και οι δύο στην κοινή επισήμανση πως η ταξική θέση των γυναικών εγείρει μια σειρά περίπλοκων ζητημάτων τα οποία απαιτούν ποιοτική ανάλυση που θα αφορά και τα δύο φύλα. (Παπαδόπουλος, τ. Α΄,2008:184-187)
        Ο Ράιτ χρησιμοποιεί ένα πολυταξικό σχήμα που βασίζεται στον έλεγχο του χρήματος, στα μέσα παραγωγής και στην εργατική δύναμη, στο οποίο η αστική και η εργατική τάξη τοποθετούνται στους πόλους του. Η βασική του άποψη είναι πως οι ταξικές θέσεις δεν έχουν συνάρτηση με τα ατομικά χαρακτηριστικά, αλλά εκφράζουν με αντικειμενικότητα τις οικονομικές δυνατότητες των ατόμων. Θέτει τρία βασικά ζητήματα, την κατανομή πόρων μεταξύ ανδρών και γυναικών, την ταξική θέση της οικογένειας και το κατά πόσο και αν μπορούν οι γυναίκες να συγκροτήσουν τάξη. Δεν κατάφερε να καταδείξει, όσο και αν ενσωμάτωσε στη θεωρία του τη διάσταση του κοινωνικού φύλου, με ποιο τρόπο η έννοια του κοινωνικού φύλου θα μπορούσε να ενσωματωθεί στην έννοια της κοινωνικής τάξης. (Παπαδόπουλος, τ. Α΄,2008:178-179)
        Σημαντικό σημείο της θεωρίας του Ράιτ, με το οποίο αντιμετωπίζει τη διάσταση του κοινωνικού φύλου, αποτελεί η διαμεσολαβούμενη θέση. Το στοιχείο αυτό αφορά τα άτομα που συνδέονται με οικογενειακούς δεσμούς και έρχεται σε αντιδιαστολή με την άμεση ταξική θέση της απασχόλησης και της ιδιοκτησίας. Σύμφωνα με τη διαμεσολαβούμενη θέση η ταξική θέση της γυναίκας δεν απορρέει μόνα από την κοινωνική θέση του συζύγου της ή του επαγγέλματός της, αλλά συνυπολογίζεται και το φύλο. Έτσι η αξία της γυναικείας οικιακής εργασίας αποκτά την πρέπουσα σημασία και αξία. (Παπαδόπουλος, τ. Α΄,2008:181 & Μοσχονάς, 2005:256-258)

Κοινωνικό κεφάλαιο και κοινωνική στρωμάτωση

        Το Κοινωνικό Κεφάλαιο είναι μια σύγχρονη έννοια που διαμορφώθηκε κατά τον 20ο αιώνα. Αναφέρεται στις σχέσεις εμπιστοσύνης και αμοιβαιότητας μεταξύ των ανθρώπων και στη συντονισμένη και κοινή δράση τους προς όφελος της κοινωνίας. Εδράζεται στην πεποίθηση πως, όταν τα άτομα δρουν συλλογικά και παύσουν να περιορίζονται στο μικρόκοσμό τους, στα δικά τους προβλήματα και μικροσυμφέροντα, μπορούν να προσφέρουν στη βελτίωση της δημόσιας ζωής, στη διακυβέρνηση της κοινωνίας, στην καλύτερη λειτουργία των θεσμών, στην εύρυθμη λειτουργία της δημοκρατίας και να υπερασπιστούν την ελευθερία τους. (Σωκράτης Κονιόρδος, 2010:29-31) Οι τρεις κυριότεροι μελετητές που ασχολήθηκαν με την έννοια του Κοινωνικού Κεφαλαίου είναι ο Colleman, ο Putnam και ο Bourdieu, του οποίου τη θεωρητική προσέγγιση θα προσπαθήσουμε να περιγράψουμε.
        Ο Μπουρντιέ, προκειμένου να αναλύσει τις κοινωνικές τάξεις και τον κοινωνικό χώρο, αφού διακρίνει το κεφάλαιο σε τρεις διαφορετικές μορφές, οικονομικό, πολιτισμικό και κοινωνικό,  χρησιμοποιεί την εννοιολογική κατασκευή του Κοινωνικού Κεφαλαίου. Το κοινωνικό κεφάλαιο συνιστά κατά τον Μπουρντιέ ένα δίκτυο ανθρώπινων σχέσεων και αλληλογνωριμιών που τους ενώνουν κοινά χαρακτηριστικά μα πάνω απ’ όλα μόνιμοι και χρήσιμοι δεσμοί. Το κοινωνικό κεφάλαιο είναι ένα ατομικό αγαθό και ο όγκος που κατέχει το κάθε άτομο από αυτό εξαρτάται τόσο από το μέγεθος των δεσμών που έχει τη δυνατότητα να κινητοποιήσει, όσο και από τον όγκο που κατέχει κάθε άτομο το οποίο ανήκει στο περιβάλλον του και συνδέεται μαζί του. Βασική πηγή κεφαλαίου, κατά τον Μπουρντιέ, αποτελεί η  οικογένεια. Επομένως το κοινωνικό κεφάλαιο βρίσκεται στα χέρια των κοινωνικά ισχυρών, δηλαδή στην ανώτερη αστική τάξη και στις οικογένειές τους, καθώς η κοινωνική τάξη καθορίζεται από την ύπαρξη ή μη κεφαλαίου. Επομένως τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, αφού δεν κατέχουν οικονομικό κεφάλαιο δεν έχουν ούτε κοινωνικό κεφάλαιο. Καθίσταται, επομένως, σαφές πως το κοινωνικό κεφάλαιο συνδέεται με την κυριαρχία της αστικής τάξης και την αναπαραγωγή των ταξικών σχέσεων, καθώς τα μέλη της αστικής τάξης, με βάση την αλληλο-αναγνώριση και την αλληλο-αποδοχή της ομοιογένειας, συνδέονται μεταξύ τους, δημιουργώντας μια αλληλέγγυα ομάδα. Στόχος της ομάδας είναι μέσω της αδιάκοπης προσπάθειας «κοινωνικότητας» και συνεχών επαφών να διατηρείται η συνοχή της και να αναπαράγεται το κοινωνικό κεφάλαιο. (Μπουρντιέ,1994:94) Σύμφωνα με αυτή την οπτική καταλήγουμε στο συμπέρασμα πως το κοινωνικό κεφάλαιο αποτελεί έναν καθοριστικό μοχλό υποκίνησης της ταξικής κινητικότητας (Μπουρντιέ,1994:91-93) και καθιστά κατανοητές τις υφιστάμενες κοινωνικές ανισότητες κάθε κοινωνίας.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
        Κατά την εκπόνηση αυτής της εργασίας παρατηρήσαμε πως το κοινωνικό φύλο, στη σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία, κατάφερε, ως ένα βαθμό, να μετασχηματίσει τις κοινωνικές τάξεις. Επίσης πως οι έμφυλες διαιρέσεις , ως έκφραση της ανδρικής ισχύος, αποτέλεσαν τους διαμορφωτές του ιεραρχικού-πατριαρχικού χαρακτήρα της κοινωνίας. Από αυτά εξάγεται το συμπέρασμα πως το κοινωνικό φύλο συνιστά μία διαίρεση,  έναν ταξικό διαχωρισμό της κοινωνίας και κατ’ επέκταση αντανακλά τις υφιστάμενες οικονομικές και ταξικές ανισότητες.
        Το κοινωνικό κεφάλαιο περιγράφεται ως η ωφέλεια που μπορεί κάποιος να αποκομίσει συμμετέχοντας σε κοινωνικά δίκτυα ή εθελοντικές ομάδες. Όμως σύμφωνα με τη θεώρηση του Μπουρντιέ έχει άμεση σχέση με τις ταξικές ανισότητες και την κυριαρχία της αστικής τάξης, η οποία κατέχει μεγάλο όγκο κοινωνικού κεφαλαίου. Αντίθετα τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα όπως δεν κατέχουν χρηματικό κεφάλαιο ομοίως δεν κατέχουν και κοινωνικό, ή εφόσον κατέχουν αυτό είναι περιορισμένου όγκου. 

Βαθμός: 8,00


             ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
·         Γκότσης Γ., & Συριάτου, Α., Δύο Θεσμοί Διαμορφωτές του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού, εκδ. Ε.Α.Π, 2001, Πάτρα.
·         Τζένη Καβουνίδη (2008), «Κοινωνικό φύλο και μετανάστευση» Κεφάλαιο 4, στο Σ.Μ. Κονιόρδος (επιμ.), Ανθολόγιο – Θεωρητικά Διλήμματα και Κοινωνική Πραγματικότητα, ΕΑΠ
·         Τζένη Καβουνίδη (2008), «Κοινωνικό φύλο και μετανάστευση» Κεφάλαιο 4, στο Σ.Μ. Κονιόρδος (επιμ.), Ανθολόγιο – Θεωρητικά Διλήμματα και Κοινωνική Πραγματικότητα, ΕΑΠ
·         Σωκράτης Κονιόρδος (2010), «Κοινωνικό Κεφάλαιο και Εμπιστοσύνη (και Κοινωνία των Πολιτών) – Ταύτιση ή Απόκλιση;» στο Σ.Μ. Κονιόρδος (επιμ), Κοινωνικό Κεφάλαιο: Εμπιστοσύνη& Κοινωνία των Πολιτών, Αθήνα: Παπαζήσης, σελ. 99-129.
·         Ανδρέας Μοσχονάς (2005), Τάξεις και στρώματα στις σύγχρονες κοινωνίες: ερμηνευτικές προσεγγίσεις και ειδικές αναφορές, Αθήνα, Οδυσσέας
·         Πιέρ Μπουρντιέ (1994), Κείμενα Κοινωνιολογίας, Αθήνα, Δελφίνι



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Copyright©iepoxhtonakron/by:Ζαραγκα Κοροβεση Ποπη