Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Τετάρτη 30 Ιανουαρίου 2019

Βέμπερ και Μαρξ για τον καπιταλισμό


ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ
"Ειδικά Θέματα του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού" - ΕΠΟ 42 
  ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ 2018-2019
Δεύτερη Γραπτή Εργασία
της  Ζαράγκα Καλλιόπης

ΘΕΜΑ: «Αφού συγκρίνετε τις απόψεις των Βέμπερ και Μαρξ για τον καπιταλισμό να συζητήσετε τη δυνατότητα καπιταλιστικής ανάπτυξης εκτός των αναπτυγμένων Δυτικών χωρών»


ΕΙΣΑΓΩΓΗ
       
        Το καπιταλιστικό φαινόμενο  απετέλεσε αντικείμενο μελέτης πολλών διανοητών από τις αρχές του 19ου αιώνα. Μεταξύ αυτών κυριαρχούν οι μορφές του Καρλ Μαρξ και του Μαξ Βέμπερ. Το θέμα της παρούσης εργασίας πραγματεύεται   τις απόψεις αυτών των στοχαστών  για τον καπιταλισμό, καθώς και τη δυνατότητα  της καπιταλιστικής ανάπτυξης εκτός  Δύσης. Αρχικά, θα κάνουμε μία  σύντομη αναφορά στην «πολεμική» τους. Ακολούθως, θα  αναδείξουμε και αξιολογήσουμε τις μεταξύ τους συγκλίσεις και αποκλίσεις. Στη συνέχεια, λαμβάνοντας υπόψη μας τη θέση του Βέμπερ για τη μοναδικότητα του δυτικού καπιταλισμού, θα εξετάσουμε τη δυνατότητα ανάπτυξής του εκτός του Δυτικού Κόσμου. Για το σκοπό αυτό θα χρησιμοποιήσουμε δύο παραδείγματα χωρών που δεν ανήκουν στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές Δυτικές χώρες, της Κορέας και της Ελλάδας. Ολοκληρώνοντας την εργασία, θα διατυπώσουμε συμπερασματικά τις εκτιμήσεις μας, για το αν οι θέσεις των Μαρξ και Βέμπερ για τον καπιταλισμό συνιστούν δύο παντελώς αντίθετες θεωρήσεις ή αλληλοσυμπληρώνονται, καθώς και τη δυνατότητα προσαρμογής και ανέλιξης του καπιταλισμού σε διαφορετικές πολιτισμικές συνθήκες.

 ΙΔΕΑΛΙΣΜΟΣ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΥΛΙΣΜΟΥ ή ΒΕΜΠΕΡ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΜΑΡΞ

        Με αφετηρία τη θέση πως ο μαρξισμός είναι η επαναστατική επιστημονική θεωρία που ασκεί κριτική στον καπιταλισμό, η θεωρία του Βέμπερ είναι η αστική απάντηση στο μαρξισμό, η συνειδητή αντίδραση στον «αφελή ιστορικό υλισμό»* του Μαρξ. (*Weber,2006:48, Κονιόρδος,2002:88) Καθώς ο Βέμπερ επιτίθεται στους μαρξιστές και στο Μαρξισμό της εποχής του με δηκτικά και υποτιμητικά σχόλια, οι μαρξιστές τον αντιμετώπισαν εχθρικά, με αποτέλεσμα η αναμενόμενη «ουσιαστική συζήτηση» για τις θέσεις των δύο θεωριών να εξελιχθεί σε ιδεολογική διαμάχη. (Κονιόρδος,2002:87-88) Εκείνο που χαρακτηρίζει το έργο του Βέμπερ συνολικά, και όχι μόνο την ΠΗ, είναι η κριτική που ασκεί στις κυρίαρχες απόψεις και θεωρίες της εποχής του, με τις οποίες διαφωνούσε, δίνοντας στο έργο του χαρακτήρα «πολεμικής». (Αντωνοπούλου,2008: 277)
        Μεταγενέστεροι μελετητές, προσεγγίζοντας με  «σύγχρονη» οπτική τις θεωρίες αυτές, εντοπίζουν σημεία σύγκλισης και αλληλοσυμπλήρωσης, χωρίς αυτό να σημαίνει πως υποστηρίζουν την άρση των διαφορών τους. (Κονιόρδος,2002:96-97) Ο Giddens π.χ., διακρίνει μια γενική θεωρητική συνάφεια, πάνω στην ιστορία και την καταγωγή του καπιταλισμού, αλλά και στην κριτική που ασκεί ο Βέμπερ στο μαρξισμό, καθώς αυτή εμπεριέχει στοιχεία μαρξικής θεώρησης. Ωστόσο δεν υποστηρίζει πως αυτό συνεπάγεται και το ταυτόσημο των θέσεών τους. (Giddens,2006:127-135)  

ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ: ΝΟΜΙΣΜΑ ΜΕ ΔΥΟ ΟΨΕΙΣ
        
         Ο καπιταλισμός, ως αντικείμενο μελέτης των δύο στοχαστών, προσεγγίζεται σε διαφορετική βάση και με διαφορετική μεθοδολογία από τον καθένα. Ο Μαρξ τού αποδίδει πολύ συγκεκριμένο νόημα. Πρόκειται για την παραγωγή αγαθών όπου τα πάντα, ακόμη και το ανθρώπινο εργατικό δυναμικό, αποτιμώνται ως εμπορεύματα. Τον Βέμπερ δεν τον απασχολεί ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, αλλά εστιάζει το ενδιαφέρον του στην ερμηνεία των καπιταλιστικών φαινομένων σε άλλες εποχές, μεταξύ των οποίων ο δυτικός καπιταλισμός. (Κονιόρδος,2002:95)  Ως προς τη μεθοδολογία τους, ο Μαρξ αναζητά  την ιστορική προέλευση και πορεία του καπιταλισμού , τη δυναμική και τους νόμους που τον διέπουν μέσα στην κοινωνία, ενώ ο Βέμπερ εξετάζει τις προϋποθέσεις εμφάνισής του και τους παράγοντες εκείνους που τον κατέστησαν μοναδικό δυτικό φαινόμενο. (Κονιόρδος,2002:94,98-99, Collins,2006:62-63, Fischoff, 2002:48, Αντωνοπούλου,2008:94) Ο Μαρξ προσεγγίζει το φαινόμενο ολιστικά. Οι κοινωνικές μεταβολές διατρέχουν μια γραμμική ιστορική περίοδο που ξεκινά από τη φυλετική κοινωνία (πρωτόγονος κομμουνισμός) και αφού έχει διανύσει τα στάδια της δουλείας και του φεουδαλισμού φτάνει στο τέταρτο στάδιο του καπιταλισμού. (Heywood,2007:238) Ο Βέμπερ δεν αποδέχεται τη συστημική αυτή αντιμετώπιση, χρησιμοποιεί τον ιδεότυπο και προσεγγίζει το φαινόμενο εμπειρικά. Απορρίπτει τη θέση του Μαρξ, περί οικονομικού ντετερμινισμού της κοινωνικής μεταβολής, υπογραμμίζοντας τη «μοναδικότητα» του δυτικού καπιταλισμού. (Fischoff, 2002:48) Υποστηρίζει πως αυτή οφείλεται στον εξορθολογισμό της επιστήμης, της τεχνολογίας, της νομοθεσίας, της οικονομικής ζωής, της ηθικής και του πνεύματος, τονίζοντας έτσι, εν αντιθέσει με την υλιστική μαρξιστική προσέγγιση, την επιρροή κάποιων συγκεκριμένων ιδεών στην κοινωνική μεταβολή. (Κονιόρδος,2002:93-94,97) Από την άλλη ο Μαρξ θεωρεί πως το καπιταλιστικό φαινόμενο οφείλεται στα εγγενή του στοιχεία, του κέρδους και της υπεραξίας. (Αντωνοπούλου,2008:386)
        Και οι δύο στοχαστές συγκλίνουν στην άποψη πως ο δυτικός καπιταλισμός ήταν ο πλέον κατάλληλος δρόμος για τη μετάβαση στη βιομηχανική κοινωνία. Συναποδέχονται πως  απαιτεί την ύπαρξη ενός «τυπικά ελεύθερου, αλλά άκληρου οικονομικά εργατικού δυναμικού», (Collins,2006:62-63) την ιδιοποίηση των μέσων παραγωγής από τους κεφαλαιοκράτες και την αντίληψη της εργασίας ως αυτοσκοπού, δίνοντας  όμως διαφορετική ερμηνεία ο καθένας. (Κονιόρδος,2002:59-60) Για τον Βέμπερ η εργασία είναι αρετή και ηθικός σκοπός. Είναι το καθήκον που μας όρισε ο Θεός και, επομένως, το χρέος που έχουμε απέναντί Του να εκπληρώσουμε αυτό το καθήκον. Κατά συνέπεια, ως πιστοί χριστιανοί, με απόλυτη υπακοή στην προσταγή του Δημιουργού μας, εκλαμβάνουμε την εργασία ως αυτοσκοπό. (Κονιόρδος, σ.59-60 & Weber, σ.70, 74-75) Μέσα σε αυτό το θρησκευτικό πλαίσιο της θεϊκής προσταγής διαμορφώνεται ο ωφελιμιστικός χαρακτήρας της ΠΗ που κατευθύνει τους πιστούς προτεστάντες, εργαζόμενους και επιχειρηματίες, σε «εργώδη επαγγελματική δραστηριότητα», (Κονιόρδος, σ.67) «αρεστή» στο Θεό, η οποία θα τους εξασφαλίσει τη δυνατότητα να συγκαταλέγονται ανάμεσα στους «εκλεκτούς» Του. (Κονιόρδος, σ.66-68) Η «θεόσταλτη» εργασία παρακινεί τους πιστούς να εργάζονται ευσυνείδητα και ακατάπαυστα, με σκοπό να κερδίζουν και αποταμιεύουν όλο και περισσότερο χρήμα. Έτσι καθαγιάζει τις κοινωνικές διαφορές, απογυμνώνει κάθε έννοια εκμετάλλευσης και ενισχύει το παραγωγικό καπιταλιστικό σύστημα. (Κονιόρδος, σ.74-75) Για τον Μαρξ η εργασία είναι η δραστηριότητα εκείνη που διαφοροποιεί τον άνθρωπο από τα ζώα, που τον οδηγεί στην ολοκλήρωση της προσωπικότητάς του. (Marx, 1975:99) Κάτω από αυτήν την οπτική τα άτομα εκλαμβάνουν την εργασία ως αυτοσκοπό που θα τους οδηγήσει στην αυτοπραγμάτωση και στην προσωπική τους χειραφέτηση. (Ρωμανός, 2010:14-16) Όμως, στον καπιταλισμό, η εργασία «αποξενώνει τον εργαζόμενο από το προϊόν του μόχθου του, από τη φύση του, τους συνανθρώπους του και τον εαυτό του». (Marx, 1975:100-101) Καθώς η σχέση του εργαζόμενου με την εργασία είναι μια σχέση αλλοτρίωσης, κατ’ επέκταση η ατομική ιδιοκτησία του κεφαλαιοκράτη είναι το προϊόν της αλλοτριωμένης εργασίας. (Marx, 1975:102) Αυτό το αποξενωτικό στοιχείο είναι, κατά τον Μαρξ, ο εγγενής ανορθολογισμός του καπιταλιστικού πνεύματος. Ο Βέμπερ αποδέχεται μεν τον πλουτισμό ως αυτοσκοπό, αλλά τον θεωρεί ως αποτέλεσμα εξωτερικών, μη οικονομικών, θρησκευτικών επιδράσεων. ((Löwy, στο Κονιόρδος,2002:154-155)
        Και οι δύο στοχαστές αποδέχονται την ύπαρξη του ανορθολογισμού στον καπιταλισμό, δίνουν όμως διαφορετική επεξήγηση ως προς την πηγή του. Κατά τον Μαρξ, πρόκειται για «έμφυτο, εγγενές και ουσιαστικό στοιχείο του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής», (Löwy, στο Κονιόρδος,2002:155) δηλαδή για εγγενή αδυναμία του καπιταλιστικού συστήματος που εκφράζεται με την αλλοτρίωση, η οποία θα οδηγήσει στην ανατροπή της κεφαλαιοκρατίας με την ταξική πάλη. (Κονιόρδος,2002:94, Heywood,2007:238) Ο Βέμπερ υποστηρίζει πως ο ανορθολογισμός  οφείλεται σε εξωγενείς, μη οικονομικούς, θρησκευτικούς παράγοντες, όπως η γραφειοκρατία, η εκκοσμίκευση και ο εξορθολογισμός. (Κονιόρδος,2002:94, Löwy, στο Κονιόρδος,2002:155) Θεωρεί ανέφικτη την άρση του, καθώς πιστεύει πως η εργατική τάξη είναι ανώριμη και πολιτικά ανίκανη για εξουσία. (Giddens,2002:125-126)
         Στο σημείο αυτό αναδύεται η βασική διαφωνία των δύο στοχαστών που αφορά στις προοπτικές και το μέλλον του καπιταλισμού. Για τον Μαρξ, η ιστορική γραμμική πορεία των τεσσάρων σταδίων ολοκληρώνεται με τη σύγκρουση μεταξύ της αστικής τάξης των κεφαλαιοκρατών και της εργατικής τάξης. Αφού η εργατική τάξη αποκτήσει ταξική συνείδηση και συνειδητοποιήσει πως είναι αντικείμενο εκμετάλλευσης, θα οδηγηθεί στην, με επαναστατικό τρόπο, ανατροπή του καπιταλισμού. (Κονιόρδος,2002:94, Heywood,2007:238) Για τον Βέμπερ δεν υφίσταται  σύγκρουση ανάμεσα στους καταπιεστές κεφαλαιοκράτες και τους καταπιεζόμενους εργάτες. Υποστηρίζει μία συνεχή διαπάλη ανάμεσα σε οργανωμένες ανταγωνιστικές κοινωνικές ομάδες και θεωρεί πως η επιβίωση του καπιταλιστικού συστήματος, και η πιθανότητα ανάπτυξής του εκτός  Δυτικού κόσμου, εξαρτάται από τη διατήρηση των ισορροπιών μεταξύ των ταξικών δυνάμεων, καθώς και μεταξύ ανταγωνιζόμενων δικαιοδοσιών. (Collins,2006:59-60)
        Σύγχρονοι μελετητές, όπως ο Parkin, εντοπίζουν στο έργο του Βέμπερ δύο είδη θέσεων, την «ισχυρή» και την «ισχνή», που αφορούν τη σχέση του προτεσταντισμού με τον ορθολογικό καπιταλισμό. Με την ισχυρή θέση υποστηρίζεται πως η προτεσταντική ηθική ήταν μια «καθοριστική συνιστώσα» της εμφάνισης του σύγχρονου καπιταλισμού. (Κονιόρδος,2002:95-96) Αντίθετα, η ισχνή θέση δεν θεωρεί τον προτεσταντισμό αιτία της ανάδυσης του καπιταλισμού, αλλά την ύπαρξη «μίας εκλεκτικής συγγένειας» ανάμεσα στον προτεσταντισμό και τον ορθολογικό καπιταλισμό. (Κονιόρδος,2002:96) Επομένως, ο προτεσταντισμός ήταν μεν αναγκαία προϋπόθεση της εμφάνισης του καπιταλισμού, όχι όμως και ο λόγος της πρόκλησής του. (Κονιόρδος,2002:96)
        Κατ’ αυτήν την έννοια, της ισχνής θέσης, η εκλεκτική συγγένεια της ΠΗ δεν αντιτίθεται στον ιστορικό υλισμό, αλλά, τουναντίον, μπορεί να ενυπάρχει ως κομμάτι του μαρξισμού». (Löwy, στο Κονιόρδος,2002:148) Η σύγκλιση αυτή ισχυροποιείται στα ώριμα έργα του Μαρξ, όπου αποδέχεται την αυτόνομη λειτουργία κάποιων  ιδεών και την επενέργειά τους στους υλικούς παράγοντες. (Löwy, στο Κονιόρδος, 2002:145-148 & Κονιόρδος,2002:97)  Ωστόσο, το ζητούμενο της αιτίας της εμφάνισης του καπιταλισμού, παραμένει ανοικτό. (Κονιόρδος,2002:96)
        Με αφετηρία τη θέση πως η κυρίαρχη τάξη επιβάλλει και ελέγχει κάποια συγκεκριμένη ηγεμονεύουσα ιδεολογία, (Collins,2006:41) ο Μαρξ αναγνωρίζει την εκλεκτική συγγένεια ανάμεσα στην ΠΗ και τον ανορθολογισμό του καπιταλιστικού πνεύματος. (Löwy, στο Κονιόρδος,2002:155) Ο Βέμπερ δίνει προτεραιότητα στην επίδραση των θρησκευτικών ιδεών για την καπιταλιστική ανάπτυξη. Σύμφωνα με  μεταγενέστερους μελετητές της ΠΗ, αν και υπάρχουν χωρία στα οποία ο Βέμπερ αμφισβητεί τον ιστορικό υλισμό, εντούτοις σε άλλα εμφαίνονται οι απόψεις του περί πρωταρχικότητας οικονομικών παραγόντων και συμφερόντων στους κοινωνικούς μετασχηματισμούς, ενώ δεν παραλείπει να αναφέρει πως μετά την εγκαθίδρυση του καπιταλισμού, οι θρησκευτικές ιδέες έχουν συμμετοχικό και ηθικό και όχι αναγκαίο ή καθοριστικό ρόλο. (Weber,1975:63, Collins,2006:58,60)
        Ο Βέμπερ υποστηρίζει πως το ψυχολογικό θεμέλιο του δυτικού πολιτισμού είναι η προτεσταντική διδασκαλία. Χωρίς αυτήν ο δυτικός καπιταλισμός θα καθυστερούσε ή δε θα εμφανιζόταν καθόλου. Παρατηρεί πως και σε άλλες θρησκείες ή δόγματα είχαν αναπτυχθεί «ηθικές προσεγγίσεις» που απετέλεσαν τα ψυχολογικά θεμέλια οικονομικών συστημάτων. (Κονιόρδος,2002:97-98) Ο Μαρξ δεν ασχολείται με τον ψυχολογικό παράγοντα, ως θεμέλιο της εμφάνισης του καπιταλισμού, αλλά εστιάζει στην αλλοτρίωση και στις, εξ’ αυτής, ψυχολογικές επιπτώσεις. (Κονιόρδος,2002:98)


Ο ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ  ΕΚΤΟΣ «ΤΕΙΧΩΝ»      
 
Το οικονομικό θαύμα της Νότιας Κορέας
        Το 1945 η, υπό ιαπωνική κατοχή από το 1905, κορεατική χερσόνησος διαιρέθηκε στη Βόρεια και Νότια Κορέα. Από το 1950 έως το 1953 η Νότια Κορέα ζει υπό καθεστώς «στρατιωτικής εισβολής». Απότοκος των αποικιακών βιωμάτων και της 3ετούς εισβολής ήταν η ανάπτυξη έντονων εθνικιστικών αισθημάτων και η  αίσθηση ανασφάλειας μιας συνεχούς εξωτερικής απειλής. Οι ΗΠΑ, το 1960, αποφασίζουν την παροχή οικονομικής βοήθειας που οδήγησε στο «οικονομικό θαύμα» της Νότιας Κορέας. (Kim, στο Κονιόρδος,2002:167-168) Το οικονομικό αυτό θαύμα δεν ήταν τυχαίο. Η αίσθηση της ανασφάλειας ήταν σαφές ισχυρό ψυχολογικό κίνητρο ανάπτυξης. Παράλληλα η άρρηκτα συνδεδεμένη σχέση κρατικού παρεμβατισμού  και φιλελεύθερης πολιτικής έπαιξαν θεμελιώδη ρόλο στην πορεία της οικονομικής  ανάπτυξης. Δημιουργήθηκαν οι κατάλληλοι θεσμοί, (νομικό πλαίσιο, εκπαιδευμένη και πειθαρχημένη γραφειοκρατία) ενώ ο κρατικός παρεμβατισμός συνετέλεσε στην άμεση λήψη των αναγκαίων κυβερνητικών μεταρρυθμίσεων, προκειμένου να αναπτυχθεί και εδραιωθεί ο καπιταλισμός. (Kim, στο Κονιόρδος,2007:169 , Κονιόρδος,2007:104) Επαληθεύονται επομένως οι ώριμες βεμπεριανές απόψεις περί πιθανότητας ανάπτυξης του καπιταλισμού σε κοινωνίες εκτός Δύσης, υπό την προϋπόθεση  διατήρησης ισορροπίας μεταξύ εξουσίας και οργανωμένων κοινωνικών ομάδων. (Collins,2006:59-60)
        Ο Βέμπερ στην ΠΗ τονίζει το ρόλο των ιδεών και της θρησκείας στην εμφάνιση του καπιταλισμού στη Δύση. Πρωταρχικός παράγοντας της εδραίωσης του καπιταλισμού στην Κορέα ήταν η άρχουσα τάξη, όταν αυτή ανέλαβε την εξουσία. Αφού αφομοίωσε επιλεκτικά καπιταλιστικές πρακτικές, προώθησε τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, των οποίων  σημαντικός ιδεολογικός παράγοντας ήταν ο ισχυρός «εθνικισμός». (Kim, στο Κονιόρδος,2007:169) Ο κομφουκιανισμός, δεν ήταν καθοριστικός, είχε, όμως, μια ουσιαστική επικουρία στην καπιταλιστική ανάπτυξη. (Κονιόρδος,2002:103) Στην ηθική του διδασκαλία δεσπόζουσα θέση έχουν η λιτότητα, η πειθαρχία και η σκληρή εργασία, σημαντικές αρετές της ΠΗ. (Kim, στο Κονιόρδος,2002:171) Επίσης οι σημαντικοί ιδεολογικοί παράγοντες του κομφουκιανισμού, ο «οικογενειακός εγωισμός» και η «ιδιοτέλεια της κοινότητας», έδρασαν βοηθητικά στην ανάπτυξη του καπιταλισμού. Ήταν τα κίνητρα ώθησης των Κορεατών να υιοθετήσουν καπιταλιστικές συμπεριφορές, όχι για τον πλουτισμό, αλλά για την απόκτηση κύρους και κοινωνικής και επαγγελματικής καταξίωσης. (Kim, στο Κονιόρδος,2002:176) Τέλος, η υψηλή συλλογικότητα των Κορεατών, επίδραση της κομφουκιανής διδασκαλίας συνετέλεσε καταλυτικά όχι μόνο μεταξύ εργαζομένων ή μεταξύ επιχειρήσεων αλλά και μεταξύ κυβέρνησης και μεγάλων επιχειρήσεων που είχαν άμεση σχέση με τη χώρα. Σε περιόδους κρίσεων οι αμοιβαίες αυτές προσπάθειες συνεργασίας οδήγησαν στην ραγδαία ανάκαμψη της οικονομία τους. (Κονιόρδος,2002:103)

Η ελληνική μοναδικότητα
        Ο 19ος αιώνας σηματοδοτείται από αστικοδημοκρατικές επαναστάσεις. Η Ελληνική Επανάσταση δεν είχε τη μορφή αυτών των ευρωπαϊκών επαναστάσεων. Ήταν σαφώς αστική, αφού ο ηγετικός της ρόλος ήταν στα χέρια της αστικής τάξης , αλλά κυρίως εθνικοαπελευθερωτική, καθώς το ζητούμενο της διαμόρφωσης εθνικού αστικού κράτους ταυτιζόταν με την απελευθέρωση των Ελλήνων από την φεουδαρχική οθωμανική κατοχή.
Η ελληνική αστική τάξη αναπτύχθηκε από το 1780 ως το 1820. Ήταν ανομοιογενής. Αποτελούνταν από πλοιοκτήτες, εμπόρους, γαιοκτήμονες και προεστούς, και οι δραστηριότητές τους ήταν ανεξάρτητες της παραγωγικής διαδικασίας. Το πιο σημαντικό και πρωτοπόρο τμήμα της αναπτύχθηκε στη ναυτιλία και το διεθνές εμπόριο και, δεδομένης της ευνόησης από την Οθωμανική Αυτοκρατορία του εσωτερικού και εξωτερικού εμπορίου, οι Έλληνες αστοί έκαναν επενδύσεις (εμπόριο, τράπεζες, βιοτεχνία) αντί της αποθησαύρισης των κερδών τους ως προσωπικής περιουσίας. (Πιζάνιας,1987:270)
        Το 1828 ανέλαβε κυβερνήτης ο Καπποδίστριας. Άμεσα φρόντισε για τη συγκρότηση αστικού κράτους και επιχείρησε τους απαραίτητους εκσυγχρονισμούς  για την ανάπτυξη καπιταλιστικών σχέσεων. Έτσι, με τη σύσταση του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, το 1832, δεν έχουμε ένα υπανάπτυκτο κράτος με κυριαρχία προκαπιταλιστικών τρόπων παραγωγής, αλλά καπιταλιστικό κοινωνικό σχηματισμό. Η μεγαλύτερη και ραγδαία καπιταλιστική ανάπτυξη με την αντίστοιχη κοινωνική  αναδιάρθρωση συντελέστηκε αμέσως μετά τη Μικρασιατική καταστροφή. Το 1922 η αποκατάσταση των προσφύγων, με την ανταλλαγή των πληθυσμών, απαιτεί άμεσες λύσεις σε εθνικά ζητήματα, προϋποθέτει την εθνική ομογενοποίηση και ενοποίηση και θέτει επί τάπητος τις αγροτικές μεταρρυθμίσεις.  Τέλος, σηματοδοτεί  την έναρξη μιας βιομηχανικής ανάπτυξης ικανής να καλύψει το εμφανές χάσμα με τη βιομηχανική Δύση. (Νεράντζης,2004:449)
        Σύμφωνα με τα παραπάνω η σύσταση αστικού κράτους και ο καπιταλιστικός κοινωνικός σχηματισμός είναι δεδομένα από την εποχή του πρώτη κυβερνήτη, ενώ από το 1922 η ελληνική βιομηχανική παραγωγή (π.χ κλωστοϋφαντουργία, χαλυβουργία) είναι γεγονός. Εντούτοις αρκετοί μελετητές υποστηρίζουν, πως ακόμη και σήμερα, η ενταγμένη από το 1981 στην ΕΕ Ελλάδα (που σήμανε και τη διεθνοποίηση του ελληνικού καπιταλισμού) παραμένει προ-νεωτερική σε πολιτισμικό και οικονομικό επίπεδο, αν και κυριαρχεί ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής. Οι αιτίες είναι πολλές, όπως η επιρροή που ασκεί η Ορθόδοξη Εκκλησία στους πολίτες και στην πολιτική, αλλά δεν αφορούν το ζητούμενο αυτής της εργασίας. (Τριανταφυλλίδου,:20)
      

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

        Και οι δύο στοχαστές ασχολούνται με το ίδιο ζήτημα, τον καπιταλισμό, αλλά το προσεγγίζουν με διαφορετική μεθοδολογία και πάνω σε διαφορετική βάση ο καθένας. Ο Βέμπερ επιχειρεί να επεξηγήσει τη μοναδικότητα του δυτικού καπιταλισμού, υιοθετώντας μια πολυπαραγοντική και ατομιστική προσέγγιση, προκειμένου να αναδείξει τις προϋποθέσεις της ανάδυσής του, το μέλλον του, καθώς και τους λόγους διαφοροποίησής του από τον υπόλοιπο, μη Δυτικό, κόσμο. (Κονιόρδος, 2002, σ. 97-98) Ο Μαρξ στοχεύει να βρει απαντήσεις για την ουσία του καπιταλισμού, για τον τρόπο ανάδυσής του από το φεουδαλισμό, για τον τρόπο που επιβάλλεται και κυριαρχεί στην κοινωνία, τα όριά του και τις προοπτικές του. (Κονιόρδος, 2002, σ. 99) Αν και αρχικά οι δύο θεωρήσεις δίνουν την εντύπωση της απόλυτης αντίθεσης, τελικά πρόκειται για αλληλοσυμπληρωματικές και σύμφωνα με τα λόγια του Ηράκλειτου: «Το αντίξουν συμφέρον και εκ των ενδιαφερόντων καλλίστην αρμονίαν και πάντα κατ’ έριν γίγνεσθαι»
        Τα παραδείγματα της Κορέας και της Ελλάδας αποδομούν τη θέση του Βέμπερ περί μοναδικότητας του δυτικού καπιταλισμού, καταδεικνύουν την παγκοσμιότητα  του καπιταλιστικού φαινομένου, καθώς και τη δυνατότητα και  ευελιξία του να προσαρμόζεται στις ιδιαίτερες συνθήκες κάθε κοινωνίας. Με μια φράση,  «Droit au fait», (ας υπερυσχίσουν τα γεγονότα), -Βολταίρος-.
       
      ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
·         Αντωνοπούλου Μ.,
·         Κονιόρδος Σ., Ειδικά Θέματα του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού, Τόμος Α, Η Θέση του Βέμπερ για την Προτεσταντική Ηθική της Εργασίας, ΕΑΠ, Πάτρα 2002.
·         Νεράντζης Ν., Το έπος της Μικράς Ασίας, ΠΥΡΑΜΙΔΑ, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, 2004
·         ΠΙΖΑΝΙΑΣ Π., ΜΝΗΜΩΝ, Αθήνα, 1987
·         Ρωμανός Β., Χειραφέτηση και εργασία, στο Καρακιουλάφη, ΔΙΟΝΙΚΟΣ, Αθηνα, 2010
·         Collins, R., Η τελευταία Θεωρία του Βέμπερ για τον Καπιταλισμό. Μια Συστηματοποίηση στο Κονιόρδος Σ. (επιμ.), Κείμενα Οικονομικής Κοινωνιολογίας, Εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα 2006.
·         Fischoff E., Προτεσταντική Ηθική και το Πνεύμα του Καπιταλισμού: Το ιστορικό μιας διαμάχης στο Συμπληρωματικά κείμενα των Μ. Βέμπερ και Ε. Φίσοφ στην «Προτεσταντική Ηθική», ΕΑΠ, Πάτρα 2008.
Giddens A., Ο Μαρξ, ο Βέμπερ και η εξέλιξη του καπιταλισμού στο Κονιόρδος Σ., Ειδικά Θέματα του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού, Τόμος Α, Η Θέση του Βέμπερ για την Προτεσταντική Ηθική της Εργασίας, ΕΑΠ, Πάτρα 2002.


(Βαθμός: 8)

ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΙ ΔΥΤΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ


ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ
ΣΧΟΛΗ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ
ΣΠΟΥΔΕΣ ΣΤΟΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ
ΕΠΟ 30: ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΙ ΔΥΤΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟ EΤΟΣ 2018-2019
2η Γραπτή Εργασία
της Ζαράγκα Καλλιόπης

Θέμα «Οι βυζαντινο-νορμανδικές συγκρούσεις και οι επιπτώσεις τους στη διαμόρφωση των σχέσεων του Βυζαντίου με τις ιταλικές ναυτικές πόλεις (1081-1180)»

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

        Οι βαρβαρικές επιδρομές χαρακτηρίζουν τη  βυζαντινή ιστορία. Ιδιαίτερη «σελίδα» της αποτελούν οι νορμανδικές επιδρομές που για δύο αιώνες (9ος-10ος) έσπειραν τον όλεθρο στην Ευρώπη. Οι βυζαντινοί αυτοκράτορες προκειμένου να τις αντιμετωπίζουν ζητούσαν τη βοήθεια των ιταλικών ναυτικών δυνάμεων, παραχωρώντας τους σημαντικά εμπορικά δικαιώματα. Διαμορφώθηκαν έτσι σχέσεις μιας συνεχώς ανανεούμενης υποστήριξης προς το Βυζάντιο
        Το παρόν θέμα πραγματεύεται τις νορμανδικές επιδρομές την περίοδο της Δυναστείας των τριών πρώτων Κομνηνών και εξετάζει τις σχέσεις που διαμορφώθηκαν μέσα από αυτές, ανάμεσα στο Βυζάντιο και τις ναυτικές ιταλικές πόλεις, Βενετία, Γένοβα και Πίζα.
        Αρχικά θα αναφερθούμε στις επιδρομές των Νορμανδών ξεχωριστά για την κάθε αυτοκρατορική περίοδο.  Στη συνέχεια θα αναδείξουμε τις συμφωνίες ανάμεσα στον καθένα από τους τρεις αυτοκράτορες με τις ιταλικές πόλεις. Τέλος, θα αναφέρουμε  τις σχέσεις που διαμορφώθηκαν και τον αντίκτυπό τους στην Αυτοκρατορία.



1.      Η ΔΥΝΑΣΤΕΙΑ ΤΩΝ ΚΟΜΝΗΝΩΝ ΚΑΙ Η ΝΟΡΜΑΝΔΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ

α. Αλέξιος Α΄ Κομνηνός  


         Όταν ανέβηκε στο θρόνο, ο Αλέξιος Α΄ Κομνηνός, (1081), η αυτοκρατορία βρισκόταν σε πολύ άσχημη κατάσταση, καθώς απειλούνταν, στις ακτές της Ηπείρου από τους Νορμανδούς, στα Βαλκάνια από τους Πατζινάκες και στη Μ. Ασία από τους Σελτζούκους Τούρκους. Ο στρατός αποτελείτο από ξένους μισθοφόρους, οι οποίοι, παρά τις αδρές αμοιβές τους, δημιουργούσαν προβλήματα με την απειθαρχία τους και τις διαρκείς απαιτήσεις τους, ενώ το ναυτικό υστερούσε σε στόλο. Ο Αλέξιος πάλεψε με αποφασιστικότητα εναντίον όλων αυτών των δυσκολιών. (Nicol,2010:86-88, Ostrogorsky,2008:20)
        Οι Νορμανδοί της Νότιας Ιταλίας, υπό τον Βοημούνδο, είχαν καταλάβει την Αυλώνα (Ήπειρος) και είχαν αναγκάσει τη βυζαντινή φρουρά της Κέρκυρας να παραδοθεί, ενώ ο πατέρας του ο Ροβέρτος Γυισκάρδος, εκινείτο με στρατό και στόλο προς το Δυρράχιο. Ο Αλέξιος, προκειμένου να τους αντιμετωπίσει, ζήτησε βοήθεια από τους Βενετούς, υποσχόμενος εμπορικά προνόμια. Οι Βενετοί, καθώς αντιλήφθηκαν πως οι Νορμανδοί, σε περίπτωση επιτυχίας τους, θα είχαν υπό τον έλεγχό τους τη ναυσιπλοϊα στην Αδριατική και τους εμπορικούς δρόμους που οδηγούσαν στο Βυζάντιο και την Ανατολή, κινήθηκαν γρήγορα και με προθυμία. Με δεκατέσσερα πολεμικά πλοία και σαράντα πέντε μικρά σκάφη έφτασαν στο Δυρράχιο και νίκησαν το Νορμανδικό στόλο. (Nicol,2010:87-88 & 95-96, Ostrogorsky,2008:21)
        Ο αγώνας, όμως, κρίθηκε στην ξηρά. Ο στρατός του Αλέξιου ηττήθηκε. Το Δυρράχιο, «θέση-κλειδί», λόγω της Εγνατίας οδού που  οδηγεί στη Θεσσαλονίκη και την Κωνσταντινούπολη,  πολιορκήθηκε από τον Γυισκάρδο και  παραδόθηκε. Οι Νορμανδοί εισέβαλαν στο εσωτερικό της χώρας, διέσχισαν την Ήπειρο, τη Μακεδονία και τη Θεσσαλία,  και πολιόρκησαν τη Λάρισα, με στόχο να προσπελάσουν ακόμη νοτιότερα. Τότε ο Αλέξιος συμμάχησε με τον αυτοκράτορα της Γερμανίας Ερρίκο Δ΄, ο οποίος προκάλεσε αντιπερισπασμό στο Γυισκάρδο. Ο Ερρίκος εισέβαλε στην Ιταλία, δημιουργώντας εσωτερική αναταραχή. Έτσι ο Γυισκάρδος αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Νότια Ιταλία, αφού ανάθεσε την αρχηγία στο γιο του Βοημούνδο. Οι δυνάμεις των Νορμανδών δεν μπόρεσαν να κυριεύσουν τη Λάρισα και νικήθηκαν από τον Αλέξιο. (Cheynet,2011:139, Nicol,2010:88,  Ostrogorsky,2008:21)
         Ενώ ο Γυισκάρδος ήταν απασχολημένος στην Ιταλία, οι Βενετοί, ως σύμμαχοι της αυτοκρατορίας, ανακατέλαβαν το Δυρράχιο και έδιωξαν τη νορμανδική φρουρά από την Κέρκυρα (1804). O Γυισκάρδος, αφού αποκατέστησε την ηρεμία στα εσωτερικά της Νότιας Ιταλίας, αντεπιτέθηκε νικηφόρα με 150 πλοία. Στο τέλος όμως ο νορμανδικός στόλος ηττήθηκε από τους Βυζαντινούς στο Δυρράχιο, οι οποίοι και το κατέλαβαν. Την επόμενη χρονιά ο Γυισκάρδος, επιστρέφοντας στην Ιταλία, αρρώστησε από πανούκλα, αποβιβάσθηκε στην Κεφαλλονιά, την οποία σκόπευε να καταλάβει, και πέθανε. Έτσι απαλλάχθηκε το Βυζάντιο, για αρκετά χρόνια, από τον κίνδυνο των Νορμανδών. (Nicol,2010:89-90, Ostrogorsky,2008:21-22)
        Είκοσι πέντε χρόνια αργότερα ο γιος του Γυισκάρδου, Βοημούνδος, αποφάσισε νέα επίθεση κατά του Βυζαντίου. Αφού στρατολόγησε νέους συμμάχους, αποβιβάστηκε στην Αυλώνα και επιχείρησε να καταλάβει και πάλι το Δυρράχιο. Απέτυχε όμως, καθώς η μάχη έληξε με νίκη των Βυζαντινών. Υποχρεώθηκε να συνάψει ταπεινωτική συνθήκη (1108), βάσει της οποίας θα κατείχε εφ’ όρου ζωής «ως αυτοκρατορικό τιμάριο» την Αντιόχεια, ως «λίζιος» (υποτελής) του Αλέξιου και του γιού του Ιωάννη. Τρία χρόνια αργότερα ο Βοημούνδος απεβίωσε. Ο ανεψιός του Τανκρέδος, νέος ηγεμόνας της Αντιόχειας, αρνήθηκε να τηρήσει τα συμφωνηθέντα. Έτσι θεωρήθηκε πως η Αντιόχεια ανήκε, τυπικά, και πάλι στην Αυτοκρατορία. (Ostrogorsky,2008:30, Cheynet,2001:146)

β. Ιωάννης Β΄ Κομνηνός

        Όταν αναρρήθηκε στο θρόνο ο γιος του Αλέξιου, Ιωάννης Β΄ Κομνηνός, η αυτοκρατορία περνούσε μια περίοδο οικονομικής ανάκαμψης. Ο στρατός ήταν άριστα οργανωμένος και σε όλα τα μέτωπα (Σελτζούκους, Ούγγρους, Πατζινάκες), σημείωνε σημαντικές επιτυχίες, ενώ παρέμενε ανοικτό το ζήτημα με τον ηγεμόνα των Νορμανδών  της Αντιόχειας. Ο αγώνας όμως με τον ηγεμόνα των Νορμανδών αντιμετωπίστηκε νικηφόρα το 1137. Η Αντιόχεια παραδόθηκε και ο νέος της πρίγκιπας, Ραϊμόνδος του Πουατιέ, ορκίστηκε υποταγή στον αυτοκράτορα. (Ostrogorsky,2008:45, Nicol,2010:117)
      Η  μεγαλύτερη απειλή ήταν το νορμανδικό βασίλειο της Σικελίας. Ο Ιωάννης  δημιούργησε ένα αντινορμανδικό μέτωπο, στο οποίο προσχώρησαν ο Γερμανός αυτοκράτορας  Λοθάριος Β΄,  και η Πίζα, μετά από ανανέωση των παλαιότερων εμπορικών της προνομίων. Σχεδίαζε επίσης εκστρατεία κατά της Αντιόχειας, καθώς το πρόβλημα αυτό δεν είχε λυθεί οριστικά. Όμως οι λογαριασμοί του με τους Νορμανδούς παρέμειναν ανοικτοί για τους διαδόχους του, καθώς πέθανε αιφνίδια, μετά από τραυματισμό του στην Κιλικία, σε κυνήγι αγριόχοιρων (1143). (Ostrogorsky,2008:45-46, Nicol,2010:117-118)

γ. Μανουήλ Α΄ Κομνηνός
     
        Ο Ιωάννης, λίγο πριν το θάνατό του, όρισε διάδοχό του τον εικοσαετή γιο του Μανουήλ Α΄ Κομνηνό. Από την αρχή της βασιλείας του ο Μανουήλ κλήθηκε να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο εισβολής των Νορμανδών της Σικελίας. Γι’ αυτό συμμάχησε με το βασιλιά της Γερμανίας Κονράδο Γ΄ και παντρεύτηκε την γυναικάδερφή του, Βέρθα. Η συμμαχία αυτή θα ανέτρεπε τα σχέδια του βασιλιά των Νορμανδών Ρογήρου Β΄, αν δεν μεσολαβούσε το απροσδόκητο γεγονός της Β΄ Σταυροφορίας που στέρησε την Αυτοκρατορία για αρκετό χρονικό διάστημα από τη γερμανική υποστήριξη. (Nicol,2010:119, Ostrogorsky,2008:48)
        Πράγματι, ο Ρογήρος επωφελούμενος της κατάστασης και ενόσω ο Μανουήλ ήταν απασχολημένος με τους Σταυροφόρους, κατέλαβε αιφνιδιαστικά την Κέρκυρα (1147). Στη συνέχεια, αφού λεηλάτησε και άλλα βυζαντινά νησιά του Ιονίου, κατέλαβε και λήστευσε την Κόρινθο και τη Θήβα, σπουδαία κέντρα καλλιέργειας μεταξιού στο Βυζάντιο και οι πλέον πλούσιες ελληνικές πόλεις. Ο Ρογήρος επέστρεψε  στη Σικελία με πλούσια λάφυρα και πολλούς αιχμαλώτους, μεταξύ των οποίων τους πλέον ικανούς μεταξουργούς. Ο Μανουήλ, προκειμένου να ανακαταλάβει την Κέρκυρα, ζήτησε τη βοήθεια των Βενετών, ανανεώνοντας τα εμπορικά τους προνόμια. Μετά από συνεχείς αγώνες, περίπου ενάμιση χρόνου, και με τη βοήθεια των Βενετών, κατόρθωσε να ανακαταλάβει την Κέρκυρα το καλοκαίρι του 1149. (Ostrogorsky,2008:46-47,50, Nicol,2010:119-123, Cheynet,2001:150)
        Αν και δεν υπήρχε πλέον ο νορμανδικός κίνδυνος για την Αυτοκρατορία, ο Μανουήλ αποφάσισε να μεταφέρει τον πόλεμο στη Νότιο Ιταλία, αποτέλεσμα των ονειροπόλων σχεδίων του αποκατάστασης των παλιών εδαφών της αυτοκρατορίας. Μετά το θάνατο του Ρογήρου , έστειλε στρατό στην Ιταλία, γεγονός που προκάλεσε τη διάλυση της συμμαχίας με τους Βενετούς, οι οποίοι συμμάχησαν με τον διάδοχο του Ρογήρου, τον Γουλιέλμο Α΄. Οι Βενετοί δεν επιθυμούσαν την αποκατάσταση της Βυζαντινής κυριαρχίας στην Ιταλική Χερσόνησο, καθώς θα βλάπτονταν τα εμπορικά τους συμφέροντα.  Ο βυζαντινός στρατός  είχε αρχικά κάποιες επιτυχίες, αλλά τελικά ηττήθηκε από τον Γουλιέλμο. Ο Μανουήλ αναγκάστηκε να υπογράψει ειρήνη και να εγκαταλείψει την Ιταλία. (Ostrogorsky,2008:53, Nicol,2010:129)  
 

2.      ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ ΜΕ ΤΙΣ ΙΤΑΛΙΚΕΣ ΝΑΥΤΙΚΕΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΕΣ

α. Το  «χρυσόβουλο» του Αλέξιου: Οι Βενετοί «εκτός πάσης Ρωμαϊκής εξουσίας»
       
        Η πρώτη επιδρομή των Νορμανδών είχε μοιραίες συνέπειες για την Αυτοκρατορία, αφού προκάλεσε υπερβολική ενίσχυση των Βενετών. Σύμφωνα με το γενναιόδωρο χρυσόβουλο κείμενο του Αλέξιου, οι Βενετοί εξασφάλισαν μεγάλα εμπορικά προνόμια.  Είχαν το δικαίωμα να εμπορεύονται ελεύθερα στις κυριότερες πόλεις του Βυζαντίου, χωρίς να καταβάλλουν τελωνειακούς δασμούς, θέτοντας έτσι τους ανταγωνιστές τους, Έλληνες και Ιταλούς, εκτός ανταγωνισμού. Απέκτησαν τίτλους, ελάμβαναν έκτακτες και ετήσιες χρηματικές χορηγίες και τούς παραχωρήθηκαν, καταστήματα, εργοστάσια και οικίες στην Κωνσταντινούπολη και τρεις αποβάθρες με τις αποθήκες τους στον Κεράτιο κόλπο. Όπως  έγραψε  η Άννα Κομνηνή, «το χρυσόβουλο του 1082 έθεσε τους Βενετούς εκτός πάσης Ρωμαϊκής εξουσίας»,  ελευθέρωσε, δηλαδή, τις εμπορικές τους δραστηριότητες από τον έλεγχο των Βυζαντινών. Τα προνόμια αυτά, τα οποία επεκτάθηκαν από τους διαδόχους του Αλέξιου και σε άλλες ναυτικές πόλεις της Ιταλίας, υπέσκαψαν την ήδη κλονισμένη βυζαντινή οικονομία και επέτρεψαν στους Βενετούς να θεμελιώσουν τη ναυτική και εμπορική τους κυριαρχία στη Μεσόγειο. (Nicol,2010:91-93, Ostrogorsky,2008:22)
        Ο Αλέξιος, μόλις αντιλήφθηκε πως η πολιτική του αυτή ήταν λανθασμένη, θέλησε να  επανορθώσει, παραχωρώντας προνόμια στους Πισάτες, προκειμένου να ενισχύσει την οικονομική ζωή του Βυζαντίου και να περιορίσει την ισχύ της Βενετικής Δημοκρατίας. Αυτό, όμως, ήταν μεγαλύτερο σφάλμα από το προηγούμενο.  Έσπειρε διχόνοια ανάμεσα στις ιταλικές δημοκρατίες, ένα από τα κυριότερα αίτια της κακοδαιμονίας του Βυζαντίου, καθώς διαμορφώθηκε σταδιακά η άποψη πως μόνο εφόσον εκλείψει το Βυζάντιο θα εδραιωθεί η εμπορική δύναμη της Βενετίας στη Μεσόγειο. Ωστόσο, η νίκη του 1108 στο Δυρράχιο, συντέλεσε στην εδραίωση της θέσης των Βυζαντινών στη Βαλκανική χερσόνησο. (Ostrogorsky,2008:22, Nicol,2010:110)

β. Ιωάννης Β΄ Κομνηνός: Η «αναγκαστική» επικύρωση των προνομίων

        Στα χρόνια της βασιλείας του Ιωάννη Β΄ Κομνηνού, φάνηκαν οι αρνητικές συνέπειες  των εμπορικών-διακομιστικών προνομίων των Βενετών για το βυζαντινό εμπόριο, καθώς και η αδυναμία του Βυζαντίου να συγκροτήσει αξιόλογο ναυτικό. Ο Ιωάννης αντιλήφθηκε πως τα εμπορικά προνόμια των Βενετών έβλαπταν τα συμφέροντα του βυζαντινού κράτους και τους Ιταλούς και Έλληνες εμπόρους, χωρίς μάλιστα να παρεμποδίζεται η προσέγγιση Βενετών και Νορμανδών, και αποφάσισε να τα ακυρώσει. Οι Βενετοί εξαγριώθηκαν και λεηλάτησαν τα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου (Κω, Σάμο, Λέσβο, Χίο, Ρόδο, Κεφαλλονιά). Τότε ο αυτοκράτορας, και υπό την πίεση της αυξανόμενης απειλής των Νορμανδών, αναγκάστηκε να υποχωρήσει και να ανανεώσει όλες τις παλιές συμφωνίες (1126) με την προσθήκη  της αφορολόγητης εξαγωγής βυζαντινών εμπορευμάτων. Η ενέργεια αυτή είχε καταστρεπτικές συνέπειες για το βυζαντινό εμπόριο, ήταν όμως δικαιολογημένη, αφού διαφορετικά θα ήταν αδύνατη η απόκρουση μιας συντονισμένης βενετονορμανδικής απειλής. Δέκα χρόνια αργότερα  ο Ιωάννης ανανέωσε και τα προνόμια των Πισατών για να  τους έχει κι αυτούς συμμάχους κατά των Νορμανδών. (Ostrogorsky,2008:43,46 ,Nicol,2010:112,115-116)

γ. Μανουήλ Α΄ Κομνηνός: Προνόμια στους αντιπάλους

        Η προνομιακή θέση των Βενετών ήταν ένα δυσβάσταχτο βάρος για το βυζαντινό εμπόριο, γι’ αυτό  όταν ο Μανουήλ ανέβηκε στο θρόνο, «παρέβλεψε» για τέσσερα χρόνια να ανανεώσει τα εμπορικά τους προνόμια. Όμως, η κατάληψη της Κέρκυρας από τους Νορμανδούς, το 1147 τον ανάγκασε να ζητήσει τη βοήθειά τους  και εξέδωσε, ως ανταμοιβή, χρυσόβουλο, επικυρώνοντας τα προνόμια που τους είχαν παραχωρήσει ο πατέρας του και ο παππούς του. Λίγους μήνες αργότερα με δεύτερο χρυσόβουλο επέκτεινε τη βενετική συνοικία στην Κωνσταντινούπολη, προσθέτοντας νέες ιδιοκτησίες  και μία τέταρτη αποβάθρα στο Γαλατά, πετυχαίνοντας  να του διαθέσουν το στόλο τους. Η κίνηση αυτή  ήταν επιβεβλημένη, αφού η κατάληψη της Κέρκυρας από τους Νορμανδούς ελόχευε τον κίνδυνο εισβολής τους στην ηπειρωτική Ελλάδα, ενώ παράλληλα κινδύνευαν τα συμφέροντα του Βυζαντίου και των Βενετών στην Αδριατική. (Ostrogorsky,2008:46-47, Nicol,2010:119-120, Cheynet,2001:150 ) 
        Μετά τη διάλυση της συμμαχίας με τους Βενετούς ο Μανουήλ, προκειμένου να σταθεροποιήσει τις σχέσεις του με τις υπόλοιπες ιταλικές πόλεις, αλλά και να ανακόψει την ολοένα αυξανόμενη οικονομική διείσδυση των Βενετών, παρέχει ανάλογα εμπορικά προνόμια στην Πίζα και τη Γένουα. Οι Βενετοί αντέδρασαν βίαια, με αποτέλεσμα να διακοπούν οι σχέσεις Βυζαντίου-Βενετίας για δέκα χρόνια.


ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

       Οι Κομνηνοί παραχώρησαν προνόμια στις ναυτικές πόλεις της Ιταλίας, για διαφορετικούς λόγους ο καθένας. Ο Αλέξιος Α΄ παραχώρησε εμπορικά προνόμια στους Βενετούς, για να εξασφαλίσει τη βοήθειά τους στην απόκρουση των Νορμανδών, οι οποίοι είχαν εισβάλει στην Ελλάδα. Ο Ιωάννης Β΄ αρνήθηκε να επικυρώσει εκ νέου τα προνόμια των Βενετών, καθώς έβλαπταν τα συμφέροντα του βυζαντινού κράτους. Υποχώρησε, όμως, εξαιτίας της δυναμικής αντίδρασής τους.  Ο Μανουήλ Α΄, επικύρωσε τα προηγούμενα προνόμια των Βενετών και τους παραχώρησε νέα, καθώς ελόχευε νορμανδική εισβολή στην ηπειρωτική Ελλάδα. Όταν «έσπασε» η συμμαχία με τους Βενετούς, προκειμένου να μειώσει την ολοένα αυξανόμενη οικονομική διείσδυσή τους, παραχώρησε προνόμια στην Πίζα και τη Γένουα.
Η παραχώρηση εμπορικών προνομίων από τους Κομνηνούς στις ιταλικές ναυτικές πόλεις, ήταν επιβεβλημένες για την αντιμετώπιση της νορμανδικής εισβολής, αλλά αποδείχθηκαν  καταστροφικές  για την οικονομία του κράτους, το θαλάσσιο εμπόριο των βυζαντινών, ενώ, μακροπρόθεσμα, υπονόμευσαν και την ίδια την ύπαρξη της  αυτοκρατορίας

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
      
·         Nicol, D., Βυζάντιο και Βενετία, μτφρ. Χριστίνα-Αντωνία Μουτσοπούλου, Παπαδήμα, Αθήνα 2010.
·         Cheynet, J,-C, Ο Βυζαντινός κόσμος, Τόμος Β΄, Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία (641-1204), ΠΟΛΙΣ, Αθήνα 2011
·         Ostrogorsky, G., Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, Τόμ. Γ΄, 5η έκδοση, Ιστορικές Εκδόσεις Στεφανόπουλος, Αθήνα 1997


 ((Βαθμός:8,5)

Copyright©iepoxhtonakron/by:Ζαραγκα Κοροβεση Ποπη