Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2018

ΜΑΡΞ: Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑΣ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ: ΣΠΟΥΔΕΣ ΣΤΟΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ
ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΟΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ ΚΑΤΑ ΤΟΝ 20ό ΑΙΩΝΑ [ΕΠΟ 41]
ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ: 2018-2019
1η Γραπτή Εργασία
της Ζαράγκα Καλλιόπης
Θέμα: «Παρουσιάστε τις θέσεις του Μαρξ για το ρόλο του κράτους και της ιδεολογίας στη νομιμοποίηση και αναπαραγωγή του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής».
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Το 19ο αιώνα, ως απότοκος της Βιομηχανικής Επανάστασης, αναδύεται η νεωτερική δυτική βιομηχανική κοινωνία, καθώς και η δημιουργία ενός νέου τρόπου οργάνωσης της οικονομίας, του καπιταλιστικού ή κεφαλαιοκρατικού συστήματος, το οποίο στηρίχθηκε στην οικονομία της ελεύθερης αγοράς, Laissez-faire, του οικονομικού φιλελευθερισμού.(Ρωμανός, 2010, 59 & Heywood, 2007, 115-117)
Η έννοια της Νεωτερικότητας, χαρακτηριστικό της αναδυόμενης νεωτερικής κοινωνίας, συνδέεται με το πνεύμα του Διαφωτισμού για εξορθολογισμό και ελευθερία σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής. Στην επιστήμη πρόταγμα της Νεωτερικότητας είναι η απελευθέρωση και απομάγευση της γνώσης από μεταφυσικές δοξασίες και η τεκμηρίωση της επιστημονικής αλήθειας πάνω σε επιστημονικούς νόμους. Στον τομέα της πολιτικής η ιδέα της ελευθερίας τονίζεται ως αυτοκαθορισμός και αυτοκυβέρνηση, με τη θέσπιση νόμων που θα εξασφαλίζουν την ισότιμη συμμετοχή των πολιτών στην εξουσία, την εκκοσμίκευση και τον εξορθολογισμό της (της εξουσίας). Στην οικονομία η Νεωτερικότητα αιτείται την αυτονόμηση της οικονομικής δραστηριότητας από τον κρατικό παρεμβατισμό, ανοίγοντας το δρόμο στην έλευση του καπιταλισμού. (Ρωμανός, 2010, σελ. 59-60 )
Ο Μαρξ, διανοητής και φιλόσοφος του 19ου αιώνα, μέσα από το έργο του «Το Κεφάλαιο», ασκεί έντονη κριτική στη Νεωτερικότητα και στον απότοκό της, τον καπιταλισμό, παρουσιάζοντας τις κοινωνικές συνέπειές του, και αναπτύσσει τις οικονομικές του θέσεις, θεμελιώνοντας τη θεωρία του «επιστημονικού σοσιαλισμού», θεωρία που επικράτησε αργότερα με τον όρο «μαρξισμός».
Η δριμεία κριτική του Μαρξ στη Νεωτερικότητα εδράζεται στην αντιφατικότητα που τη χαρακτηρίζει, καθώς το αίτημα του Διαφωτισμού για ελευθερία ανταποκρίνεται μόνο στην ελευθερία της αγοράς και την απελευθέρωση των παραγωγικών δυνάμεων, και όχι στην απελευθέρωση της οικονομικής δράσης γενικότερα, με αποτέλεσμα να παραβιάζεται η ατομική ελευθερία και να δρα (η καπιταλιστική Νεωτερικότητα) δυσμενώς στις κοινωνικές σχέσεις, στην αυτοπραγμάτωση και χειραφέτηση των ανθρώπων. (Ρωμανός, 2010, σελ. 60-62)
Βασική θέση του μαρξισμού είναι πως οι παραγωγικές δυνάμεις καθορίζουν τη μορφή των κοινωνικών τάξεων και η κοινωνία κυριαρχείται από μία άρχουσα τάξη των ιδιοκτητών, η οποία εκμεταλλεύεται την εργατική τάξη. Η μαρξιστική θεωρία είναι νομοτελειακή και τελεολογική, καθώς παρουσιάζει την κοινωνική εξέλιξη να διανύει μια σειρά σταδίων για να φθάσει στον τελικό της στόχο, τον αταξικό κομμουνισμό. Η κοινωνική εξέλιξη της ανθρωπότητας ξεκινά από την πρωτόγονη κοινότητα (πρωτόγονος κομμουνισμός), περνά διαδοχικά στη δουλοκτητική κοινωνία, στο φεουδαλισμό και στον καπιταλισμό, για να ολοκληρωθεί αυτή η πορεία με την αντικατάσταση του τελευταίου από το σοσιαλισμό και τον αταξικό κομμουνισμό. Το ιστορικό γίγνεσθαι είναι επομένως μια αέναη σύγκρουση μεταξύ καταπιεστών και καταπιεζόμενων και κορυφώνεται με την κατάλυση των ανταγωνιστικών κοινωνιών και την εγκαθίδρυση της αταξικής κοινωνίας που θα στηρίζεται στην κοινοκτημοσύνη του παραγωγικού πλούτου. (Ρωμανός, 2010, σελ. 61/ Άρον,1994, σελ. 208-209/ Marx & Engels, στο Hewood, 2 007, σελ. 238-239) Τα οικονομικά γεγονότα ακολουθούν μια ιστορική διαδικασία που ο Μαρξ την αποκαλεί «ιστορικό υλισμό». Με βάση την υλιστική αυτή αντίληψη της ιστορίας, οι κοινωνίες και η πορεία τους (κοινωνική, πολιτική, πνευματική) καθορίζονται, από τους επικρατούντες σε ένα λαό ή μια εποχή, τρόπους και σχέσεις παραγωγής της υλικής ζωής και όχι από τους θεσμούς ή τις ιδέες (ιδεαλιστική προσέγγιση της ιστορίας), καθώς η πνευματική ζωή είναι αντανάκλαση της υλικής. Με την υλιστική θεώρηση ο Μαρξ δίνει την προοπτική στην ανθρωπότητα για μια αληθινή κοινωνία της ελευθερίας, της κομμουνιστικής κοινωνίας. (Ρωμανός, 2010, σελ. 64-65)
Η παρούσα εργασία πραγματεύεται τη θεωρία του μαρξισμού και εστιάζει στις απόψεις του Μαρξ για την ιδεολογία και το κράτος. Στόχος της είναι να αναδείξει το ρόλο που διαδραματίζουν το κράτος και η ιδεολογία στη νομιμοποίηση και αναπαραγωγή του καπιταλιστικού συστήματος.
Εν πρώτοις θα αναφερθούμε, εν συντομία, στο ιστορικό πλαίσιο της εποχής του Μαρξ. Εν συνεχεία θα προσπαθήσουμε να παρουσιάσουμε και καταδείξουμε, μέσα από την υλιστική θεώρηση, τη διάκριση μεταξύ Βάσης και Εποικοδομήματος, αλλά και τις μεταξύ τους σχέσεις, ως κοινωνικών δομών στην παραγωγική διαδικασία. Επόμενο βήμα μας η ανάδειξη του ρόλου της ιδεολογίας καθώς και του κομβικού και κυρίαρχου ρόλου του κράτους στη νομιμοποίηση και αναπαραγωγή του νεωτεριστικού καπιταλισμού. Τέλος, θα κλείσουμε την εργασία με μια σύντομη αναφορά στην αποτυχία πρόβλεψης του Μαρξ για την κατάρρευση του καπιταλισμού και στην επανεξέταση από τους σύγχρονους μαρξιστές της συμβατικής ταξικής ανάλυσης
1. Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΜΑΡΞ – ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΥΛΙΣΜΟΣ
• Το ιστορικό πλαίσιο της εποχής του Μαρξ
Η κοινωνική θεωρία του Μαρξ διατυπώθηκε στα πλαίσια του συνολικού επιστημονικού έργου του περί τα μέσα του 19ου αιώνα. Είναι η εποχή που είχε αναπτυχθεί και εδραιωθεί, στο δυτικό κόσμο, η εργοστασιακή βιομηχανία, και μάλιστα ήταν η χρονική εκείνη στιγμή που έκανε την εμφάνισή της μια νέα τάξη, η εργατική τάξη των βιομηχανικών εργατών . Ο Μαρξ, παρατηρεί και διερευνά μέσα από τις μελέτες του την πραγματικότητα του καπιταλιστικού συστήματος, του τρόπου δηλαδή με τον οποίο αυτό επιδρά στις συνθήκες ζωής του κάθε ανθρώπου. Λαμβάνοντας υπόψη του πως θεμέλιο του συστήματος είναι η ελευθερία της αγοράς, η οποία οδηγεί στην απώλεια της ιδιοκτησίας και κυρίως στην εκμετάλλευση και εκπτώχευση μεγάλου μέρους του πληθυσμού καθώς η ελευθερία της αγοράς σημαίνει την εξάρτησή του από τους κατόχους των μέσων παραγωγής, ασκεί την κριτική του και διατυπώνει την υλιστική θεωρία του, η οποία και απετέλεσε την έκφραση των συμφερόντων των εργατών. (Ακαδημία Επιστημών ΕΣΣΔ, (1956) «Παγκόσμια Ιστορία», Μέλισσα, Αθήνα, τόμος ΣΤ1, σελ. 449)
• Βάση και εποικοδόμημα
Σύμφωνα με το μαρξισμό όλες οι κοινωνίες, μετά το υποθετικό στάδιο του πρωτόγονου κομμουνισμού έχουν χωριστεί σε δύο κύριες τάξεις: τους ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής (εκμεταλλευτές) και τους μη κατόχους μέσων παραγωγής (εκμεταλλευόμενους). Η κοινωνική αλλαγή από το ένα σύστημα στο άλλο επέρχεται κυρίως από τις αλλαγές στην οικονομική βάση, με τη δημιουργία μιας νέας άρχουσας τάξης, η οποία καταλαμβάνει την εξουσία με επαναστατικό τρόπο και επιβάλλει τη νέα ιδεολογία της. Η ταυτότητα της κάθε άρχουσας τάξης και της αντίστοιχης σε αυτήν κατώτερης τάξης εξαρτάται από το στάδιο ανάπτυξης της οικονομικής βάσης. (Άρον,1994, σελ. 213-214) Καμιά κοινωνική τάξη δεν εξαφανίζεται για να αντικατασταθεί από μια νέα πριν να παρατηρηθεί πλήρης ανάπτυξη σε όλες τις παραγωγικές δυνάμεις της εποχής της και πριν να ωριμάσουν οι υλικοί όροι της κοινωνίας της . (Άρον,1994, σελ. 215) Η αρχαία δουλοκτητική κοινωνία ήταν χωρισμένη σε δούλους που μοχθούσαν και σε δουλοκτήτες που τους εκμεταλλεύονταν. Το εποικοδόμημα ήταν η πόλη-κράτος ή η αρχαία αυτοκρατορία και η ιδεολογία ήταν το πάνθεον της ελληνορωμαϊκής θρησκείας. Στη φεουδαρχία η άρχουσα τάξη ήταν οι ευγενείς που εκμεταλλεύονταν τους δουλοπάροικους, το εποικοδόμημα ήταν η μοναρχία και η ιδεολογία η χριστιανική θρησκεία. Τέλος στην καπιταλιστική κοινωνία η άρχουσα τάξη είναι οι αστοί καπιταλιστές που εκμεταλλεύονται τους εργάτες, οι οποίοι προσφέρουν «ελεύθερα» την εργασία τους με εποικοδόμημα τη νομική κάλυψη ενός συμβολαίου, που όμως προκειμένου να επιβιώσουν, αναγκάζονται να πωλούν την εργασία τους υπό όρους και συνθήκες οικονομικού εξαναγκασμού που τους επιβάλλονται από τους καπιταλιστές εργοδότες τους, καθώς η κυρίαρχη ιδεολογία των καπιταλιστικών επιχειρήσεων είναι το κέρδος και η συσσώρευση χρηματικού κεφαλαίου. (Ρωμανός (2010) σελ. 66-67 & Άρον (1994), σελ. 213-216)
Ακολουθώντας αυτή τη διαδοχική σειρά, ο Μαρξ πρόβλεψε πως στην καπιταλιστική κοινωνία την επανάσταση θα έκανε η τάξη των εργατών, τους οποίους εκμεταλλεύονταν οι καπιταλιστές. Προφήτεψε πως η εργατική τάξη, θα ανατρέψει τους ιδιοκτήτες του κεφαλαίου, θα απαλλοτριώσει τις ιδιοκτησίες των μέσων παραγωγής και θα εγκαθιδρύσει μια αταξική κομμουνιστική κοινωνία. Μια τέτοια επανάσταση, θεωρούσε πως, θα έκανε την εμφάνισή της στις πιο ώριμες καπιταλιστικές κοινωνίες και αφού η εργατική τάξη θα είχε αποκτήσει εργατική συνείδηση και θα είχε κατανοήσει πως είναι αντικείμενο εκμετάλλευσης. (. (Άρον, 1994, σελ. 209-212 /Heywood, 2007, σελ. 238-239,243-244 /Ρωμανός, 2010, σελ. )
• Παραγωγικές δυνάμεις και παραγωγικές σχέσεις

Επεξεργαζόμενος ο Μαρξ τη θεωρία του για την οικονομία , βασίζει την ανάλυσή του στην ιδέα ότι ο άνθρωπος είναι παραγωγικό ον και ότι όλες οι οικονομικές αξίες πηγάζουν από την ανθρώπινη εργασία. Το σύστημα που αναλύει είναι ένα σύστημα ιδιωτικής επιχείρησης και ανταγωνισμού που διευκολύνθηκε από τις αλλαγές που συντελέστηκαν στις παραγωγικές δυνάμεις με τον καταμερισμό εργασίας, τη συγκέντρωση μέσων και εργαλείων των εργαστηρίων, την προώθηση της εκβιομηχάνισης και την τεχνολογική πρόοδο, αναλύοντας τις άνισες συναλλαγές που σημειώθηκαν στην αγορά. Ο κεφαλαιούχος που δαπάνησε χρήμα για την αγορά πρώτων υλών, με τις οποίες θα παράξει το τελικό προϊόν του και θα το πουλήσει σε τιμή πολύ μεγαλύτερη του κόστους αγοράς του, θα επενδύσει τη διαφορά που θα εισπράξει, επεκτείνοντας την επιχείρησή του. (Άρον (1994) σελ. 223-225)
Στο σημείο αυτό ο Μαρξ επισημαίνει ποια είναι η ουσία του κεφαλαίου. Η ανταλλακτική αξία (το κέρδος) όχι απλά παραμένει στην κυκλοφορία, αλλά μεταβάλλεται ως προς το μέγεθός της, αποκτά πρόσθετη αξία, γίνεται μεγαλύτερης αξίας και αυτή η κίνηση τελικά τη μετατρέπει σε κεφάλαιο. (Grundrise:57-8 στο Ρωμανό, 2010, σελ.65) Αυτό γίνεται επειδή, κατά τον Μαρξ, ο κεφαλαιούχος έχει ιδιοποιηθεί τα μέσα παραγωγής, συμπεριλαμβανομένης και της εργατικής δύναμης. (Ρωμανός, 2010, σελ. 65-66)
Η εργατική δύναμη παράγει περισσότερο από την αξία της, καθώς η αξία της καθορίζεται από το ύψος της εργασίας που είναι αναγκαία για την αναπαραγωγή της. Δηλαδή από το ποσό αμοιβής που χρειάζεται ο εργάτης να αναπαράγει την εργατική του δύναμη (να συντηρηθεί δηλαδή ο ίδιος και η οικογένειά του) ώστε όταν αυτός δε θα μπορεί πλέον να εργαστεί, να συνεχίσουν τα παιδιά του, καθώς έτσι μόνο είναι δυνατή η συνέχιση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Η εργατική δύναμη που χρησιμοποιείται από τον καπιταλιστή σε μια μέρα, παράγει αξία περισσότερη της αξίας των μέσων συντήρησης, του εργάτη και της οικογένειάς του. Τη διαφορά αυτή ανάμεσα στην αξία που παράγει ο εργάτης και στην αξία της εργατικής δύναμης –που ο Μαρξ ονόμασε υπεραξία- την ιδιοποιείται ο καπιταλιστής. (Ρωμανός, 2010, σελ. 66/ Άρον, 1994, σελ. 226 )
1. Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΜΑΡΞ
• Η ιδεολογία, μια «ψευδής συνείδηση»
Ο όρος «ιδεολογία» επινοήθηκε κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης από τον Γάλλο φιλόσοφο De Tracy και αναφερόταν σε μια νέα επιστήμη ιδεών, η οποία εδραιώθηκε με τα συγγράμματα του Μαρξ . (Heywood, 2007, σελ.40) Για τον Μαρξ η ιδεολογία εκφράζει τις ιδέες της άρχουσας τάξης της κάθε εποχής. Σε κάθε κοινωνία και σε κάθε ιστορική περίοδο κάποια ιδεολογία «ηγεμονεύει» έναντι των άλλων και επομένως κυριαρχεί στην πλειονότητα αυτής της κοινωνίας τη συγκεκριμένη περίοδο, καθώς έχει πείσει πως μπορεί να εκφράσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τα συμφέροντα ολόκληρης της κοινωνίας. Ως εκ τούτου η ιδεολογία προσπαθεί να περιγράψει μια πραγματικότητα, η οποία παρουσιάζεται από την άρχουσα τάξη ως αληθής, στην ουσία όμως είναι εχθρός της αλήθειας, καθώς συγκαλύπτει την εκμετάλλευση και παραπλανά τις καταπιεσμένες τάξεις, ώστε να πιστεύουν πως τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης συμπίπτουν με τα δικά τους. Από την άποψη αυτή η ιδεολογία παίζει το ρόλο μιας ψευδαίσθησης, καθώς διεκδικεί για τον εαυτό της την απόλυτη αλήθεια, παραβλέποντας πως υπάρχουν προβλήματα στα οποία δεν μπορεί να απαντήσει ή τα υποβαθμίζει, ή, ακόμη χειρότερα, διαστρεβλώνει την πραγματικότητα. (Ρωμανός, 2010, σελ. 79-80 & Marx & Engels στο Heywood, 2007, σελ. 41 )
Κατά τον Μαρξ, το κράτος με τους ιδεολογικούς μηχανισμούς που διαθέτει (σχολείο, πολιτικά κόμματα, Μ.Μ.Ε., θρησκεία) προωθεί ιδέες και αξίες που απηχούν την κυρίαρχη τάξη και επομένως οι νεωτερικές αξίες της ελευθερίας, της ατομικότητας και της ισονομίας λειτουργούν προς όφελός της. Παράλληλα οι ιδεολογικοί μηχανισμοί, έχοντας ήδη διαστρεβλώσει την πραγματικότητα στη συνείδηση των υποταγμένων, λειτουργούν ως μηχανισμοί πολιτικής ισχύος, επικυρώνοντας και αναπαράγοντας την ταξική κοινωνία. (Ρωμανός, 2010, σελ. 79-81)
• Κράτος: Ο ουδέτερος διαμεσολαβητής της κυρίαρχης τάξης
Κατά τον Μαρξ, στη νεωτερική καπιταλιστική κοινωνία το κράτος συντάσσεται με τα συμφέροντα της αστικής τάξης και κατέχει κυρίαρχο ρόλο ως ουδέτερος διαμεσολαβητής. Χρησιμοποιώντας ένα νομικό οπλοστάσιο, επικυρώνει την καθεστηκυία κυριαρχία του καπιταλιστικού συστήματος και σταθεροποιεί την απρόσκοπτη και αέναη αναπαραγωγή των παραγωγικών δυνάμεων. (Ρωμανός, 2010, σελ. 78)
Πιο συγκεκριμένα: Με κύριο όπλο του το νομικό σύστημα νομιμοποιεί και προστατεύει την ατομική ιδιοκτησία, ρυθμίζει τον αθέμιτο ανταγωνισμό και προστατεύει την ελεύθερη αγορά από τα μονοπώλια, μέσω φορολογικού συστήματος αναδιανέμει, μεροληπτικά, τον παραγόμενο πλούτο, εξασφαλίζει την εφαρμογή νόμων με κατασταλτικούς μηχανισμούς, σταθεροποιώντας την απρόσκοπτη και αέναη ανάπτυξη και αναπαραγωγή των παραγωγικών δυνάμεων και τέλος μέσα από τις πολιτικές (εκλογικές) διαδικασίες και τους θεσμούς (κοινοβούλιο), παρέχει μια τυπική έκφραση της ελευθερίας και της ισονομίας στους πολίτες, τους δημιουργεί την ψευδαίσθηση της μαζικής συμμετοχής στην εξουσία, νομιμοποιώντας το σύστημα της ταξικής κυριαρχίας. (Ρωμανός, 2010, σελ. 78)
Εν κατακλείδι, το κράτος, σύμφωνα με τη μαρξιστική θεωρία λειτουργεί ως όργανο της εξουσίας της αστικής τάξης και επομένως συντάσσεται με τα συμφέροντα των αστών . Για το λόγο αυτό ο Μαρξ υποστηρίζει πως, προκειμένου να γευθεί η ανθρωπότητα την αληθινή κοινωνία της ελευθερίας, θα πρέπει, σύμφωνα με την κοσμοθεώρηση του υλισμού, να ανατραπεί η κρατική μηχανή με επαναστατικό τρόπο. Στη συνέχεια θα υπάρξει ένα μεταβατικό στάδιο, η δικτατορία του προλεταριάτου, με σκοπό τη διαφύλαξη των κεκτημένων της επανάστασης. Όταν δε θα υπάρχουν ταξικές ανισότητες, το κράτος δε θα έχει πλέον λόγο ύπαρξης, θα μαραθεί και θα πέσει και οι άνθρωποι, ελεύθερα πλέον, θα μπορούν να αναπτυχθούν, να ολοκληρωθούν και να δημιουργήσουν μια κοινωνία προσωπικής χειραφέτησης. (Άρον, 1994, σελ. 209-212 /Heywood, 2007, σελ. 238-239,243-244 /Ρωμανός, 2010, σελ. )
2. ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ: Ο ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΜΑΡΞ
Ο Μαρξ ήταν πεπεισμένος ότι οι νόμοι της ιστορίας θα έκαναν την κατάρρευση του καπιταλισμού και την άνοδο της εργατικής τάξης αναπόφευκτη, όπως αναπόφευκτη ήταν και η κατάρρευση της φεουδαλικής κοινωνίας από την αστική τάξη. Ήταν πεπεισμένος πως το προλεταριάτο θα καταλάβει την εξουσία ως άρχουσα τάξη, μετά από επαναστατική νίκη που θα σημειωθεί στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικά κοινωνίες, θα καταργήσει την ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, θα εξαλείψει τις ταξικές διαφορές κι έτσι θα φτάσει στην αταξική κομμουνιστική κοινωνία, σηματοδοτώντας το τέλος των αντιφάσεων ανάμεσα στην άρχουσα τάξη και τους εργαζόμενους. Η αποτυχία της πρόβλεψης του Μαρξ για την επικείμενη κατάρρευση του καπιταλισμού και για την πραγμάτωση της προλεταριακής επανάστασης στις πιο ώριμες καπιταλιστικές κοινωνίες οδήγησε τους σύγχρονους μαρξιστές να επανεξετάσουν τη συμβατική ταξική ανάλυση. Κατέληξαν, μέσα από τα ίδια τα συγγράμματα του Μαρξ και του Έγκελς, πως οι άνθρωποι είναι οι ίδιοι δημιουργοί της ιστορίας και έχουν την ικανότητα να διαμορφώνουν και να καθορίζουν τη μοίρα τους. Έτσι οι σύγχρονοι μαρξιστές απελευθερώνονται από τα αυστηρά δεσμά «βάσης – εποικοδομήματος» και καταλήγουν πως η ταξική πάλη δεν είναι η αρχή και το τέλος της κοινωνικής ανάλυσης. (Heywood, 2007, σελ. 239, 242, 252-253 )

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

• Ρ. Αρόν (1994), «Η Εξέλιξη της Κοινωνιολογικής Σκέψης» α’ τόμος, μετάφραση Μπάμπης Λυκούδης, Αθήνα: Γνώση•
• Ακαδημία Επιστημών ΕΣΣΔ, (1956) «Παγκόσμια Ιστορία», Μέλισσα, Αθήνα, τόμος ΣΤ1
• Β. Ρωμανός (2010), «Η Μαρξική Κριτική της Νεωτερικότητας και το Πρόβλημα της Ορθολογικότητας της Ιστορίας», σε Σ. Μ. Κονιόρδος (επιμ.) Κοινωνική Σκέψη και Νεωτερικότητα, Αθήνα: Εκδόσεις Gutenberg.
• Grundrise, στο Β. Ρωμανός (2010), «Η Μαρξική Κριτική της Νεωτερικότητας και το Πρόβλημα της Ορθολογικότητας της Ιστορίας», σε Σ. Μ. Κονιόρδος (επιμ.) Κοινωνική Σκέψη και Νεωτερικότητα, Αθήνα: Εκδόσεις Gutenberg.
• Marx & Engels στο Heywood, (2007), «Πολιτικές Ιδεολογίες», μετάφραση Ν. Μαραντζίδης, Επίκεντρο, Αθήνα


• Heywood (2007), «Πολιτικές Ιδεολογίες», μετάφραση Ν. Μαραντζίδης, Επίκεντρο, Αθήνα


(Βαθμός:8,5)





Βαθμός: 8,5

Κυριακή 2 Δεκεμβρίου 2018

ΒΕΜΠΕΡ



ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ
"Ειδικά Θέματα του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού" - ΕΠΟ 42 
  ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ 2018-2019
Πρώτη Γραπτή Εργασία
της  Ζαράγκα Καλλιόπης

 Θέμα: «Ο Βέμπερ υποστηρίζει ότι βασική επιδίωξή του στη μελέτη για την Προτεσταντική Ηθική (ΠΗ) είναι να συμβάλλει στην ‘κατανόηση του τρόπου με τον οποίο οι ιδέες εντάσσονται στην ιστορική-κοινωνική εξέλιξη’. Πως στοιχειοθετείται η άποψή του; Να απαντήσετε βασιζόμενοι/ες στο υλικό της ΠΗ.»

 ΕΙΣΑΓΩΓΗ
        Στόχος του Βέμπερ, με το έργο του αυτό, είναι να διερευνήσει και συσχετίσει την ανάδυση, άνθηση και εδραίωση του δυτικοευρωπαϊκού καπιταλισμού, μέσα από τη συγκριτική μελέτη των παγκόσμιων θρησκειών, ως «αποκλίνουσας περίπτωσης», με την Προτεσταντική Ηθική (ΠΗ). (Ε.Μ. ΕΑΠ, εισαγωγή σελ. 13)
        Στο πόνημά του αυτό ο Βέμπερ διαμόρφωσε και την καθεαυτού μεθοδολογία του για τη μελέτη των κοινωνικών φαινομένων. Τον πυρήνα της κοινωνιολογικής θεωρίας του αποτελεί η ανάλυση της οικονομικής δραστηριότητας σε σχέση με την πολιτική, το δίκαιο και τη θρησκεία.
       Εκκίνηση της συλλογιστικής του είναι η διαπίστωση πως στο Δυτικό κόσμο υπάρχει σαφής διαφοροποίηση σε όλους τους τομείς  της ανθρώπινης δραστηριότητας, (επιστήμη, τέχνες, εκπαίδευση, οργάνωση του κράτους) και όχι μόνο στην εμφάνιση και ανάπτυξη του καπιταλισμού. (Κονιόρδος, σελ. 23-24 & Weber, σελ. 11-13)
        Με τη συλλογιστική αυτή του  Βέμπερ απορρέουν δύο κομβικά ερωτήματα:
α) ποιοι οι λόγοι της διαφοροποίησης της Δύσης από τον υπόλοιπο κόσμο? 
β) ποια η σημασία των ιδεών στην ιστορικο-κοινωνική εξέλιξη?
        Ο Βέμπερ, προκειμένου να ανταποκριθεί στα ερωτήματα αυτά, χρησιμοποιεί συγκεκριμένα μεθοδολογικά εργαλεία, στοχεύοντας στο να συμβάλλει στην ‘κατανόηση του τρόπου με τον οποίο οι ιδέες εντάσσονται στην ιστορική-κοινωνική εξέλιξη’ που είναι και το ζητούμενο αυτής της εργασίας. 
        Αρχικά θα αναφερθούμε στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του Δυτικού Κόσμου που τον διαφοροποιούν από τον υπόλοιπο πλανήτη, κάνοντας ιδιαίτερη μνεία στο δυτικό καπιταλισμό. Στη συνέχεια θα παρουσιάσουμε τα μεθοδολογικά εργαλεία που χρησιμοποιεί ο Βέμπερ, προκειμένου να μελετήσει τα κοινωνικά φαινόμενα και να απαντήσει στα προαναφερθέντα ερωτήματα. Ακολούθως θα προσπαθήσουμε να αναδείξουμε τον τρόπο με τον οποίο, σύμφωνα με τον Βέμπερ, επιδρούν οι «ιδέες» στην ιστορία διαμορφώνουν το δυτικό πολιτισμό καθώς και το σημαντικό ρόλο του προτεσταντικού δόγματος και της προτεσταντικής ηθικής ως γενεσιουργών αιτιών της δυτικής καπιταλιστικής ανάπτυξης.


 
       Η δυτική Ευρώπη, κατά τον 18ο αιώνα διαφοροποιείται, σχεδόν αποσπάται, από τον υπόλοιπο κόσμο και σηματοδοτείται από εξελίξεις σε όλες τις εκφάνσεις της ανθρώπινης δράσης (επιστήμες, τέχνες, εκπαίδευση, οργάνωση του κράτους, οικονομία…), με κύριο χαρακτηριστικό τον εξορθολογισμό. Η επιστήμη στηρίζεται πλέον στη μαθηματική και λογική απόδειξη, στην πειραματική μέθοδο και στην εξειδίκευση, ενώ η νομική επιστήμη συστηματοποιήθηκε  με το Ρωμαϊκό Δίκαιο, το οποίο αποτέλεσε τη βάση του Δυτικού Δικαίου Οι τέχνες αποκτούν δυναμικότητα έκφρασης. Συγκεκριμένα η ζωγραφική αποκτά τη δυνατότητα απεικόνισης της διάστασης του χώρου με την προοπτική, η γλυπτική και η αρχιτεκτονική υποστηρίζονται από τη μελέτη και τους υπολογισμούς του φυσικού κόσμου και, τέλος, η μουσική αναπτύσσεται με ένα μοναδικό σύστημα μουσικής σημειολογίας. Η εκπαίδευση γίνεται συστηματική και επιδιώκεται μέσω αυτής η εξειδίκευση στον τεχνικό τομέα και στην επιστήμη, με τη στελέχωσή της από καταρτισμένο και ειδικευμένο εκπαιδευτικό προσωπικό. Η κρατική μηχανή στελεχώνεται και οργανώνεται με ειδικευμένους υπαλλήλους, και αποτελεί το στυλοβάτη του σύγχρονου κράτους. Οι ιδιομορφίες αυτές του δυτικού κόσμου συνιστούν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του, καθώς δεν απαντώνται σε κανένα άλλο μέρος του πλανήτη. (Weber, σελ. 11-14, Κονιόρδος, σελ. 23)
        Θεωρούμε πως ο καπιταλισμός, πέρα από χωρικά και χρονικά όρια, δεν είναι παρά η «επιδίωξη του κέρδους», με θεμιτά ή αθέμιτα μέσα, ένα συνεχές κυνήγι χρήματος και πλουτισμού. Ο Βέμπερ αποστασιοποιείται από αυτή τη θεώρηση, υποστηρίζοντας πως ουδεμία σχέση έχει με το «πνεύμα του σύγχρονου καπιταλισμού» καθώς, ο σύγχρονος καπιταλισμός, δεν βασίζεται σε τυχοδιωκτικές ή κερδοσκοπικές δραστηριότητες, όπως σε όλο τον υπόλοιπο κόσμο, αλλά επιδιώκει το κέρδος, και μάλιστα το μόνιμα ανανεούμενο κέρδος, μέσα στα πλαίσια μιας «ορθολογικά οργανωμένης καπιταλιστικής επιχείρησης» με κύριο στόχο της  την αποδοτικότητα και την επανεπένδυση των κερδών της. (Weber, σελ. 15-18,  Κονιόρδος, σελ. 24)
        Κατά τον Βέμπερ στη διαμόρφωση αυτής της καπιταλιστικής επιχείρησης, που δεν συναντούμε πουθενά αλλού, σημαντικό ρόλο διαδραμάτισαν κοινωνικές και ιστορικές συγκυρίες και συμπτώσεις: ο νομικός διαχωρισμός επιχειρησιακής και ατομικής ιδιοκτησίας, η ρασιοναλιστική λογιστική, η ελεύθερη (τυπικά) εργασία, η ανάπτυξη των πόλεων, του εμπορίου και της μεταποιητικής διαδικασίας, η απομάγευση του κόσμου (κυρίως των μεσαίων στρωμάτων) από τις θρησκοληπτικές δοξασίες και η ανακατεύθυνσή του στην ορθολογιστική συγκρότηση της «εταιρικής» κοινωνίας, η θεσμοθέτηση νομικών συστημάτων για την απρόσκοπτη λειτουργία των επιχειρήσεων, η απρόσωπη κατοχύρωση εμπορικών συμβάσεων και επιχειρήσεων, με ρητή τυπική κωδικοποίηση του δυτικού δικαίου καθώς και η ειδικευμένη διοικητική γραφειοκρατία. Το ερώτημα, όμως, παραμένει: Γιατί όλες αυτές οι συγκυρίες και οι συμπτώσεις συνέβησαν ή επηρέασαν μόνο το Δυτικό Κόσμο και μόνο αυτός οδηγήθηκε στην εκλογίκευση? Η απάντηση στο εύλογο αυτό ερώτημα είναι οι «ιδέες», οι οποίες επιδρούν στην ιστορία και στον οικονομικό βίο και συγκαταλέγονται μεταξύ των παραγόντων εκείνων που οδήγησαν στην ανάπτυξη του δυτικού καπιταλισμού, υπό την προϋπόθεση ύπαρξης ανάλογων συνθηκών. (Weber, σελ. 18-23,  Κονιόρδος, σελ. 25-29)
        Ο Βέμπερ διατείνεται πως ο οικονομικός ρασιοναλισμός σχετίζεται άμεσα με την κοινωνική συμπεριφορά των ανθρώπων και την ικανότητα ή όχι της προσαρμογής τους σε έλλογες οικονομικές πρακτικές. Κάτω από αυτήν τη οπτική οι θρησκευτικές και ηθικές αντιλήψεις και αναστολές διαμορφώνουν συμπεριφορές και επηρεάζουν την ανάπτυξη μιας έλλογης «οικονομικής» συμπεριφοράς. (Weber, σελ.23)

2.     ΟΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΕΣ ΕΠΙΛΟΓΕΣ ΤΟΥ ΒΕΜΠΕΡ

        Η κοινωνική πραγματικότητα είναι, για τον Βέμπερ, πολυσύνθετη και περίπλοκη, διαμορφώνεται από πληθώρα κοινωνικών πρακτικών και δράσεων και παρουσιάζει μεγάλη ιστορική πολυμορφία, καθώς οι κοινωνίες χαρακτηρίζονται από τα δικά τους ιδιαίτερα και ξεχωριστά κοινωνικο-ιστορικο-πολιτιστικά συμβάντα και δρώμενα. (Κονιόρδος, σελ.32, Αντωνοπούλου, σελ. 281-282)
        Κάθε κοινωνία αναπτύσσει έναν ιδιαίτερο και ξεχωριστό τρόπο σκέψης, ο οποίος την χαρακτηρίζει και την διαφοροποιεί από τις άλλες, προσδιορίζοντας «παράγοντες» που έδρασαν λιγότερο ή περισσότερο σημαντικά στην εξέλιξη του πολιτισμού της. Στο δυτικό πολιτισμό για παράδειγμα η «οικονομία» ως κοινωνική δράση είναι από τις πιο σημαντικές, καθώς σε αυτήν κυριαρχεί η «αγορά», και τής έχει προσδώσει χαρακτηριστικά που δεν συναντώνται σε άλλες, προγενέστερες ή συγχρονές της, κοινωνίες. (Αντωνοπούλου, σελ.  283-285)
·         Ο «ιδεότυπος» ή «ιδεατός τύπος» είναι μια διανοητική υποθετική κατασκευή, ένα «αναλυτικό εργαλείο» που συνέλαβε ο Βέμπερ, προκειμένου να απλοποιήσει την πολυσύνθετη κοινωνική πραγματικότητα, ώστε αυτή να καταστεί προσεγγίσιμη, να μελετηθεί εξαντλητικά για να αποκρυσταλλωθεί η ουσία των ιδεών. Δεν συναντάται, εμπειρικά, στην πραγματικότητα αλλά χρησιμοποιείται ως μέτρο σύγκρισης και μέτρησής της. (Κονιόρδος, σελ. 32-33, Αντωνοπούλου, σελ. 322,323)
·         Η «εκλεκτική συγγένεια» είναι μια έννοια εργαλείο που υποδηλώνει την αντιστοίχιση, τη συνάφεια, το συγχρονισμό και την αλληλεπίδραση μεταξύ δύο κοινωνικών φαινομένων, η οποία τα οδηγεί να επηρεάζουν το ένα το άλλο, χωρίς η σύνδεσή τους και η σχέση αιτιότητας μεταξύ τους να έχει εξακριβωθεί ή αποσαφηνισθεί. (Κονιόρδος, σ. 35-36)
·         Το «παράδοξο των μη αναμενόμενων αποτελεσμάτων» της κοινωνικής δράσης, το διαφορετικό δηλαδή αποτέλεσμα από το αναμενόμενο, καθώς μια μεταβολή που επιχειρούν οι δρώντες καταλήγει σε διαφορετικό αποτέλεσμα, εν μέρει ή στην ολότητά της, εξαιτίας πληθώρας αστάθμητων παραγόντων. (Κονιόρδος, σελ. 37)

     

3.     Η ΕΝΤΑΞΗ ΤΩΝ ΙΔΕΩΝ ΣΤΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ-ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΓΙΓΝΕΣΘΑΙ

        Ο Βέμπερ χρησιμοποιεί τον όρο «αξίες-ιδέες», αποδίδοντας με αυτόν τις ηθικές αξίες και αρχές που διέπουν την κοινωνική ζωή. Είναι δηλαδή οι αξίες-ιδέες ο ηθικός νόμος που ρυθμίζει και προσανατολίζει την κοινωνική πρακτική, διαμορφώνει τις κοινωνικές σχέσεις και δραστηριότητες των κοινωνικών δρώντων μέσα στο ιστορικό πλαίσιο που ζουν, εμπνέουν και καθοδηγούν δράσεις και πράξεις, προσδοκώντας και επιδιώκοντας την καλυτέρευση της κοινωνίας. (Αντωνοπούλου, σελ. 304-307)
        Οι ιδέες, σύμφωνα με τον Βέμπερ, σχηματοποιούνται μέσα στις κοινωνικές και ιστορικές συνθήκες στις οποίες αναπτύσσονται, διαμορφώνουν την πραγματικότητα της ζωής και με βάση αυτές εξετάζουμε τον πολιτισμό σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, χωρική ή χρονική. Γι’ αυτό και θεωρεί αναγκαία τη σύνδεση όλων των ιστορικών φαινομένων με αυτές. (Weber, σελ.27, Αντωνοπούλου, σελ. 294)
        Θεωρώντας (ο Βέμπερ) την κοινωνιολογία ως ικανή να συλλάβει τη σημασία των κοινωνικών φαινομένων και να εντάξει τις ιδέες μέσα στο ιστορικο-κοινωνικό γίγνεσθαι, δημιουργεί τον ιδεότυπο της ΠΗ της εργασίας, προκειμένου να εξετάσει τη σχέση του καπιταλισμού με τον προτεσταντισμό, σύμφωνα με την έννοια του εξορθολογισμού και της «εκλογίκευσης της μυστικιστικής ενατένισης». (Weber, σελ. 23-24) Παρατηρεί μια εκλεκτική συγγένεια και  αλληλεπίδραση μεταξύ του ιδεότυπου της προτεσταντιστικής ηθικής της εργασίας και του ιδεότυπου της κοινωνικής ηθικής του καπιταλισμού, παρά τις φαινομενικές διαφορές τους, και διαπιστώνει την ύπαρξη ενός συσχετισμού των προτεσταντικών διδαχών και αξιών με τα καπιταλιστικά συμφέροντα. Εντοπίζει, επίσης, το παράδοξο του μη αναμενόμενου αποτελέσματος, διαπιστώνοντας πως η Μεταρρύθμιση ενδυνάμωσε τη θρησκευτική πίστη και δημιούργησε ένα θρησκευτικό κλίμα, μέσα στο οποίο η επαγγελματική δραστηριότητα θεωρείται αυτοσκοπός και θεϊκή επιλογή, ενισχύοντας έτσι τον καπιταλισμό. (Κονιόρδος, σελ. 36-37) Το άλλο παράδοξο που εντοπίζει ο Βέρμπερ είναι πως ο προτεσταντισμός βρήκε το πλέον εύφορο έδαφος στις πλουσιότερες πόλεις, διαπιστώνοντας πως οι πλούσιοι αστοί μεταπήδησαν με ευκολία από την ανεκτική τυπική εξουσία της καθολικής εκκλησίας στον αυστηρό καλβινισμό. Τέλος, διαπιστώνει μια «εσωτερική συγγένεια» ανάμεσα στον καλβινικό ασκητισμό και την εκκλησιαστική ευσέβεια με το ενδιαφέρον για συμμετοχή στην καπιταλιστική κερδοσκοπία. (Weber, σελ. 36-37)
        Πριν να αναφερθούμε στους συσχετισμούς, τους οποίους παρουσιάζει ο Βέμπερ, αυτών των παράδοξων φαινομένων με την ιστορική τους εξήγηση, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι δεν αποδέχεται πως αιτιακά προηγείται η προτεσταντική πίστη της καπιταλιστικής δραστηριότητας, αλλά, αντιθέτως οι καπιταλιστές προσελκύονται από τον προτεσταντισμό. Ούτε πρέπει να συνδέσουμε την οικονομική ανάπτυξη που παρατηρήθηκε κατά τους 15ο – 17ο αιώνες με την αμφισβήτηση της Καθολικής Εκκλησίας, καθώς ο προτεσταντισμός αντιπροσωπεύει την αυστηρότητα στον ιδιωτικό και το δημόσιο βίο, έναντι της επιεικούς καθολικής εκκλησίας. (Κονιόρδος, σελ. 55)
        Σύμφωνα με την ΠΗ, η αφοσίωση στην εργασία αποτελεί το μέσο για την σωτηρία της ψυχής, καθώς θεωρείται θεϊκή επιλογή. (Weber, σελ. 78) Ο Προτεσταντισμός και η ηθική του απετέλεσαν μια ισχυρή παρόρμηση για την ανάπτυξη μιας κοινωνικής δράσης των ανθρώπων, ομόλογης προς τις ανάγκες του καπιταλισμού. Η ΠΗ δεν καταδικάζει την αύξηση του πλούτου, αλλά την αμέτρητη απόλαυση των υλικών αγαθών. Υποστηρίζει πως ο άνθρωπος πρέπει να εργάζεται και να μοχθεί στη ζωή του, σύμφωνα με τη Βίβλο, για τη δόξα του Θεού, καθώς αυτό είναι η απόδειξη της πίστης του. (Weber, σελ. 44-47)  Απορρέει λοιπόν το ερώτημα πώς είναι δυνατόν να είναι κάποιος θρησκευόμενος και ταυτόχρονα ορθολογιστής? Ο Βέμπερ υποστηρίζει πως ο ορθολογισμός αποτελεί κοινό στοιχείο και των δύο συστημάτων. Παραθέτοντας τα αποφθέγματα του Βενιαμίν Φραγκλίνου, σχετικά με την αξία του χρήματος και της εργασίας, καταλήγει πως το «πνεύμα του καπιταλισμού» συμπορεύεται με ένα απάνθισμα αρετών (εντιμότητα, ήθος, φιλοπονία, καθήκον, ηθικό χρέος, προκοπή) οι οποίες συνδυάζονται με τον αυτοσκοπό για την αύξηση του κεφαλαίου. Ο αυτοσκοπός αυτός είναι ο προορισμός του πιστού προτεστάντη καθώς, σύμφωνα με τη Βίβλο, «ο ικανός άνθρωπος φαίνεται από τα έργα του και είναι αυτός που θα μπορεί να εμφανιστεί μπροστά στους βασιλείς». (Weber, σελ. 44-47)  Η επαγγελματική επιτυχία, χρέος και αποστολή του προτεστάντη, οδηγεί σε τέτοιες επιλογές και αποφάσεις, ώστε να συμβαδίζει με την ορθολογιστική οργάνωση του καπιταλιστικού συστήματος, με αποτέλεσμα το προτεσταντικό ήθος να θεωρείται ένα από τα ισχυρότερα στηρίγματα του καπιταλισμού. (Weber, σελ. 46-47) Η προσαρμογή σε αυτόν τον τρόπο ζωής, σύμφωνα με τον Βέμπερ, μπορεί να προκύψει μόνο ως «ιδέα», δηλαδή ως κοσμοθεωρία και μέσο εξήγησης των ιστορικών φαινομένων που οδήγησαν στην κυριαρχία του καπιταλισμού και η υλιστική θεωρία να φαντάζει τουλάχιστον αφελής. (Weber, σελ. 48)
        Απέναντι στους παραδοσιακούς τραντισιοναλιστικούς εργοδότες ο Βέμπερ καταδεικνύει το νέο ιδεότυπο του εργοδότη επιχειρηματία, ο οποίος προέρχεται συνήθως από τα χαμηλά στρώματα, με αυστηρές αρχές, μεγαλωμένος με στερήσεις και λιτότητα. Δίνει αξία στο χρήμα, αποφεύγει την επίδειξη και την άσκοπη κατανάλωσή του, ακολουθεί ένα λιτό και ασκητικό τρόπο ζωής και αισθάνεται πλήρης καθώς γνωρίζει πως εκπληρώνει το επαγγελματικό του χρέος. Παρατηρούμε εδώ μία σχέση εκλεκτικής συγγένειας με τους παραδοσιακούς  τραντισιοναλιστικούς καπιταλιστές. Όμως, σε αντίθεση με αυτούς, καθώς η επιδίωξη του κέρδους είναι μεν καθήκον του προτεστάντη, αλλά η ηθική προτεσταντική συμπεριφορά απαγορεύει τη χρησιμοποίηση κερδών για υλικές απολαύσεις και κερδοσκοπία, αυτά επανεπενδύονται , δημιουργώντας έτσι τον σύγχρονο καπιταλισμό, κάτι που αντιστοιχεί σε παράδοξο και μη αναμενόμενο αποτέλεσμα.  (Weber, σελ. 55, 60, 62-63, &  Κονιόρδος, σελ. 60)
        Τέλος, ο Βέμπερ παρουσιάζει τον ιδεότυπο του εργαζόμενου που επιθυμεί να εργάζεται τόσο όσο του είναι απαραίτητο, προκειμένου να καλύπτει τις ανάγκες του. Ο εργοδότης πιέζει τον εργαζόμενο να εργαστεί περισσότερο, προκειμένου να επιτευχθεί υψηλότερη παραγωγικότητα. Η ΠΗ παρουσιάζει ως χρέος και καθήκον του εργαζόμενου, απέναντι στη θεϊκή επιλογή, να τιμά και να σέβεται το επάγγελμά του, επιδεικνύοντας εργατικότητα. Παρατηρείται εδώ η εκλεκτική συγγένεια της εντατικοποίησης της εργασίας, με την απειλή της ανεργίας εκ μέρους του εργοδότη και την αντιμετώπισή της ως αίσθηση καθήκοντος και ευθύνης προς το Θεό από την ΠΗ που οδηγεί στο παράδοξο της ανέλιξης του καπιταλισμού μέσα σε παραδοσιοκρατικό περιβάλλον. (Weber, σελ. 51-55,   Κονιόρδος, σελ. 59-60)

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

        Ο Βέμπερ, με το πόνημά του για την ΠΗ, επιδίωξε να καταδείξει το πώς οι ιδέες επιδρούν στην ιστορία και να διευκρινίσει το ρόλο τους στη διαμόρφωση του δυτικού πολιτισμού.
        Χρησιμοποιώντας ως παράδειγμα μια ιδέα με θρησκευτικές ρίζες, τον ιδεότυπο της ΠΗ, απέδειξε, διερευνώντας τις εκλεκτικές συγγένειες ανάμεσα στη θρησκεία και την πρακτική ηθική, πώς οι ιδέες επηρεάζουν τις ιστορικο-κοινωνικές εξελίξεις και εντόπισε το πώς ο προτεσταντισμός επηρέασε τη διαμόρφωση του δυτικού πολιτισμού.




ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
·         Αντωνοπούλου Μ., «Θεωρία και ιδεολογία στη σκέψη των κλασσικών της κοινωνιολογίας», 2η έκδ., Παπαζήση, Αθήνα, (1991)
·         Κονιόρδος Σ., «Η Θέση του Βέμπερ για την ΠΗ της Εργασίας», στο ΕΙΔΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, τομ. Α’, ΕΑΠ, ΠΑΤΡΑ, 2002
·        Weber M., «Η Προτεσταντική Ηθική και το Πνεύμα του Καπιταλισμού», GUTENBERG, Αθήνα, 2006



Βαθμός: 8



Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2018

ΕΠΟ 30: ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΙ ΔΥΤΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟ EΤΟΣ 2018-2019
1η Γραπτή Εργασία  της Ζαράγκα Καλλιόπης

ΘΕΜΑ: «Εκκλησία, πλούτος και κοινωνική πολιτική στο πρώιμο Βυζάντιο»


       

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

         Βασικό χαρακτηριστικό της υπερχιλιετούς πορείας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας είναι το «κράτος πρόνοιας» με ιδιαίτερα ενεργό το ρόλο της Εκκλησίας. Η Εκκλησία με «όπλο» της τη χριστιανική αγάπη προς το συνάνθρωπο οργάνωσε, από την εποχή του Μ. Κωνσταντίνου, ένα εκτεταμένο και συντονισμένο πρόγραμμα κοινωνικής πρόνοιας, ώστε ο ιστορικός του 20ου αιώνα  Mango, να την περιγράφει ως «υπουργείο κοινωνικής πρόνοιας».
          Στην παρούσα εργασία καλούμαστε να παρουσιάσουμε τον κοινωνικο-οικονομικό ρόλο της χριστιανικής Εκκλησίας κατά την πρώιμη βυζαντινή περίοδο, και την εξελικτική της πορεία σε ιδανικό θεσμό άσκησης συστηματικής κοινωνικής πρόνοιας.
       Αρχικά θα αναφερθούμε εν συντομία στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και στη διαίρεσή της στις ιστορικές της περιόδους.
        Στη συνέχεια θα καταγράψουμε τις πολιτικές και κοινωνικές ανακατατάξεις και την κοινωνική και οικονομική ανισότητα της πρώιμης βυζαντινής περιόδου.
       Ακολούθως θα προσπαθήσουμε να αναδείξουμε το πολύπλευρο κοινωνικό έργο που επιτέλεσε η Εκκλησία κατά την πρώιμη βυζαντινή περίοδο.
       Τέλος, θα κλείσουμε την εργασία, παραθέτοντας συμπερασματικά τα ουσιώδη σημεία που αναδεικνύουν την Εκκλησία ως θεσμό συστηματικής κοινωνικής πρόνοιας στην περίοδο αυτή.

1.      Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ

      Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία αποτελεί συνέχεια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, καθώς δεν έχει υπάρξει κάποια απότομη διακοπή, είτε εξαιτίας επέμβασης ξένων λαών, είτε από κάποια εσωτερική αναδιάρθρωσή της. Χρονολογείται από την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης, το 324μ.Χ. ή από τα εγκαίνιά της, το 330μ.Χ., μέχρι και την άλωση και πτώση της από τους Τούρκους, 29/5/1453, ημερομηνία που σήμανε και το τέλος της βυζαντινής ιστορίας.
        Η υπερχιλιετής βυζαντινή ιστορία διαιρείται σε τρείς  περιόδους, με κριτήριο πολιτειακές, πολιτιστικές μεταβολές και  πολιτικές ανακατατάξεις:
·          Πρώιμη, 324 ή 330 έως  641,
·         Μέση,  641 έως 1081 ή έως 1204 (4η Σταυροφορία) 
·         Ύστερη, 1081 ή 1204 έως την άλωση της βασιλεύουσας 29/5/1453.  (Mango, σελ. 15)
       
2.      Η ΠΡΩΙΜΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ

α. Πολιτειακές και διοικητικές τομές
        Η βυζαντινή κοινωνία χαρακτηρίζεται από την τάξη (ευταξία), η οποία στηρίζεται στην απεριόριστη αυτοκρατορική εξουσία. Με την ανάρρηση του Διοκλητιανού στο αυτοκρατορικό αξίωμα, συντελέσθηκε η μεταβολή του ρωμαϊκού πολιτεύματος σε απόλυτη (συγκεντρωτική) μοναρχία. Η εξουσία συγκεντρώνεται στα χέρια του ρηξικέλευθου μεταρρυθμιστή της εποχής Διοκλητιανού, ο οποίος, επιδιώκοντας την αποτελεσματικότερη διοίκηση της αυτοκρατορίας,  διαχωρίζει την πολιτική από τη στρατιωτική εξουσία, περιορίζει την ήδη αποδυναμωμένη σύγκλητο, αναδιοργανώνει το στρατό και ενισχύει τη μεθοριακή γραμμή, διπλασιάζοντας τον αριθμό των ρωμαϊκών λεγεώνων. Στη συνέχεια  δημιουργεί ένα απολυταρχικό κράτος που χαρακτηρίζεται από μια πολύκλαδη, οργανωμένη γραφειοκρατία,  όχι όμως πολυάνθρωπη, καθώς οι πόλεις αυτοδιοικούνται μέσω των αστικών βουλευτηρίων, τα οποία απαρτίζονται από τους βουλευτές, ήτοι τους πλέον πλούσιους τοπικούς ηγεμόνες που αποτελούν την επαρχιακή αστική αριστοκρατία. Όμως, επειδή αυτά τα αξιοσέβαστα αξιώματα συνεπάγονται μεγάλη οικονομική επιβάρυνση, οι υπόχρεοι τα αποφεύγουν, με αποτέλεσμα, κατά τα μέσα του 6ου αιώνα, τα βουλευτήρια των πόλεων να μην υφίστανται πλέον και το δημιουργηθέν διοικητικό κενό αναπληρώνεται από τους διοικητές των επαρχιών και τους επισκόπους. (Brown, σελ. 29-31, Mango,σελ.45,47-48,258)

β.  Κοινωνικές ανακατατάξεις και οικονομικές ανισότητες
         Κάτι που χαρακτηρίζει την πρώιμη βυζαντινή κοινωνία είναι η κοινωνική της ευελιξία. Με τις μεταρρυθμίσεις του Διοκλητιανού παρατηρείται συχνά η κοινωνική ανάρρηση ενός φτωχού επαρχιώτη ακόμη και στην εξουσία, ενώ εμφανίζεται και εδραιώνεται η νέα «αριστοκρατία των υπηρεσιών». Απότοκος η διεύρυνση του χάσματος μεταξύ πλουσίων και πτωχών, καθώς η «νεοσχηματισμένη κυβερνητική τάξη» των κρατικών και στρατιωτικών υπαλλήλων αμείβεται με υψηλούς μισθούς, ενώ οι αμοιβές στην κατώτερη τάξη είναι τόσο χαμηλές ώστε, σε συνδυασμό με τον ιλιγγιώδη πληθωρισμό που μαστίζει την κοινωνία του 4ου αιώνα, να ζει στα όρια της φτώχειας και της εξαθλίωσης. (Brown, σελ. 32- 41, Mango, σελ. 53)
         Στην τεράστια αυτή ανισότητα συμβάλλει και η δυσβάσταχτη, ανελαστική και κάκιστα κατανεμημένη φορολογία στον αγροτικό τομέα. Οι φορολογικές πιέσεις και ο πληθωρισμός, σε συνδυασμό με τις καταστροφές της σοδιάς από θεομηνίες ή βαρβαρικές επιδρομές, αναγκάζουν τους μικρούς καλλιεργητές να εκχωρήσουν τις ιδιοκτησίες τους στους μεγάλους γαιοκτήμονες. Η γη συγκεντρώνεται στα χέρια των  μεγάλων γαιοκτημόνων και  δημιουργούνται  γιγαντιαία κτήματα, τα latifuntia,  αφανίζοντας τα εισοδήματα των μικρών καλλιεργητών, οι οποίοι περιέρχονται στην απόλυτη ένδεια. (Brown, σελ. 39-42)  Οι πτωχοί κατά τον 6ο αιώνα δεν αντιμετωπίζονται πλέον ως μια οικονομική κατάσταση αλλά, σύμφωνα με την ιουστινιάνεια νομοθεσία, αποτελούν νόμιμη κοινωνική τάξη. (Κωνσταντέλος, σ.46-49)

3.      ΕΚΚΛΗΣΙΑ

α. Η χριστιανική φιλοσοφία για τον πλούτο και την φιλανθρωπία
        Από τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους η κοινωνική μέριμνα είναι το κυριότερο και πλέον βασικό μέλημα της Εκκλησίας, η οποία θεωρεί  απαράβατο καθήκον της να φροντίζει και περιθάλπτει τους έχοντες ανάγκη, να προτρέπει τους πιστούς να ασκούν φιλανθρωπία,  καλλιεργώντας τους το αίσθημα της κοινωνικής αλληλεγγύης, της δικαιοσύνης και της φυλετικής ισότητας, ως έμπρακτη χριστιανική διαβίωση. Κηρύττει πως η φιλανθρωπία είναι η μόνη αρετή που οδηγεί τον άνθρωπο στον Παράδεισο και την αιώνια αληθινή ζωή, ενώ η αδιαφορία για τον πόνο και τη δυστυχία των συνανθρώπων καθώς και το πάθος για συνεχή απόκτηση πλούτου, προς ιδίαν ικανοποίηση και μόνον, θα τον στερήσει της Βασιλείας των Ουρανών.  Σύμφωνα με αυτή τη φιλοσοφία, η θέση της για τον πλούτο και την ιδιοκτησία είναι θετική, με την προϋπόθεση πως ο πλούτος δεν είναι προϊόν άδικων και άνομων συναλλαγών (φόνος, κλοπή, τοκογλυφία), η διαχείρισή του γίνεται με πνεύμα χριστιανικής αγάπης και αλληλεγγύης και δεν καθίσταται μέσον προκλητικής κοινωνικής προβολής. (Θωμόπουλος, σελ. 64,  Μ. Βασίλειος σελ.284-321,  Κωτσιόπουλος, σ. 194-195)

β. Η Εκκλησία ως οικονομική δύναμη
         Από τον 3ο αιώνα η Εκκλησία κατέχει μια διόλου ευκαταφρόνητη περιουσία, η οποία προέρχεται από τις «ταπεινές» προσφορές των πιστών, από σημαντικές δωρεές και παραχωρήσεις μεγάλων περιουσιών και κληροδοτημάτων πλουσίων και μοναχών, καθώς και κρατικές και αυτοκρατορικές επιχορηγήσεις. Η εκκλησιαστική περιουσία αυξάνεται γρήγορα από την εποχή του Κωνσταντίνου, ο οποίος, με την έκδοση ευνοϊκών νομοθετικών διαταγμάτων συμβάλλει στη μεγάλη οικονομική της ευημερία, και, σε συντονισμό με την Εκκλησία, οργανώνει την απαιτούμενη κοινωνική πολιτική, καθιστώντας τη λειτουργία των θεσμών πρόνοιας συστηματική. Το πρώτο βήμα του είναι η μέριμνα για τη διοικητική οργάνωση της Εκκλησίας, ένα βήμα που στα μέσα του 6ου αιώνα θα  καλύψει το κενό που θα έχει δημιουργηθεί από την εξαφάνιση των βουλευτηρίων των πόλεων. Η επικράτεια της αυτοκρατορίας χωρίζεται σε επισκοπές, οι οποίες έχουν στη δικαιοδοσία τους τις ενορίες και συγχρόνως υπάγονται σε μεγαλύτερες διοικητικές περιφέρειες, τις μητροπόλεις. Έδρα τους είναι η πρωτεύουσα της επαρχίας τους και ανώτατο όργανό τους η επαρχιακή σύνοδος. Η τοπική Εκκλησία συσπειρώνεται γύρω από τον επίσκοπό της, ο οποίος εκτός από την ευθύνη του ποιμνίου του, των κληρικών και όλων εν γένει των εκκλησιαστικών και θρησκευτικών ζητημάτων, αναλαμβάνει, πλήθος εξωθρησκευτικών καθηκόντων και η εξουσία του ενδυναμώνεται και γίνεται ισότιμη ή και ανώτερη του επαρχιακού διοικητή. Στη συνέχεια ο Κωνσταντίνος νομοθετεί για την Εκκλησία, τους επισκόπους και τους κληρικούς  φορολογικές ατέλειες, οι οποίες, σε συνδυασμό με γενναιόδωρες κρατικές επιχορηγήσεις, (καθώς με αυτοκρατορικό νόμο επιτρέπεται στην εκκλησία να δέχεται δωρεές και κληροδοτήματα και να έχει περιουσιακά στοιχεία),  καθιστούν την Εκκλησία «οικονομική δύναμη» και ως μέτρα θεωρούνται δικαιολογημένα εξαιτίας του κοινωνικού ρόλου της Εκκλησίας. (Mango, σελ.49, Dagron, σ.564-565, Flusin, σ.193-221)
        Η Εκκλησία, με τη σωστή διαχείριση των εισροών της, των οικονομικών της πόρων και των κληροδοτημάτων της, και εκμεταλλευόμενη των φορολογικών ατελειών που της παραχωρούνται, καταφέρνει να μετατρέψει τον πλούτο της σε αποδοτική περιουσία, η οποία της δίνει τη δυνατότητα να ανταπεξέρχεται στα τεράστια έξοδά της ( μισθοί κληρικών και υπαλλήλων, συντήρηση κτηρίων) και να ασκεί συστηματική κοινωνική πρόνοια και φιλανθρωπία, χωρίς να ξοδεύει το κεφάλαιό της. (Dagron, σ.564, Mango, σελ.49, Flusin, σ.200)

γ. Η εκκλησία ως «υπουργείο πρόνοιας»
         Τα τεράστια πλούτη που αποκτά η Εκκλησία την εποχή αυτή μαρτυρούνται από τον οικοδομικό οργασμό στην ανέγερση ναών και μοναστηριών σε όλη τη Μεσόγειο. Από ποιμαντική άποψη δεν υπάρχει αυτή η αναγκαιότητα, συμβάλλει όμως σημαντικά στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας για κληρικούς και διοικητικούς υπαλλήλους. Παράλληλα οικοδομούνται και εξοπλίζονται ξενώνες, στους οποίους βρίσκουν στέγη και τροφή πολλές χιλιάδες ζητιάνων, καθώς και ξενώνες προς χρήση μοναχών που επισκέπτονται τις πόλεις. Κύρια δραστηριότητα της εκκλησίας καθίσταται η περίθαλψη στις ευάλωτες πληθυσμιακές ομάδες (χήρες, ορφανά απόρους, αρρώστους, γέροντες), των οποίων ο αριθμός ανέρχεται σε αρκετές χιλιάδες. Η Εκκλησία ανταποκρίνεται στις ανάγκες αυτές με την ίδρυση ευαγών ιδρυμάτων, δημιουργώντας για τη στελέχωσή τους θέσεις εργασίας ή με τη συστηματική και τακτική διανομή αγαθών, φροντίζοντας οι ωφελούμενοι να είναι καταγεγραμμένοι σε λίστες, αφού πρώτα εξακριβωθεί η κατάστασή τους από ειδικούς κρατικούς επιτρόπους και υποβληθεί σχετική έκθεση στους τοπικούς επισκόπους. Ξέχωρα από αυτά τα ιδρύματα, ιδρύονται, στις μεγάλες πόλεις, εξειδικευμένα ιδρύματα, όπως άσυλο τυφλών στα Ιεροσόλυμα και μαιευτήριο στην Αλεξάνδρεια. Τέλος, η φιλανθρωπική δράση της Εκκλησίας περιλαμβάνει τον  ενταφιασμό των πτωχών και των ξένων αιχμαλώτων, καθώς και την παροχή τεράστιων ποσών για την εξαγορά αιχμαλώτων. Ο πλούτος που χρησιμοποιεί η Εκκλησία για την κοινωνική της δράση προέρχεται, όχι μόνο από τις κρατικές επιχορηγήσεις αλλά, κυρίως, από δωρεές πλουσίων και μοναχών, τις οποίες εξασφαλίζει στοχεύοντας στο φιλάνθρωπο συναίσθημά τους και δελεάζοντάς τους με τον Παράδεισο, συντελώντας στην ανακατανομή του πλούτου και σε μια δικαιότερη κοινωνία. (Mango, σελ.48-52, Flusin, σ.201)
        Η Εκκλησία, με την αποδυνάμωση των βουλευτηρίων στις πόλεις και την παράλληλη ενδυνάμωση της θέσης του επισκόπου ως επαρχιακού διοικητή, ξεφεύγει από τα όρια της φιλανθρωπίας και αποκτά ευρύτερο πεδίο δράσης. Οι επίσκοποι μεριμνούν πλέον, εκτός από τα θρησκευτικά τους καθήκοντα, για κοινωφελή και δημόσια έργα, όπως κατασκευή , επισκευή και συντήρηση υδραγωγείων, γεφυρών, δρόμων, δημόσιων λουτρών, επιβλέπουν για την καλή και ομαλή λειτουργία της αγοράς, ενώ συχνά εντέλλονται να αποδώσουν δικαιοσύνη. Όπως πολύ σωστά αναφέρει ο Mango, η βυζαντινή Εκκλησία με όλες αυτές τις αρμοδιότητες και δικαιοδοσίες θα μπορούσε να περιγραφεί ως «υπουργείο κοινωνικής πρόνοιας». (Mango, σελ.49)

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

        Η Εκκλησία ήταν από τις πιο σημαντικές δομές της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Με μια  αξιόλογη οικονομική επιφάνεια παρείχε υπηρεσίες πρόνοιας  και  φιλανθρωπίας, οι οποίες συστηματοποιήθηκαν και οργανώθηκαν στην εποχή του Μ. Κωνσταντίνου. Το κράτος, αναγνωρίζοντας το αδιαμφισβήτητο κύρος της και την αποτελεσματικότητά της, αναθέτει στους επισκόπους την ευθύνη των κοινωφελών δημοσίων έργων και πολλών άλλων εξωθρησκευτικών λειτουργιών, καθιστώντας τους ισότιμους ή και ανώτερους από τους κρατικούς διοικητές. Τέλος, με την παρεμβατική οικονομική πολιτική του Κωνσταντίνου και την αποτελεσματική και καταλυτική προσέγγισή της στους πλούσιους συντέλεσε στη αναδιανεμητική πολιτική της βυζαντινής κοινωνίας.
         
.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ


·         Μ. Βασίλειος, «Ομιλία Προς τους Πλουτούντας», στο: Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας, τομ.6ος, Πατερικές εκδόσεις, Γρηγόριος ο Παλαμάς, Θεσσαλονίκη, 1973
·         Θωμόπουλος Ε., «Η ιστορία της κοινωνικής προστασίας από αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι σήμερα», Παπαζήση, Αθήνα,
·         Κωνσταντέλος Δ, «Πενία, Κοινωνία και Φιλανθρωπία στον Μεταγενέστερο Μεσαιωνικό Ελληνικό Κόσμο»,  Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1994
·         Κωτσιόπουλος Κ., «Πολιτική Οικονομία και Τρεις Ιεράρχες» Επιστημονική Επετηρίδα Θεολογικής Σχολής, Τμήμα Ποιμαντικής-Κοινωνικής Θεολογίας, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, τομ 10, Θεσσαλονίκη 2005
·         C. Mango, «Βυζάντιο, Η αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης», μτφρ. Δ. Τσουγκαράκης, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2002
·         P. Brown, «O κόσμος της Ύστερης Αρχαιότητας, 150-750 μ.Χ.», μτφρ. Ε. Σταμπόγλη, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1998
·         G. Dagron, «Η γέννηση μιας πρωτεύουσας. Η Κωνσταντινούπολη και οι θεσμοί της από το 330 ως το 451», μτφρ. Μ. Λουκάκη, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2000
·         B. Flusin, «Οι δομές της αυτοκρατορικής Εκκλησίας», στο: C. Morrisson κ.ά. (επιμ.), Ο βυζαντινός κόσμος, τ. Α΄: Η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (330-641), μτφρ. Α. Καραστάθη, Πόλις, Αθήνα 2000

       Βαθμός: 10

Copyright©iepoxhtonakron/by:Ζαραγκα Κοροβεση Ποπη