Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Τρίτη 9 Απριλίου 2019

Η ΣΧΟΛΗ ΤΗΣ ΦΡΑΝΚΦΟΥΡΤΗΣ




ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ
ΣΠΟΥΔΕΣ ΣΤΟΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ
ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: ΕΠΟ 41
ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ: 2018-2019

Τρίτη Γ.Ε της Ζαράγκα Καλλιόπης


 ΘΕΜΑ: «Παρουσιάστε τις βασικές γραμμές της κριτικής της Νεωτερικότητας από τη Σχολή της Φρανκφούρτης»

v ΕΙΣΑΓΩΓΗ

                Την περίοδο του Μεσοπολέμου, και συγκεκριμένα το 1923, αναδύεται η νεομαρξιστική Σχολή της Φρανκφούρτης, άτυπος όρος του Ινστιτούτου Κοινωνικής Έρευνας, ως φιλοσοφικό ρεύμα «Κριτικής Θεωρίας» απέναντι στη νεωτερικότητα. Η Σχολή συγκροτείται από έναν κύκλο Γερμανοεβραίων διανοητών, τον Max Horkheimer, τον Theodor Adorno και τον Herbert Marcuse. (Craib,2011:304) Οι τρεις αυτοί στοχαστές, διατυπώνουν θέσεις και απόψεις που συγκλίνουν στη διαπίστωση της κυριαρχίας της καπιταλιστικής κοινωνίας επί των μελών της, μέσω του εργαλειακού λόγου και  της πολιτιστικής βιομηχανίας και προτείνουν διεξόδους και εναλλακτικές για την όδευση, από τον υφιστάμενο φιλελεύθερο κόσμο, προς την ελευθερία και την ευτυχία, καθώς και το μετασχηματισμό της κοινωνίας σε μια «συνένωση ελεύθερων ανθρώπων». (Ιακώβου, 2008:297,301)  
        Στην εργασία αυτή θα επιχειρήσουμε την προσέγγιση της Κριτικής Θεωρίας, ευθύς μόλις κάνουμε μια σύντομη παρουσίαση των βιογραφικών στοιχείων κάθε στοχαστή.


v ΣΧΟΛΗ ΤΗΣ ΦΡΑΝΚΦΟΥΡΤΗΣ

                   I.            ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ

·         Max Horkheimer η «κυρίαρχη μορφή της Σχολής της Φρανκφούρτης»
        Ο Max Horkheimer γεννήθηκε το 1895 στη Στουτγκάρδη από  Εβραίους γονείς. Λόγω οικογενειακών προβλημάτων εγκατέλειψε το γυμνάσιο στην ηλικία των δεκαέξι ετών για να εργαστεί στο εργοστάσιο του πατέρα του, το οποίο και τελείωσε μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.  Στη συνέχεια σπούδασε φιλοσοφία και ψυχολογία. Το 1925, με τη διατριβή του  «Η Κριτική της Κριτικής Ικανότητας» του Καντ, ανακηρύχθηκε υφηγητής και το επόμενο έτος διορίστηκε ως υφηγητής στο πανεπιστήμιο της Φρανκφούρτης. Το 1930 ο Horkheimer εκλέχθηκε να αναλάβει τη διεύθυνση του Ινστιτούτου Κοινωνικής Έρευνας, μια θέση που κράτησε για πολλά χρόνια. Το ίδιο έτος αναλαμβάνει την έδρα της κοινωνικής φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Φρανκφούρτης, την οποία κρατά μέχρι τη συνταξιοδότησή του, στα μέσα της δεκαετίας του 60. (https://www.marxists.org/glossary/people/h/o.htm#horkheimer-max)

·         Theodor Adorno το «πνεύμα που πάντα αρνείται»
        Ο Theodor Adorno διεθνούς φήμης κοινωνιολόγος, φιλόσοφος, μουσικολόγος και συνθέτης, γόνος πλούσιου Εβραίου εμπόρου κρασιών, γεννήθηκε στη Φρανκφούρτη το 1903. Θεωρούνταν παιδί-θαύμα, καθώς είχε από μικρός το χάρισμα να σκέφτεται και να τα ξέρει όλα. Εξελίχθηκε σε μια ανατρεπτική διάνοια, σε ένα ανεξάρτητο πνεύμα, στο «πνεύμα που πάντα αρνείται», όπως λέει ο Γκαίτε. Σύμφωνα με τον βιογράφο του, Ντέτλεβ Κλάυσεν, ο Theodor Adorno είναι η «τελευταία μεγαλοφυΐα» της εποχής μας, ένας ταλαντούχος διανοητής, που ξεκινώντας ως «παιδί-θαύμα»,  αξιοποιεί με ακατάπαυστη εργασία τα ταλέντα του. (https://www.tovima.gr/2008/11/24/opinions/o-themeliwtis-tis-kritikis/)

·         Herbert Marcuse ο «πατέρας της Νέας Αριστεράς»
        Ο Herbert Marcuse (1898-1979) ήταν Γερμανός εβραϊκής καταγωγής, θεωρητικός μαρξιστής, κοινωνιολόγος και φιλόσοφος. Θεωρείται από τους κορυφαίους στοχαστές του 20ού αιώνα. Ως μέλος του Ι.Κ.Ε πρωτοστάτησε στη διαμόρφωση της Κριτικής Θεωρίας. Το 1934 αυτοεξορίστηκε στις ΗΠΑ, όπου κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου εργάστηκε ως αναλυτής στο Γραφείο Στρατιωτικών Μελετών (OSS). Αργότερα ως καθηγητής, δίδαξε σε πολλά αμερικανικά πανεπιστήμια.  Χαρακτηρίστηκε  «πατέρας της Νέας Αριστεράς», καθώς κατά τις δεκαετίες του ΄60 και του ΄70 εμπνεύστηκαν από τη σκέψη του ριζοσπάστες διανοούμενοι και πολιτικοί ακτιβιστές. (https://www.protoporia.gr/author_info.php?authors_id=907776)


               II.            «Η ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ»

·         Ιστορικό-κοινωνικό πλαίσιο, θεωρητικό υπόβαθρο, περιεχόμενο, στόχοι και επιδιώξεις
        Η Σχολή της Φρανκφούρτης αναδύεται κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου, μια περίοδο κατά την οποία το όραμα του Διαφωτισμού για κοινωνική πρόοδο, ευημερία, δημοκρατία και ελευθερία διαψεύδεται. (Φωτόπουλος, 2010:326) Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, η εγκατάλειψη των αρχών της Οκτωβριανής Επανάστασης στη Σοβιετική Ένωση και η διαμόρφωση (σε αυτήν) μιας μορφής ολοκληρωτικής δικτατορίας, καθώς και η οικονομική κρίση του 1929, σηματοδότησαν την αμφισβήτηση του φιλελεύθερου πολιτικού συστήματος και ενίσχυσαν την άνοδο των ολοκληρωτικών  καθεστώτων, του Φασισμού και του Ναζισμού. (Ράπτης, 2000:167)  Η άνοδος του Χίτλερ στην εξουσία το 1933, με το Ναζισμό να βρίσκεται στη Γερμανία σε πλήρη άνθηση, αναγκάζει τη Σχολή της Φρανκφούρτης να αναζητήσει νέα πατρίδα και να  καταφύγει στις Η.Π.Α.  όπου εκεί βιώνει τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, καθώς και την εδραίωση του καπιταλισμού ως κοινωνικού συστήματος. Μέσα σε αυτό το ιστορικο-κοινωνικό πλαίσιο, στο οποίο συντρίβεται το Δυτικοευρωπαϊκό αριστερό κίνημα και επομένως «κάθε ελπίδα για μια ριζική κοινωνική αλλαγή», καρατομείται η δημοκρατία από το ναζισμό, την κινητήρια δύναμη της εξέλιξης των καπιταλιστικών κοινωνιών, γαλουχήθηκε και εκδηλώθηκε το κοινωνιολογικό πνεύμα των Αντόρνο, Χορκχάιμερ και Μαρκούζε, κύριων εκπροσώπων της «Κριτικής Θεωρίας». (Craib, 2011:304-305)
        Ο Χορκχάιμερ το 1930 διατυπώνει τους βασικούς στόχους της Κριτικής Θεωρίας, καταδεικνύοντας πως αυτή συνιστά μια παρέμβαση στην κρίση του μαρξισμού. Η Κριτική Θεωρία ασκεί κριτική στα παραδοσιακά φιλοσοφικά και επιστημολογικά συστήματα της εποχής, επισημαίνοντας την ανάγκη συγκερασμού της έρευνας όλων των κοινωνικών επιστημών, προκειμένου να παραχθεί ουσιώδης συνδυαστική γνώση και όχι μια απλή καταγραφή αφηρημένων και εξειδικευμένων ζητημάτων. Ως βασικό κριτήριο ορθότητας της θεωρίας θέτει την επικρατούσα κοινωνική κατάσταση, την έρευνα και επεξήγηση των κρίσιμων κοινωνικών γεγονότων, τις συνθήκες που τα γέννησαν, καθώς και τη βαρύτητα των αποτελεσμάτων που απορρέουν από την Κριτική Θεωρία και τη δυνατότητά της «να συμβάλλει στη διαμόρφωση ή και στη μετατροπή του κόσμου». (Ιακώβου, 2008:298-301) Για να επιτευχθεί αυτό είναι απαραίτητο να μελετηθούν όλοι οι υφιστάμενοι κοινωνικοί και ιστορικοί παράγοντες. Η κοινωνία αντιμετωπίζεται ως μια ολότητα που επηρεάζει και «οδηγεί» την επιστήμη, η οποία εξαρτάται και επηρεάζεται από την κοινωνία, καθώς

βασίζεται (η επιστήμη) σε μια κοινωνική θεωρία. (Craib, 2011:315-316)
 

        Η «Κριτική Θεωρία» έλκει την καταγωγή της από τη  διαλεκτική εγελιανή φιλοσοφία. Σημείο αναφοράς της είναι τα νεανικά κείμενα του Μαρξ και ειδικότερα η έννοια της αλλοτρίωσης. (Craib, 2011:290, Jay, 2009:41) Η μαρξιστική ανάλυση εμπλουτίζεται με τη φροϋδική θεωρία.  Έτσι διαμορφώνεται ένα ερευνητικό πρόγραμμα που επεκτείνεται σε πολλά πεδία της κοινωνικής πραγματικότητας, (μαζική κουλτούρα, αισθητική…) στοχεύοντας στη διερεύνηση της σχέσης ανάμεσα «στην οικονομική ζωή, την ψυχική ανάπτυξη των ατόμων και τις πολιτισμικές μεταβολές». (Ιακώβου, 2008:299)
        Η προβληματική της Κριτικής Θεωρίας είναι η κυριαρχία της καπιταλιστικής κοινωνίας επί των μελών της, η οποία με τρόπους και μέσα χειραγώγησης και εξαπάτησής τους, φτάνει στον προσδοκώμενο στόχο της, τη διασφάλιση και διαιώνιση του καπιταλισμού. (Craib, 2011:308) Αυτό το καταπιεστικό, κυριαρχικό σύστημα, χαρακτηριστικό της νεωτερικής κοινωνίας, είναι, κατά τον Μαρκούζε, ένα παράλογο και παραμορφωμένο «παιδί» του Διαφωτισμού. Ο Διαφωτισμός έχει αποδειχθεί μια «μαζική απάτη» (Ιακώβου, 2008:306) καθώς το εγγενές στοιχείο του, η ορθολογικότητα, οδήγησε στην ανάπτυξη της βιομηχανικής-καπιταλιστικής κοινωνίας και, κατ’ επέκταση, στην αλλοτρίωση της ανθρώπινης φύσης και της αποξένωσης του ατόμου από τον εαυτό του. (Φωτόπουλος, 2010:326-327)  Η κοινωνία που ο ίδιος ο άνθρωπος δημιούργησε, πλέον ως καπιταλιστική, κυριαρχεί  πάνω του, τον αλλοτριώνει και τον χειραγωγεί σαν δικό της δημιούργημα. Αυτή η αντίφαση, η κοινωνία ως, αφενός ανθρώπινο δημιούργημα, και αφετέρου ως αυτόνομος και καταπιεστικός μηχανισμός, είναι το αντικείμενο της Κριτικής Θεωρίας που έθεσε ο Χορκχάιμερ. (Ιακώβου, 2008:300-301, Craib, 2011:291)
        Η καπιταλιστική οικονομία, «μετά από μια πορεία ανόδου ανάπτυξης των ανθρώπινων δυνάμεων και κυριαρχίας και χειραφέτησης του ατόμου πάνω στη φύση», δρα ανασταλτικά στον άνθρωπο, ο οποίος ως αυτόνομη ηθική οντότητα έχει χαθεί.  Χρησιμοποιώντας την τεχνολογία και την επιστήμη, αντί για πολιτισμό παράγει βαρβαρότητα, δημιουργώντας «ολοκαυτώματα» και εξοντώνοντας εκατομμύρια ανθρώπους. Ο Ορθός επιστημονικός Λόγος υποτάσσεται πλέον στην πνευματική κυριαρχία ενός ακρωτηριασμένου ηθικά πνεύματος. Επιδίωξή του είναι, όχι η ευτυχία και καλυτέρευση της ζωής του ανθρώπου, αλλά η εξεύρεση μέσων και μεθόδων για την πραγμάτωση στόχων, δηλαδή ταξικών, πολιτικών και οικονομικών συμφερόντων, αδιάφορων για τις ηθικές συνέπειες, προκαλώντας καταστροφή, φρίκη και ολοκαυτώματα. Αυτή η αντίφαση συνιστά την προβληματική της Κριτικής Θεωρίας, αλλά και το ενδιαφέρον της για την ανατροπή και το ριζικό μετασχηματισμό της κοινωνίας σε μια κοινωνία «συνένωσης ελεύθερων ανθρώπων». (Ιακώβου, 2008:301)

·         Εν αρχή ην ο άνθρωπος       
        Εν αρχή ην ο άνθρωπος, βουτηγμένος στο φόβο της άγνοιας και του άγνωστου, έρμαιο του φυσικού κόσμου και των αμείλικτων δυνάμεών του. Εν αρχή ην ο άνθρωπος που αναζήτησε μέσα από το Λόγο να κατανοήσει τη φύση, τον κόσμο γύρω του και τον εαυτό του, ώστε με τον περήφανο καλπασμό του έμψυχου αλόγου να περπατά, ως έλλογο ον, γερά πάνω στη γη, αποδεσμευμένος από τις «άλογες» και «μαγικές» δυνάμεις του φυσικού κόσμου. Εν αρχή ην ο άνθρωπος που, με όπλο του τον Ορθό επιστημονικό Λόγο, στόχευσε να οδηγηθεί στην απομάγευση του κόσμου, ώστε να καλπάζει ελεύθερος από προκαταλήψεις και δεισιδαιμονίες, καθώς θα έχει κατανοήσει και συμφιλιωθεί με τη φύση και τα όντα της, και κατ’ επέκταση  με την κοινωνία και τα μέλη της. Στόχευσε να δημιουργήσει πολιτισμό, για μια κοινωνία όπου τα μέλη της θα ζουν ευτυχισμένα και ειρηνικά και θα προοδεύουν, για τα ίδια και για το όλον  της ανθρωπότητας.
        Σε αυτή την αποθέωση του Λόγου και την ακλόνητη πίστη στην πρόοδο οι εκφραστές της Σχολής της Φρανκφούρτης ασκούν κριτική, χαρακτηρίζοντας το Διαφωτισμό «μαζική απάτη» (Ιακώβου, 2008:306), παρατηρώντας πως ο ορθολογισμός έχει οδηγήσει σε ένα κόσμο βαρβαρότητας, καταπίεσης και ανελευθερίας. Θεωρούν πως ο Διαφωτισμός ως κίνημα βασίζεται στην προοδευτική σκέψη και την απαλλαγή του ανθρώπου από τον αρχέγονο φόβο της άγνωστης φύσης που απειλεί την αναπαραγωγή και επιβίωσή του, στοχεύοντας στην αυτοσυντήρηση και την κυριαρχία του πάνω στη φύση. (Ιακώβου, 2008:307) Σύμφωνα με αυτά ο Διαφωτισμός δεν νοείται απλώς ως νεωτερικό κίνημα, αλλά ως ο ίδιος ο ορθολογισμός, με θεμελιώδη αρχή του την επικυριαρχία και τον έλεγχο του ανθρώπου στη φύση, μέσω της επιστημονικής γνώσης και των τεχνολογικών εξελίξεων. Όμως έτσι ο Λόγος υποβιβάζεται σε μια εργαλειακή λογική. Ό,τι δεν κατανοείται ορθολογικά, ή δεν είναι χρήσιμο, ή δεν εξηγείται μέσω της αφαιρετικής μαθηματικής σκέψης, θεωρείται ύποπτο για το Διαφωτισμό, καθώς εμποδίζει τη διαδικασία της κυριαρχίας του ανθρώπου πάνω στη φύση και, επομένως πρέπει να ακυρωθεί. (Ιακώβου, 2008:308,310) Η φύση «αντικαθίσταται» από μαθηματικές έννοιες, αξιώματα, νόμους, κανόνες και πειθαρχημένες ιδεολογικές διεργασίες. Δημιουργείται έτσι μια κοινωνική πραγματικότητα, η νεωτερική, προκαθορισμένη και νομοτελειακά άδικη, καθώς το «κυρίαρχο» άτομο υποβιβάζεται σε αντικείμενο με προβλέψιμες και συμβατικές συμπεριφορές και αντιδράσεις και ο επιστημονικός Λόγος, ως εργαλειακός, εκφράζει, προωθεί και προστατεύει συγκεκριμένα ταξικά, οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα. (Ιακώβου, 2008:310-311, Χορκχάιμερ, 1987:16-18)
        Ο Χορκχάιμερ και ο Αντόρνο παρατηρούν αντιστοιχίες της εργαλειακής λογικής του διαφωτισμού, εξήγηση, αφαίρεση, ταξινόμηση, συστηματοποίηση και προδιαγεγραμμένη κοινωνική πραγματικότητα, με το μύθο. Μέσα από το μύθο δεν αναδύεται κάτι καινούριο και ελπιδοφόρο, αλλά το παλιό, με τη λογική κατάληξη πως καθετί  νέο και πρωτόγνωρο πρέπει να τιμωρηθεί/αφαιρεθεί και να επικρατήσει η λογική της επανάληψης, του προδιαγεγραμμένου/προκαθορισμένου που θα υπηρετήσει τα συμφέροντα της κοινωνίας την οποία εκφράζει. Κοντολογίς, αν και ο Διαφωτισμός ευαγγελίστηκε, με τον Ορθό Λόγο, την απομάγευση του κόσμου και την κάθαρσή του από  δεισιδαιμονίες και φαντάσματα και την καθολική χειραφέτηση του ανθρώπου από το Μύθο και τις προκαταλήψεις, τελικά παρέμεινε δέσμιός τους. (Ιακώβου, 2008:310-311)
        Οι δύο στοχαστές, Αντόρνο και Χορκχάιμερ, υποστηρίζουν πως ο Λόγος του Διαφωτισμού στη νεωτερική κοινωνία έχει καταστεί εργαλειακός, καθώς χρησιμοποιείται για τη χειραγώγηση της ανθρώπινης σκέψης, «αποκηρύσσοντας την ελπίδα» (Ιακώβου, 2008:310)  για την προσέγγιση της αλήθειας, την κατάκτηση της ελευθερίας και τη χειραφέτηση. Έχει αποξενωθεί από το περιεχόμενό του που τον προσδιόριζε ως Λόγο με Λ κεφαλαίο, την ικανότητα δηλαδή του σκέπτεσθαι και του λέγειν, και η χρήση του είναι πλέον καθαρά γλωσσική, με συντακτικούς και γραμματικούς κανόνες και χωρίς καμιά άλλη λειτουργία. (Χορκχάιμερ, 1987:17) Με απλά και κατανοητά λόγια ο Λόγος νοείται ως «η λογική», ο συλλογισμός και «ο ορθολογισμός», ενώ ο εργαλειακός λόγος είναι εκείνος που εξυπηρετεί ωφελιμιστικούς σκοπούς, το «εργαλείο» για την επίτευξη υλικών στόχων.

·         Εργαλειακός λόγος
        Ο εργαλειακός λόγος κυριαρχεί σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής της νεωτερικής κοινωνίας και έχει δύο διαστάσεις. Απ’ τη μια νοείται ως ο τρόπος «σκέψης και θέασης του κόσμου», δηλαδή πώς ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται τον κόσμο συνολικά, αλλά και τα επί μέρους στοιχεία του, καθώς και ο τρόπος που  χρησιμοποιεί κάθε φορά συγκεκριμένα στοιχεία ως εργαλεία για να πετύχει τους σκοπούς του. Η δεύτερη διάσταση συνίσταται στο πώς το άτομο αντιμετωπίζει την επιστημονική γνώση για την επίτευξη των στόχων του. Στο σημείο αυτό ο εργαλειακός λόγος αποκτά διττή σημασία, καθώς διαχωρίζει ριζικά την αντικειμενική πραγματικότητα από την υποκειμενική κρίση. Εν ολίγοις ο εργαλειακός λόγος μας προσφέρει  τη γνώση για την επίτευξη των στόχων μας, αλλά σε μας εναπόκειται πώς θα αξιοποιήσουμε αυτή τη γνώση και ποιους σκοπούς θα υπηρετήσουμε μέσω αυτής. Η επιστήμη δίνει στον άνθρωπο τις απαραίτητες γνώσεις για να φτάσει σε ένα επιθυμητό αποτέλεσμα. Δεν θέτει όρους για το πώς αυτό θα αξιοποιηθεί παραπέρα, αν δηλαδή θα χρησιμοποιηθεί για ειρηνικούς σκοπούς ή για βασανιστήρια και θηριωδίες. Η αξιοποίηση των επιστημονικών γνώσεων εναπόκειται στον ίδιο τον άνθρωπο (Craib, 2011:309-311) που, δυστυχώς, εξαιτίας του «η επιστήμη κατηγορήθηκε για κατώτερη ηθικότητα, αλλά αυτή η κατηγορία είναι άδικη.  Η ηθική συμπεριφορά είναι θέμα παιδείας, είναι μια καθαρά ανθρώπινη υπόθεση». (Αϊνστάιν, αποφθεύγματα).       
        Σύμφωνα με την Κριτική Θεωρία, η εργαλειοποίηση του Λόγου και η χρήση του από τις καπιταλιστικές κοινωνίες μετάλλαξε τον άνθρωπο και τη φύση σε σύμβολα, αριθμούς και μετρήσιμα στοιχεία, εξαφανίζοντας έτσι την ανθρώπινη δημιουργικότητα. Κατά τον Μαρκούζε ο άνθρωπος, σύμφωνα με τη φροϋδική θεωρία, καταστέλλει τα ένστικτά και τις επιθυμίες του για ηδονή, μια καταστολή που ως ένα βαθμό θεωρείται θεμιτή προκειμένου να δομηθεί ο πολιτισμός και η αρμονική κοινωνική οργάνωση. Όμως οι πλεονάζοντες περιορισμοί που επιβάλλονται από την κοινωνική κυριαρχία, σε συνδυασμό με την καταπίεση  από την εντατικοποίηση της βιομηχανικής παραγωγής, οδηγούν στην πλήρη καταπίεση και χειραφέτηση των ανθρώπινων ενστίκτων, ακυρώνοντας την έννοια του Λόγου που αποτελεί το πρόταγμα και το διακύβευμα του Δυτικού πολιτισμού. Έτσι η τεχνολογική ορθολογικότητα διαμορφώνει μια νεωτερική κοινωνία, στην οποία δημιουργείται πρόσφορο έδαφος για την ανάπτυξη και επικράτηση ολοκληρωτικών (φασιστικών, ναζιστικών, σταλινικών) καθεστώτων, μιας ολοκληρωτικής κοινωνίας όπου τα μέλη της δεν έχουν το δικαίωμα του αυτοκαθορίζεσθαι. (Φωτόπουλος, 2010:327-328)

·         Πολιτιστική βιομηχανία και μαζική κουλτούρα

        Οι τρεις στοχαστές ασχολήθηκαν με την πολιτιστική βιομηχανία για τριάντα περίπου χρόνια, όπως μαρτυρούν τα κείμενά τους. Καθώς βρίσκονται αυτοεξόριστοι στην Αμερική μετά την άνοδο του φασισμού και την ανάρρηση του Χίτλερ στην εξουσία το 1933, έρχονται σε επαφή με τη βιομηχανία της ψυχαγωγίας και τη διαμόρφωση της μαζικής κουλτούρας, η οποία βρίσκεται στον αντίποδα της αυθεντικής τέχνης. Εντοπίζουν πως η μαζική κουλτούρα συνιστά μια μορφή πολιτιστικού ολοκληρωτισμού, καθώς μέσω αυτής χειραγωγείται η κοινωνία και σχηματοποιείται ένας συγκεκριμένος τρόπος ζωής. Η αυθεντική και αυτόνομη τέχνη περιθωριοποιείται, αδυνατώντας να αναμετρηθεί με την επέλαση και επιβολή ενός κερδοσκοπικού πολιτισμού, ο οποίος στοχεύει στην ανάγκη για ανθρώπινη ψυχαγωγία, με μοναδική του αξία τον ήχο του χρήματος και το όλο και μεγαλύτερο μερίδιο στο χρηματιστήριο. Η πολιτιστική βιομηχανία, συνεπικουρούμενη από τις σύγχρονες τεχνολογικές εξελίξεις, χειραγωγεί και ποδηγετεί τις μάζες με αμφιβόλου ποιότητας αναγνώσματα, θεάματα και ακροάσεις, δημιουργώντας, μέσω των ΜΜΕ και των διαφημίσεων, νέα αισθητικά πρότυπα. Η τέχνη δεν στηρίζεται πλέον στην έμπνευση, αλλά στην κοινωνική επιβολή και στην πολιτική και οικονομική κυριαρχία, αποβλέποντας στην ενδυνάμωση και αναπαραγωγή της καπιταλιστικής κοινωνίας. (Φωτόπουλος, 2010:329-330)
        Ο Μαρκούζε, ασκεί κριτική στο θετικισμό και τον κατηγορεί πως, ως ιδεολογικό δόγμα της τεχνοκρατικής κοινωνίας, εμποδίζει τα άτομα να δουν την πραγματικότητα όπως ακριβώς είναι, τους διαμορφώνει μια ψευδή συνείδηση γι’ αυτήν, με αποτέλεσμα να αποδέχονται αναντίρρητα κάθε υφιστάμενη κατάσταση. Έτσι διαμορφώνεται ένας μονοδιάστατος και τυποποιημένος τρόπος ζωής και σκέψης, ξεκομμένος και αποξενωμένος από κάθε δημιουργική ανησυχία. Ο Μαρκούζε αναζητά, μέσα από την κριτική στάση του, να αναδείξει τις αντιφάσεις του εργαλειακού λόγου και προτάσσει την αντικατάστασή του από μια άλλη, καθαρότερη μορφή που θα δίνει τη δυνατότητα της χειραφέτησης του ατόμου και της απελευθέρωσής του από την καταπίεση, ώστε να δημιουργηθεί ένας κόσμος όπου η φύση και η κοινωνία θα συνυπάρχουν ελεύθερα και ειρηνικά και θα εκπληρούν την επιθυμία των ανθρώπων για ευτυχία. Αμφισβητεί ανοιχτά την εργατική τάξη ως υποκείμενο επανάστασης, θεωρώντας πως αυτή πλέον εφησυχάζει και έχει γίνει κομμάτι της νεωτερικής κοινωνίας και της ψεύτικης ευημερίας της. Γι’ αυτό αναζητά, ξεφεύγοντας της κλασικής μαρξιστικής αντίληψης, νέα ανατρεπτικά κοινωνικά υποκείμενα στους περιθωριακούς της σύγχρονης βιομηχανικής κοινωνίας, αλλά και στο σπουδαστικό κίνημα νεολαίας. (Φωτόπουλος, 2010:327-332)

v  ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

        Η Κριτική Θεωρία αποτελεί μια κριτική επίθεση κατά της νεωτερικότητας, και των κοινωνικοοικονομικών, τεχνολογικών και πολιτισμικών αλλαγών που την χαρακτηρίζουν. Οι τρεις στοχαστές συγκλίνουν στην άποψη πως το όραμα του Διαφωτισμού για ελευθερία και πρόοδο διαψεύστηκε, καθώς η ορθολογικότητα υποβιβάστηκε σε μέσο τυποποίησης του ανθρώπινου πνεύματος. Η επιστημονική πρόοδος και η τεχνολογική εξέλιξη κατέστησαν υπηρέτες των συμφερόντων της καθεστηκυίας τάξης, πέρα και έξω από κάθε ηθική, έναντι ακόμη και αυτής της αξίας της ίδιας της ανθρώπινης ζωής.
        Αν και η Κριτική Θεωρία έδωσε όραμα για τη διαμόρφωση μιας ποιοτικής, ελεύθερης και ειρηνικής  κοινωνίας, όμως απέτυχε να μετουσιώσει σε πράξη το ιδεολογικό της οπλοστάσιο. Εντούτοις, η αμφισβήτηση  των καπιταλιστικών δομών, το πνεύμα ρομαντικής διάθεσης και η κριτική της στη μαζική κουλτούρα, ανέδειξε και πυροδότησε κινήματα αμφισβήτησης και σφράγισε την κριτική της στη νεωτερικότητα.

Βαθμός: 9,00


v  ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ø  Ιακώβου, Βίκυ (2008), «Η Κριτική Θεωρία και η Νεωτερικότητα», στο Σ. Κονιόρδος (επιμ.), Κοινωνική Σκέψη και Νεωτερικότητα, Αθήνα, εκδόσεις Gutenberg
Ø  Ράπτης, Κ, (2000) «Γενική Ιστορία της Ευρώπης κατά το 19ο και 20ο αιώνα», τομ. Β΄ Πάτρα, ΕΑΠ
Ø  Φωτόπουλος, Νίκος (2008), «Από τον Μονοδιάστατο Άνθρωπο στην Αποικιοποίηση του Βιοκόσμου: Χέρμπερτ Μαρκούζε και Γιούργκεν Χάμπερμας απέναντι στη Νεωτερικότητα», στο Σ. Κονιόρδος (επιμ.), Κοινωνική Σκέψη και Νεωτερικότητα, Αθήνα, εκδόσεις Gutenberg
Ø  Craib, Ian (2011), «Σύγχρονη Κοινωνική Θεωρία: Από τον Πάρσονς στον Χάμπερμας» (επιμ. Παντελή Ε. Λέκκα), Αθήνα, εκδόσεις Τόπος
Ø  Χορκχάιμερ, Μαξ (1987), «Η Έκλειψη του Λόγου», μτφρ. Θέμις Μίνογλου, Εκδόσεις ΚΡΙΤΙΚΗ

ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΤΑΞΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΣΤΡΩΜΑΤΩΣΗ




ΕΠΟ 42 "Ειδικά Θέματα του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού"
ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ 2018-2019

Τρίτη Γραπτή Εργασία
της Ζαράγκα Καλλιόπης

ΘΕΜΑ:  «Σε ποιο βαθμό η κοινωνική τάξη ή η κοινωνική στρωμάτωση μπορούν να συνδυαστούν με το κοινωνικό φύλο και το κοινωνικό κεφάλαιο προκειμένου να κατανοηθούν οι ανισότητες στις σύγχρονες κοινωνίες;»
(Λέξεις κειμένου 2470)

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
·         Εισαγωγή
·         Κοινωνική τάξη και κοινωνική θέση: oι δύο μορφές της κοινωνικής στρωμάτωσης
·         Οι παραδοσιακές θεωρήσεις και η κριτική
·         Η ενσωμάτωση του κοινωνικού φύλου στην ταξική θεώρηση
·         Κοινωνικό κεφάλαιο και κοινωνική στρωμάτωση
·         Συμπεράσματα
·        Βιβλιογραφία



ΕΙΣΑΓΩΓΗ
        Οι κοινωνικές ανισότητες αποτελούν ένα διαρκές αντικείμενο διερεύνησης της κοινωνιολογίας.  Με την επινόηση των βασικών θεωρητικών εργαλείων, «ανισότητα» «στρωμάτωση», «τάξη» και «φύλο», διαμορφώνονται οι δύο παραδοσιακές και πλέον επικρατούσες θεωρίες, η βεμπεριανή και η μαρξιστική, προκειμένου να περιγράψουν τις κοινωνικές διαφορές των σύγχρονων κοινωνιών. Καθώς οι κοινωνίες εξελίσσονται και υφίστανται μεταβολές, προκύπτουν νέα δεδομένα, με αποτέλεσμα το θεωρητικό αυτό οπλοστάσιο, να διευρύνεται συνεχώς, συνυπολογίζοντας τους νέους παράγοντες στον καθορισμό και τη διαμόρφωση των κοινωνικών σχέσεων. Το «κοινωνικό φύλο» και το «κοινωνικό κεφάλαιο» είναι τα νέα θεωρητικά εργαλεία που επινοήθηκαν από τους στοχαστές στην εναγώνια αναζήτηση κατανόησης και απαντήσεων των φαινομένων και των μεταβολών της ταξικής διάρθρωσης της σύγχρονης κοινωνίας.
        Στη παρούσα εργασία καλούμαστε να καταδείξουμε την ένταξη του κοινωνικού φύλου και του κοινωνικού κεφαλαίου στην ταξική προσέγγιση. Αρχικά θα αναφερθούμε στις έννοιες που θα διαχειριστούμε (κοινωνική θέση, κοινωνική τάξη, κοινωνικό φύλο,) μέσα από τις παραδοσιακές προσεγγίσεις των Μαρξ και Βέμπερ και στον κοινωνικό διαχωρισμό που αυτές διαμορφώνουν. Στη συνέχεια θα αναδείξουμε την κριτική που διατυπώθηκε σε αυτές και τις προσπάθειες σύνθεσης μιας νέας θεώρησης, καθώς τα νέα δεδομένα, του έμφυλου διαχωρισμού και του κοινωνικού κεφαλαίου, αναδεικνύονται καθοριστικοί παράγοντες της διαμόρφωσης των κοινωνικών σχέσεων.

 Κοινωνική τάξη και κοινωνική θέση: oι δύο μορφές της κοινωνικής στρωμάτωσης
       
        Η σύγχρονη κοινωνία αποτελείται από άτομα που διαφέρουν μεταξύ τους και με βάση τα κοινά, οικονομικά και πολιτιστικά, χαρακτηριστικά, τα κοινά συμφέροντα και τις διεκδικήσεις τους συσπειρώνονται γύρω από ξεχωριστές κοινωνικές ομάδες. Ο κοινωνικός αυτός διαχωρισμός καλείται από τους αναλυτές «στρωμάτωση» και χρησιμοποιείται σε αντιστοίχιση του γεωλογικού όρου «διαστρωμάτωση», για να εκφράσει την πολυεπίπεδη ιεραρχική διάταξη των κοινωνικών ομάδων. (Παπαδόπουλος, τ. Α΄2008:163)
        Η έννοια της κοινωνικής τάξης αποτυπώνεται με σαφήνεια στη μαρξιστική ανάλυση. Ο κοινωνικός διαχωρισμός απηχεί, κατά τον Μαρξ, τις οικονομικές ανισότητες των απρόσωπων κοινωνικών ομάδων. Η τάξη ως έννοια προϋπάρχει της μαρξιστικής θεωρίας ήδη από το Μεσαίωνα και κορυφώνεται με τη Γαλλική Επανάσταση. Ο μαρξισμός διαμόρφωσε μια θεωρία που εδράζεται πάνω σε οικονομικούς συσχετισμούς των απρόσωπων κοινωνικών ομάδων. Σχηματοποιεί τις τάξεις που η καθεμιά δε διαχωρίζεται από τις επιμέρους διαφορές της προς την άλλη, αλλά  απηχεί μια συγκεκριμένη συλλογική ταυτότητα. Ο ταξικός διαχωρισμός των κοινωνικών ομάδων ορίζεται βάσει κατοχής των μέσων παραγωγής, διαμορφώνοντας δύο βασικές ταξικές ομάδες αυτή των κατεχόντων τα μέσα παραγωγής (αστική τάξη) και των κατεχόντων μόνο εργατική δύναμη (εργατική τάξη). Η θεώρηση του Μαρξ δεν αποκλείει την ύπαρξη και άλλων ενδιάμεσων (μεσαίων) τάξεων ή μεταβατικών (π.χ. αγροτική τάξη) απομεινάρια του προηγούμενου συστήματος παραγωγής, αλλά θεωρεί πως σιγά-σιγά θα χάσουν τη δύναμη και τη σημασία τους και θα πολωθούν γύρω από τις δύο αυτές ταξικές ομάδες. (Πετράκη, 2006:37-38 & Παπαδόπουλος, τ. Α΄2008:164)
        Στον αντίποδα της μαρξιστικής θεώρησης, ο Βέμπερ μελετά τις κοινωνικές ανισότητες μέσα από τη θέαση του κοινωνικού status. Στη βεμπεριανή οπτική η ταξική στρωμάτωση στηρίζεται στο γόητρο (status) και όχι στις τάξεις. Οφείλεται στα ίδια τα άτομα, στην οικονομική τους κατάσταση, η οποία οφείλεται όχι στην κατοχή τους των μέσων παραγωγής, αλλά στην οικογένειά τους, το επάγγελμα και τις δεξιότητές τους, στα διεπιστευτήριά τους. Με αυτά τα προσόντα διαφοροποιούνται κοινωνικά και πολιτιστικά. Έτσι στον ταξικό διαχωρισμό του Μαρξ προστίθενται τα μεσαία στρώματα, καθώς δεν ταξινομούνται ούτε ως προλετάριοι, ούτε όμως ανήκουν στην τάξη των κεφαλαιοκρατών. Διακρίνονται από ένα διαφορετικό κοινωνικό status, γόητρο, το οποίο εκφράζεται στον τρόπο ζωής τους σε επίπεδο κατανάλωσης αγαθών, αλλά και μόρφωσης, και τους παρέχει μεγαλύτερες ευκαιρίες, όχι μόνο επιβίωσης, αλλά και σε σχέσεις εξουσίας. (Παπαδόπουλος, τ. Α΄2008:163)
        Σύμφωνα με τα παραπάνω ο διαχωρισμός σε τάξεις και σε στρώματα καταδεικνύει πως οι κοινωνικές ανισότητες, όπως και αν ορίζονται, διαμορφώνουν την κοινωνική πραγματικότητα. Επομένως οι δύο ερμηνείες είναι δύο διαφορετικά εργαλεία που, με διαφορετικά κριτήρια το καθένα, έχουν ως επίκεντρό τους τις κοινωνικές ανισότητες, καθώς και την προβληματική γύρω από τις κοινωνικές σχέσεις και τους κοινωνικούς διαχωρισμούς και συνιστούν την παραδοσιακή προσέγγισή τους. (Παπαδόπουλος, τ. Α΄2008:164)
        Απέναντι στην παραδοσιακή αυτή θεώρηση, τόσο του Μαρξ όσο και του Βέμπερ, έχει διατυπωθεί μια σημαντική κριτική στάση. Σύμφωνα με αυτήν υποστηρίζεται πως οι δύο αυτές ταξικές αναλύσεις αποδίδουν τις συλλογικές ή ατομικές δράσεις όχι στα ίδια τα άτομα, αλλά στα κοινωνικά χαρακτηριστικά που προσδιορίζονται από το ταξικό σύστημα. Έτσι αδυνατούν να ερμηνεύσουν επιμέρους παράγοντες της σύγχρονης πραγματικότητας, όπως φυλετικούς, εθνικούς, θρησκευτικούς και έμφυλους διαχωρισμούς, οι οποίοι, καθώς διαπλέκονται με τους τυπικούς ταξικούς διαχωρισμούς, απαιτούν ανάλυση. Έτσι οι κοινωνικές ανισότητες οι οποίες εκφράζονται με την οικονομική κυριαρχία καθίστανται προσδιοριστικές των ταξικών διακρίσεων και εδραιώνουν την ταξική στρωμάτωση.  (Παπαδόπουλος, τ. Α΄2008:164-165 & Μοσχονάς, 2005:244) Επίσης η παραδοσιακή θεώρηση δεν κάνει κάποια ιδιαίτερη αναφορά στο φύλο, καθώς στον ταξικό διαχωρισμό η γυναικεία εργασία θεωρείται δευτερεύουσα. Οι έμφυλες διαφοροποιήσεις επηρεάζουν την κοινωνική θέση της γυναίκας, όχι μόνο στον ιδιωτικό ενδοοικογενειακό βίο, αλλά και στην εκπαίδευση, στην αγορά εργασίας και εν γένει στη δημόσια σφαίρα. Στον ταξικό διαχωρισμό η γυναικεία εργασία θεωρείται δευτερεύουσα καθώς κυριαρχεί το μοντέλο του «άντρα-κουβαλητή», τόσο στις θέσεις και στον καταμερισμό εργασίας,  όσο και στις αμειβόμενες αποδοχές. Η κοινωνική θέση της γυναίκας καθορίζεται από αυτή του άντρα-αρχηγού της οικογένειας (πατέρα ή συζύγου) και «απαιτεί» από τη γυναίκα να περιορίζει τις προσδοκίες της σύμφωνα με το βιολογικό της φύλο. (Παπαδόπουλος, τ. Α΄2008:165-166, Γκότσης:116  & Ρουσσώ, τομ.β΄: 223-386)
       
        Οι παραδοσιακές θεωρήσεις και η κριτική
        Μόλις στα τέλη της δεκαετίας του ΄70 αρχίζει να γίνεται αναφορά στο κοινωνικό φύλο και μια ξεκάθαρη διάκρισή του από την έννοια του βιολογικού φύλου. Οι κοινωνιολόγοι αποδίδουν στον όρο βιολογικό φύλο τη βιολογική γυναικεία και αντρική ταυτότητα, η οποία συνυπάρχει από τη στιγμή της γέννησης του ατόμου. Το κοινωνικό φύλο είναι μια κατασκευασμένη κοινωνικά έννοια, η οποία διακρίνεται από τα χαρακτηριστικά του κοινωνικού και πολιτισμικού περιβάλλοντος στο οποίο αυτό ανήκει και καθορίζει τις αντιλήψεις των ατόμων για τον εαυτό τους και για τους άλλους. (Καβουνίδη, 2008:201)
       Η παραδοσιακή θεώρηση της κοινωνικής τάξης αρχίζει να αμφισβητείται καθώς οι κοινωνιολόγοι, εστιάζοντας στους κοινωνικούς σχηματισμούς στη βάση του κοινωνικού φύλου, καταδεικνύουν πως όχι μόνο οι άνδρες έχουν διαφορετικούς και πιο ισχυρούς ρόλους στην κοινωνία και στην αγορά εργασίας από τις γυναίκες, αλλά αποτελούν ξεχωριστή και ανώτερη κοινωνική κατηγορία από αυτές και κατέχουν μεγαλύτερη εξουσία. (Παπαδόπουλος, τ. Α΄2008:165-166) Σύμφωνα με τον Γκόλντθροπ η υποβαθμισμένη αυτή θέση των γυναικών στην κοινωνική στρωμάτωση είναι απόλυτα δικαιολογημένη, καθώς συνδέεται με την ιεράρχηση που κυριαρχεί στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες. Παρόμοια άποψη εκφράζει και ο Πάρκιν, υποστηρίζοντας πως η αναμφίβολα άνιση κοινωνικά θέση των γυναικών δεν αποτελεί συστατικό της κοινωνικής στρωμάτωσης, καθώς η κοινωνική και οικονομική θέση τους καθορίζεται από αυτή του άνδρα (πατέρα ή συζύγου) αρχηγού της οικογένειας. Επιπροσθέτως επισημαίνει πως οι ίδιες δεν έχουν διαπραγματευτική δύναμη για τη βελτίωση ή μεταβολή της κοινωνικής τους θέσης. (Παπαδόπουλος, τ. Α΄2008:169-170) Παρόλα αυτά ο Γκόλντθροπ επισημαίνει το γεγονός πως ολοένα και περισσότερες γυναίκες ρίχνονται στον επαγγελματικό στίβο, αφήνοντας ανοιχτό το ερώτημα αν η παρουσία «δύο αρχηγών» στην ίδια οικογένεια θα δημιουργήσει ή όχι σημαντικά προβλήματα και μάλιστα στην περίπτωση που σύμφωνα με το επάγγελμά τους κατατάσσονται σε διαφορετικές τάξεις. (Παπαδόπουλος, τ. Α΄2008:169-170)
        Η συμβατική αυτή προσέγγιση του Γκόλντθροπ έτυχε υποστήριξης, κυρίως, όμως, δέχθηκε σημαντική κριτική από το φεμινιστικό πεδίο, αλλά και από αυτό της κοινωνικής συστρωμάτωσης. Στην κριτική αυτή υποστηρίζεται πως η υποδεέστερη ταξική θέση της γυναίκας εκφράζει την πατριαρχική δομή της εξουσίας μέσα στην οικογένεια και κατ’ επέκταση στην κοινωνία και στον ταξικό σχηματισμό της. Επισημαίνεται πως τεχνηέντως αγνοούνται από τους αναλυτές σημαντικά ζητήματα, όπως οι όροι λειτουργίας της αγοράς εργασίας για τις γυναίκες, οι σχέσεις που διαμορφώνονται μέσα στο ταξικό σύστημα ανάμεσα στα άτομα, τα νοικοκυριά και τις οικογένειες, ενώ αποσιωπείται η απλήρωτη εργασία των γυναικών μέσα στην οικογένεια. Η κριτική αυτή αντιπαράθεση συνεχίστηκε για τουλάχιστον μια δεκαετία και, φτάνοντας στα μέσα του ΄80, παρατηρούμε μια προσπάθεια συγκερασμού όλων αυτών των απόψεων. Ο Μαν προβάλλει μια ενιαία θεώρηση για το κοινωνικό φύλο και την κοινωνική στρωμάτωση. Υποστηρίζει πως σήμερα δεν υφίσταται η πατριαρχία καθώς μέσα από την απασχόληση αναδεικνύονται τάξεις με καθολικά χαρακτηριστικά, ο διαχωρισμός ανάμεσα σε ιδιωτική και δημόσια σφαίρα έχει αρθεί και τα κράτη ασκούν  προνοιακή πολιτική στις οικογένειες και τα νοικοκυριά. Διαβλέπει όμως την αναβίωση νέο-πατριαρχικών χαρακτηριστικών στην κουλτούρα των σύγχρονων κρατών και έναν παράλληλο μετασχηματισμό φύλου και τάξης με αποτέλεσμα να διαμορφώνεται μια περίπλοκη διαστρωμάτωση ώστε να καθίσταται δυσδιάκριτο το ποιος παράγοντας έχει τον κυρίαρχο ρόλο καθώς «η στρωμάτωση είναι έμφυλη και το φύλο στρωματοποιημένο». (Παπαδόπουλος, τ. Α΄2008:171-176)
        Νέο πεδίο μελέτης έχει δημιουργήσει ο νεοφιλελεύθερος χαρακτήρας της παγκοσμιοποίησης με την αντίστοιχη συρρίκνωση του προνοιακού κράτους. Ο καπιταλισμός άνοιξε τις πύλες της αγοράς εργασίας  στις γυναίκες, αλλά χωρίς τις απαιτούμενες υποδομές για την απρόσκοπτη είσοδο των μητέρων σε αυτή. Έτσι σχηματοποιείται ένας καταμερισμός εργασίας που απ τη μια απ τη μια δημιουργεί «κυρίες» με πλήρες ωράριο στην επίσημη αγορά εργασίας και απ την άλλη «υπηρέτριες» που απασχολούνται ανεπίσημα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται προκειμένου οι πρώτες να έχουν τη δυνατότητα να εργαστούν απρόσκοπτα και να πραγματώσουν την εργασιακή τους επιλογή. Με την είσοδο των γυναικών στην εργασιακή διαδικασία αίρονται οι ανισότητες ανδρών και γυναικών αλλά ταυτόχρονα ο προαναφερθείς καταμερισμός της εργασίας οξύνει τις κοινωνικές ανισότητες μεταξύ των γυναικών. Επομένως, σύμφωνα με τον Milibant, το κοινωνικό φύλο δεν μπορεί να διαχωριστεί από την κοινωνική τάξη, καθώς η θέση των γυναικών, στις σχέσεις μεταξύ των δύο φύλων, εξαρτάται από τη θέση που κατέχουν στην ταξική δομή. (Μοσχονάς,2005:258-259)

Η ενσωμάτωση του κοινωνικού φύλου στην ταξική θεώρηση

        Καθώς αναγνωρίζεται η σημασία του κοινωνικού φύλου στην κοινωνική στρωμάτωση οι σύγχρονοι αναλυτές έχουν οδηγηθεί στο να το ενσωματώσουν στην ταξική θεώρηση, έστω και αν κυριαρχεί από αρκετούς αναλυτές (Πακούλσκι, Ουώτερς) η άποψη «περί θανάτου των τάξεων». Αν και υπάρχουν πολλές θεωρήσεις που έχουν επηρεαστεί από τον Μαρξ, Βέμπερ, Ντυρκχάιμ, Μπουρντιέ κ.ά. θα αναφερθούμε εν συντομία σε αυτές που εκφράστηκαν από τους Γκόλντθροπ και Ράιτ οι οποίες εντάσσονται στη νέο-βεμπεριανή και νέο-μαρξιστική ανάλυση αντίστοιχα. (Παπαδόπουλος, τ. Α΄,2008:177-178)
        Ο Γκόλντθροπ χρησιμοποιεί ένα ταξικό σχήμα επτά κατηγοριών που προέκυψαν από 36 επαγγελματικές κατηγορίες, με συγκρίσιμα μέλη πάνω σε συγκεκριμένα στοιχεία. Μέσα από  αυτές κατέδειξε τις επιπτώσεις και τις τάσεις της κοινωνικής κινητικότητας των οικογενειών που επηρεάζονται περισσότερο από την επαγγελματική δραστηριότητα των γυναικών σε σχέση με των ανδρών. Η πλουραλιστική αυτή θεώρηση στηρίζεται κυρίως στις θέσεις του Έρικσον, ο οποίος υποστηρίζει πως η ταξική θέση της οικογένειας πρέπει να προσδιορίζεται από το συσχετισμό της απασχόλησης των δύο συζύγων. Όχι δηλαδή με βάση τη θέση πως ο άνδρας είναι ο αρχηγός της οικογένειας, αλλά με βάση την ατομική θέση που είναι κυρίαρχη. Ο Γκόλντθροπ τροποποίησε την αρχική  θεωρία του, προκειμένου να συμπεριλάβει σε αυτήν την προσέγγιση του Έρικσον, καταλήγοντας και οι δύο στην κοινή επισήμανση πως η ταξική θέση των γυναικών εγείρει μια σειρά περίπλοκων ζητημάτων τα οποία απαιτούν ποιοτική ανάλυση που θα αφορά και τα δύο φύλα. (Παπαδόπουλος, τ. Α΄,2008:184-187)
        Ο Ράιτ χρησιμοποιεί ένα πολυταξικό σχήμα που βασίζεται στον έλεγχο του χρήματος, στα μέσα παραγωγής και στην εργατική δύναμη, στο οποίο η αστική και η εργατική τάξη τοποθετούνται στους πόλους του. Η βασική του άποψη είναι πως οι ταξικές θέσεις δεν έχουν συνάρτηση με τα ατομικά χαρακτηριστικά, αλλά εκφράζουν με αντικειμενικότητα τις οικονομικές δυνατότητες των ατόμων. Θέτει τρία βασικά ζητήματα, την κατανομή πόρων μεταξύ ανδρών και γυναικών, την ταξική θέση της οικογένειας και το κατά πόσο και αν μπορούν οι γυναίκες να συγκροτήσουν τάξη. Δεν κατάφερε να καταδείξει, όσο και αν ενσωμάτωσε στη θεωρία του τη διάσταση του κοινωνικού φύλου, με ποιο τρόπο η έννοια του κοινωνικού φύλου θα μπορούσε να ενσωματωθεί στην έννοια της κοινωνικής τάξης. (Παπαδόπουλος, τ. Α΄,2008:178-179)
        Σημαντικό σημείο της θεωρίας του Ράιτ, με το οποίο αντιμετωπίζει τη διάσταση του κοινωνικού φύλου, αποτελεί η διαμεσολαβούμενη θέση. Το στοιχείο αυτό αφορά τα άτομα που συνδέονται με οικογενειακούς δεσμούς και έρχεται σε αντιδιαστολή με την άμεση ταξική θέση της απασχόλησης και της ιδιοκτησίας. Σύμφωνα με τη διαμεσολαβούμενη θέση η ταξική θέση της γυναίκας δεν απορρέει μόνα από την κοινωνική θέση του συζύγου της ή του επαγγέλματός της, αλλά συνυπολογίζεται και το φύλο. Έτσι η αξία της γυναικείας οικιακής εργασίας αποκτά την πρέπουσα σημασία και αξία. (Παπαδόπουλος, τ. Α΄,2008:181 & Μοσχονάς, 2005:256-258)

Κοινωνικό κεφάλαιο και κοινωνική στρωμάτωση

        Το Κοινωνικό Κεφάλαιο είναι μια σύγχρονη έννοια που διαμορφώθηκε κατά τον 20ο αιώνα. Αναφέρεται στις σχέσεις εμπιστοσύνης και αμοιβαιότητας μεταξύ των ανθρώπων και στη συντονισμένη και κοινή δράση τους προς όφελος της κοινωνίας. Εδράζεται στην πεποίθηση πως, όταν τα άτομα δρουν συλλογικά και παύσουν να περιορίζονται στο μικρόκοσμό τους, στα δικά τους προβλήματα και μικροσυμφέροντα, μπορούν να προσφέρουν στη βελτίωση της δημόσιας ζωής, στη διακυβέρνηση της κοινωνίας, στην καλύτερη λειτουργία των θεσμών, στην εύρυθμη λειτουργία της δημοκρατίας και να υπερασπιστούν την ελευθερία τους. (Σωκράτης Κονιόρδος, 2010:29-31) Οι τρεις κυριότεροι μελετητές που ασχολήθηκαν με την έννοια του Κοινωνικού Κεφαλαίου είναι ο Colleman, ο Putnam και ο Bourdieu, του οποίου τη θεωρητική προσέγγιση θα προσπαθήσουμε να περιγράψουμε.
        Ο Μπουρντιέ, προκειμένου να αναλύσει τις κοινωνικές τάξεις και τον κοινωνικό χώρο, αφού διακρίνει το κεφάλαιο σε τρεις διαφορετικές μορφές, οικονομικό, πολιτισμικό και κοινωνικό,  χρησιμοποιεί την εννοιολογική κατασκευή του Κοινωνικού Κεφαλαίου. Το κοινωνικό κεφάλαιο συνιστά κατά τον Μπουρντιέ ένα δίκτυο ανθρώπινων σχέσεων και αλληλογνωριμιών που τους ενώνουν κοινά χαρακτηριστικά μα πάνω απ’ όλα μόνιμοι και χρήσιμοι δεσμοί. Το κοινωνικό κεφάλαιο είναι ένα ατομικό αγαθό και ο όγκος που κατέχει το κάθε άτομο από αυτό εξαρτάται τόσο από το μέγεθος των δεσμών που έχει τη δυνατότητα να κινητοποιήσει, όσο και από τον όγκο που κατέχει κάθε άτομο το οποίο ανήκει στο περιβάλλον του και συνδέεται μαζί του. Βασική πηγή κεφαλαίου, κατά τον Μπουρντιέ, αποτελεί η  οικογένεια. Επομένως το κοινωνικό κεφάλαιο βρίσκεται στα χέρια των κοινωνικά ισχυρών, δηλαδή στην ανώτερη αστική τάξη και στις οικογένειές τους, καθώς η κοινωνική τάξη καθορίζεται από την ύπαρξη ή μη κεφαλαίου. Επομένως τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, αφού δεν κατέχουν οικονομικό κεφάλαιο δεν έχουν ούτε κοινωνικό κεφάλαιο. Καθίσταται, επομένως, σαφές πως το κοινωνικό κεφάλαιο συνδέεται με την κυριαρχία της αστικής τάξης και την αναπαραγωγή των ταξικών σχέσεων, καθώς τα μέλη της αστικής τάξης, με βάση την αλληλο-αναγνώριση και την αλληλο-αποδοχή της ομοιογένειας, συνδέονται μεταξύ τους, δημιουργώντας μια αλληλέγγυα ομάδα. Στόχος της ομάδας είναι μέσω της αδιάκοπης προσπάθειας «κοινωνικότητας» και συνεχών επαφών να διατηρείται η συνοχή της και να αναπαράγεται το κοινωνικό κεφάλαιο. (Μπουρντιέ,1994:94) Σύμφωνα με αυτή την οπτική καταλήγουμε στο συμπέρασμα πως το κοινωνικό κεφάλαιο αποτελεί έναν καθοριστικό μοχλό υποκίνησης της ταξικής κινητικότητας (Μπουρντιέ,1994:91-93) και καθιστά κατανοητές τις υφιστάμενες κοινωνικές ανισότητες κάθε κοινωνίας.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
        Κατά την εκπόνηση αυτής της εργασίας παρατηρήσαμε πως το κοινωνικό φύλο, στη σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία, κατάφερε, ως ένα βαθμό, να μετασχηματίσει τις κοινωνικές τάξεις. Επίσης πως οι έμφυλες διαιρέσεις , ως έκφραση της ανδρικής ισχύος, αποτέλεσαν τους διαμορφωτές του ιεραρχικού-πατριαρχικού χαρακτήρα της κοινωνίας. Από αυτά εξάγεται το συμπέρασμα πως το κοινωνικό φύλο συνιστά μία διαίρεση,  έναν ταξικό διαχωρισμό της κοινωνίας και κατ’ επέκταση αντανακλά τις υφιστάμενες οικονομικές και ταξικές ανισότητες.
        Το κοινωνικό κεφάλαιο περιγράφεται ως η ωφέλεια που μπορεί κάποιος να αποκομίσει συμμετέχοντας σε κοινωνικά δίκτυα ή εθελοντικές ομάδες. Όμως σύμφωνα με τη θεώρηση του Μπουρντιέ έχει άμεση σχέση με τις ταξικές ανισότητες και την κυριαρχία της αστικής τάξης, η οποία κατέχει μεγάλο όγκο κοινωνικού κεφαλαίου. Αντίθετα τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα όπως δεν κατέχουν χρηματικό κεφάλαιο ομοίως δεν κατέχουν και κοινωνικό, ή εφόσον κατέχουν αυτό είναι περιορισμένου όγκου. 

Βαθμός: 8,00


             ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
·         Γκότσης Γ., & Συριάτου, Α., Δύο Θεσμοί Διαμορφωτές του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού, εκδ. Ε.Α.Π, 2001, Πάτρα.
·         Τζένη Καβουνίδη (2008), «Κοινωνικό φύλο και μετανάστευση» Κεφάλαιο 4, στο Σ.Μ. Κονιόρδος (επιμ.), Ανθολόγιο – Θεωρητικά Διλήμματα και Κοινωνική Πραγματικότητα, ΕΑΠ
·         Τζένη Καβουνίδη (2008), «Κοινωνικό φύλο και μετανάστευση» Κεφάλαιο 4, στο Σ.Μ. Κονιόρδος (επιμ.), Ανθολόγιο – Θεωρητικά Διλήμματα και Κοινωνική Πραγματικότητα, ΕΑΠ
·         Σωκράτης Κονιόρδος (2010), «Κοινωνικό Κεφάλαιο και Εμπιστοσύνη (και Κοινωνία των Πολιτών) – Ταύτιση ή Απόκλιση;» στο Σ.Μ. Κονιόρδος (επιμ), Κοινωνικό Κεφάλαιο: Εμπιστοσύνη& Κοινωνία των Πολιτών, Αθήνα: Παπαζήσης, σελ. 99-129.
·         Ανδρέας Μοσχονάς (2005), Τάξεις και στρώματα στις σύγχρονες κοινωνίες: ερμηνευτικές προσεγγίσεις και ειδικές αναφορές, Αθήνα, Οδυσσέας
·         Πιέρ Μπουρντιέ (1994), Κείμενα Κοινωνιολογίας, Αθήνα, Δελφίνι



Copyright©iepoxhtonakron/by:Ζαραγκα Κοροβεση Ποπη