Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Τρίτη 9 Απριλίου 2019

Η ΣΧΟΛΗ ΤΗΣ ΦΡΑΝΚΦΟΥΡΤΗΣ




ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ
ΣΠΟΥΔΕΣ ΣΤΟΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ
ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: ΕΠΟ 41
ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ: 2018-2019

Τρίτη Γ.Ε της Ζαράγκα Καλλιόπης


 ΘΕΜΑ: «Παρουσιάστε τις βασικές γραμμές της κριτικής της Νεωτερικότητας από τη Σχολή της Φρανκφούρτης»

v ΕΙΣΑΓΩΓΗ

                Την περίοδο του Μεσοπολέμου, και συγκεκριμένα το 1923, αναδύεται η νεομαρξιστική Σχολή της Φρανκφούρτης, άτυπος όρος του Ινστιτούτου Κοινωνικής Έρευνας, ως φιλοσοφικό ρεύμα «Κριτικής Θεωρίας» απέναντι στη νεωτερικότητα. Η Σχολή συγκροτείται από έναν κύκλο Γερμανοεβραίων διανοητών, τον Max Horkheimer, τον Theodor Adorno και τον Herbert Marcuse. (Craib,2011:304) Οι τρεις αυτοί στοχαστές, διατυπώνουν θέσεις και απόψεις που συγκλίνουν στη διαπίστωση της κυριαρχίας της καπιταλιστικής κοινωνίας επί των μελών της, μέσω του εργαλειακού λόγου και  της πολιτιστικής βιομηχανίας και προτείνουν διεξόδους και εναλλακτικές για την όδευση, από τον υφιστάμενο φιλελεύθερο κόσμο, προς την ελευθερία και την ευτυχία, καθώς και το μετασχηματισμό της κοινωνίας σε μια «συνένωση ελεύθερων ανθρώπων». (Ιακώβου, 2008:297,301)  
        Στην εργασία αυτή θα επιχειρήσουμε την προσέγγιση της Κριτικής Θεωρίας, ευθύς μόλις κάνουμε μια σύντομη παρουσίαση των βιογραφικών στοιχείων κάθε στοχαστή.


v ΣΧΟΛΗ ΤΗΣ ΦΡΑΝΚΦΟΥΡΤΗΣ

                   I.            ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ

·         Max Horkheimer η «κυρίαρχη μορφή της Σχολής της Φρανκφούρτης»
        Ο Max Horkheimer γεννήθηκε το 1895 στη Στουτγκάρδη από  Εβραίους γονείς. Λόγω οικογενειακών προβλημάτων εγκατέλειψε το γυμνάσιο στην ηλικία των δεκαέξι ετών για να εργαστεί στο εργοστάσιο του πατέρα του, το οποίο και τελείωσε μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.  Στη συνέχεια σπούδασε φιλοσοφία και ψυχολογία. Το 1925, με τη διατριβή του  «Η Κριτική της Κριτικής Ικανότητας» του Καντ, ανακηρύχθηκε υφηγητής και το επόμενο έτος διορίστηκε ως υφηγητής στο πανεπιστήμιο της Φρανκφούρτης. Το 1930 ο Horkheimer εκλέχθηκε να αναλάβει τη διεύθυνση του Ινστιτούτου Κοινωνικής Έρευνας, μια θέση που κράτησε για πολλά χρόνια. Το ίδιο έτος αναλαμβάνει την έδρα της κοινωνικής φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Φρανκφούρτης, την οποία κρατά μέχρι τη συνταξιοδότησή του, στα μέσα της δεκαετίας του 60. (https://www.marxists.org/glossary/people/h/o.htm#horkheimer-max)

·         Theodor Adorno το «πνεύμα που πάντα αρνείται»
        Ο Theodor Adorno διεθνούς φήμης κοινωνιολόγος, φιλόσοφος, μουσικολόγος και συνθέτης, γόνος πλούσιου Εβραίου εμπόρου κρασιών, γεννήθηκε στη Φρανκφούρτη το 1903. Θεωρούνταν παιδί-θαύμα, καθώς είχε από μικρός το χάρισμα να σκέφτεται και να τα ξέρει όλα. Εξελίχθηκε σε μια ανατρεπτική διάνοια, σε ένα ανεξάρτητο πνεύμα, στο «πνεύμα που πάντα αρνείται», όπως λέει ο Γκαίτε. Σύμφωνα με τον βιογράφο του, Ντέτλεβ Κλάυσεν, ο Theodor Adorno είναι η «τελευταία μεγαλοφυΐα» της εποχής μας, ένας ταλαντούχος διανοητής, που ξεκινώντας ως «παιδί-θαύμα»,  αξιοποιεί με ακατάπαυστη εργασία τα ταλέντα του. (https://www.tovima.gr/2008/11/24/opinions/o-themeliwtis-tis-kritikis/)

·         Herbert Marcuse ο «πατέρας της Νέας Αριστεράς»
        Ο Herbert Marcuse (1898-1979) ήταν Γερμανός εβραϊκής καταγωγής, θεωρητικός μαρξιστής, κοινωνιολόγος και φιλόσοφος. Θεωρείται από τους κορυφαίους στοχαστές του 20ού αιώνα. Ως μέλος του Ι.Κ.Ε πρωτοστάτησε στη διαμόρφωση της Κριτικής Θεωρίας. Το 1934 αυτοεξορίστηκε στις ΗΠΑ, όπου κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου εργάστηκε ως αναλυτής στο Γραφείο Στρατιωτικών Μελετών (OSS). Αργότερα ως καθηγητής, δίδαξε σε πολλά αμερικανικά πανεπιστήμια.  Χαρακτηρίστηκε  «πατέρας της Νέας Αριστεράς», καθώς κατά τις δεκαετίες του ΄60 και του ΄70 εμπνεύστηκαν από τη σκέψη του ριζοσπάστες διανοούμενοι και πολιτικοί ακτιβιστές. (https://www.protoporia.gr/author_info.php?authors_id=907776)


               II.            «Η ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ»

·         Ιστορικό-κοινωνικό πλαίσιο, θεωρητικό υπόβαθρο, περιεχόμενο, στόχοι και επιδιώξεις
        Η Σχολή της Φρανκφούρτης αναδύεται κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου, μια περίοδο κατά την οποία το όραμα του Διαφωτισμού για κοινωνική πρόοδο, ευημερία, δημοκρατία και ελευθερία διαψεύδεται. (Φωτόπουλος, 2010:326) Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, η εγκατάλειψη των αρχών της Οκτωβριανής Επανάστασης στη Σοβιετική Ένωση και η διαμόρφωση (σε αυτήν) μιας μορφής ολοκληρωτικής δικτατορίας, καθώς και η οικονομική κρίση του 1929, σηματοδότησαν την αμφισβήτηση του φιλελεύθερου πολιτικού συστήματος και ενίσχυσαν την άνοδο των ολοκληρωτικών  καθεστώτων, του Φασισμού και του Ναζισμού. (Ράπτης, 2000:167)  Η άνοδος του Χίτλερ στην εξουσία το 1933, με το Ναζισμό να βρίσκεται στη Γερμανία σε πλήρη άνθηση, αναγκάζει τη Σχολή της Φρανκφούρτης να αναζητήσει νέα πατρίδα και να  καταφύγει στις Η.Π.Α.  όπου εκεί βιώνει τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, καθώς και την εδραίωση του καπιταλισμού ως κοινωνικού συστήματος. Μέσα σε αυτό το ιστορικο-κοινωνικό πλαίσιο, στο οποίο συντρίβεται το Δυτικοευρωπαϊκό αριστερό κίνημα και επομένως «κάθε ελπίδα για μια ριζική κοινωνική αλλαγή», καρατομείται η δημοκρατία από το ναζισμό, την κινητήρια δύναμη της εξέλιξης των καπιταλιστικών κοινωνιών, γαλουχήθηκε και εκδηλώθηκε το κοινωνιολογικό πνεύμα των Αντόρνο, Χορκχάιμερ και Μαρκούζε, κύριων εκπροσώπων της «Κριτικής Θεωρίας». (Craib, 2011:304-305)
        Ο Χορκχάιμερ το 1930 διατυπώνει τους βασικούς στόχους της Κριτικής Θεωρίας, καταδεικνύοντας πως αυτή συνιστά μια παρέμβαση στην κρίση του μαρξισμού. Η Κριτική Θεωρία ασκεί κριτική στα παραδοσιακά φιλοσοφικά και επιστημολογικά συστήματα της εποχής, επισημαίνοντας την ανάγκη συγκερασμού της έρευνας όλων των κοινωνικών επιστημών, προκειμένου να παραχθεί ουσιώδης συνδυαστική γνώση και όχι μια απλή καταγραφή αφηρημένων και εξειδικευμένων ζητημάτων. Ως βασικό κριτήριο ορθότητας της θεωρίας θέτει την επικρατούσα κοινωνική κατάσταση, την έρευνα και επεξήγηση των κρίσιμων κοινωνικών γεγονότων, τις συνθήκες που τα γέννησαν, καθώς και τη βαρύτητα των αποτελεσμάτων που απορρέουν από την Κριτική Θεωρία και τη δυνατότητά της «να συμβάλλει στη διαμόρφωση ή και στη μετατροπή του κόσμου». (Ιακώβου, 2008:298-301) Για να επιτευχθεί αυτό είναι απαραίτητο να μελετηθούν όλοι οι υφιστάμενοι κοινωνικοί και ιστορικοί παράγοντες. Η κοινωνία αντιμετωπίζεται ως μια ολότητα που επηρεάζει και «οδηγεί» την επιστήμη, η οποία εξαρτάται και επηρεάζεται από την κοινωνία, καθώς

βασίζεται (η επιστήμη) σε μια κοινωνική θεωρία. (Craib, 2011:315-316)
 

        Η «Κριτική Θεωρία» έλκει την καταγωγή της από τη  διαλεκτική εγελιανή φιλοσοφία. Σημείο αναφοράς της είναι τα νεανικά κείμενα του Μαρξ και ειδικότερα η έννοια της αλλοτρίωσης. (Craib, 2011:290, Jay, 2009:41) Η μαρξιστική ανάλυση εμπλουτίζεται με τη φροϋδική θεωρία.  Έτσι διαμορφώνεται ένα ερευνητικό πρόγραμμα που επεκτείνεται σε πολλά πεδία της κοινωνικής πραγματικότητας, (μαζική κουλτούρα, αισθητική…) στοχεύοντας στη διερεύνηση της σχέσης ανάμεσα «στην οικονομική ζωή, την ψυχική ανάπτυξη των ατόμων και τις πολιτισμικές μεταβολές». (Ιακώβου, 2008:299)
        Η προβληματική της Κριτικής Θεωρίας είναι η κυριαρχία της καπιταλιστικής κοινωνίας επί των μελών της, η οποία με τρόπους και μέσα χειραγώγησης και εξαπάτησής τους, φτάνει στον προσδοκώμενο στόχο της, τη διασφάλιση και διαιώνιση του καπιταλισμού. (Craib, 2011:308) Αυτό το καταπιεστικό, κυριαρχικό σύστημα, χαρακτηριστικό της νεωτερικής κοινωνίας, είναι, κατά τον Μαρκούζε, ένα παράλογο και παραμορφωμένο «παιδί» του Διαφωτισμού. Ο Διαφωτισμός έχει αποδειχθεί μια «μαζική απάτη» (Ιακώβου, 2008:306) καθώς το εγγενές στοιχείο του, η ορθολογικότητα, οδήγησε στην ανάπτυξη της βιομηχανικής-καπιταλιστικής κοινωνίας και, κατ’ επέκταση, στην αλλοτρίωση της ανθρώπινης φύσης και της αποξένωσης του ατόμου από τον εαυτό του. (Φωτόπουλος, 2010:326-327)  Η κοινωνία που ο ίδιος ο άνθρωπος δημιούργησε, πλέον ως καπιταλιστική, κυριαρχεί  πάνω του, τον αλλοτριώνει και τον χειραγωγεί σαν δικό της δημιούργημα. Αυτή η αντίφαση, η κοινωνία ως, αφενός ανθρώπινο δημιούργημα, και αφετέρου ως αυτόνομος και καταπιεστικός μηχανισμός, είναι το αντικείμενο της Κριτικής Θεωρίας που έθεσε ο Χορκχάιμερ. (Ιακώβου, 2008:300-301, Craib, 2011:291)
        Η καπιταλιστική οικονομία, «μετά από μια πορεία ανόδου ανάπτυξης των ανθρώπινων δυνάμεων και κυριαρχίας και χειραφέτησης του ατόμου πάνω στη φύση», δρα ανασταλτικά στον άνθρωπο, ο οποίος ως αυτόνομη ηθική οντότητα έχει χαθεί.  Χρησιμοποιώντας την τεχνολογία και την επιστήμη, αντί για πολιτισμό παράγει βαρβαρότητα, δημιουργώντας «ολοκαυτώματα» και εξοντώνοντας εκατομμύρια ανθρώπους. Ο Ορθός επιστημονικός Λόγος υποτάσσεται πλέον στην πνευματική κυριαρχία ενός ακρωτηριασμένου ηθικά πνεύματος. Επιδίωξή του είναι, όχι η ευτυχία και καλυτέρευση της ζωής του ανθρώπου, αλλά η εξεύρεση μέσων και μεθόδων για την πραγμάτωση στόχων, δηλαδή ταξικών, πολιτικών και οικονομικών συμφερόντων, αδιάφορων για τις ηθικές συνέπειες, προκαλώντας καταστροφή, φρίκη και ολοκαυτώματα. Αυτή η αντίφαση συνιστά την προβληματική της Κριτικής Θεωρίας, αλλά και το ενδιαφέρον της για την ανατροπή και το ριζικό μετασχηματισμό της κοινωνίας σε μια κοινωνία «συνένωσης ελεύθερων ανθρώπων». (Ιακώβου, 2008:301)

·         Εν αρχή ην ο άνθρωπος       
        Εν αρχή ην ο άνθρωπος, βουτηγμένος στο φόβο της άγνοιας και του άγνωστου, έρμαιο του φυσικού κόσμου και των αμείλικτων δυνάμεών του. Εν αρχή ην ο άνθρωπος που αναζήτησε μέσα από το Λόγο να κατανοήσει τη φύση, τον κόσμο γύρω του και τον εαυτό του, ώστε με τον περήφανο καλπασμό του έμψυχου αλόγου να περπατά, ως έλλογο ον, γερά πάνω στη γη, αποδεσμευμένος από τις «άλογες» και «μαγικές» δυνάμεις του φυσικού κόσμου. Εν αρχή ην ο άνθρωπος που, με όπλο του τον Ορθό επιστημονικό Λόγο, στόχευσε να οδηγηθεί στην απομάγευση του κόσμου, ώστε να καλπάζει ελεύθερος από προκαταλήψεις και δεισιδαιμονίες, καθώς θα έχει κατανοήσει και συμφιλιωθεί με τη φύση και τα όντα της, και κατ’ επέκταση  με την κοινωνία και τα μέλη της. Στόχευσε να δημιουργήσει πολιτισμό, για μια κοινωνία όπου τα μέλη της θα ζουν ευτυχισμένα και ειρηνικά και θα προοδεύουν, για τα ίδια και για το όλον  της ανθρωπότητας.
        Σε αυτή την αποθέωση του Λόγου και την ακλόνητη πίστη στην πρόοδο οι εκφραστές της Σχολής της Φρανκφούρτης ασκούν κριτική, χαρακτηρίζοντας το Διαφωτισμό «μαζική απάτη» (Ιακώβου, 2008:306), παρατηρώντας πως ο ορθολογισμός έχει οδηγήσει σε ένα κόσμο βαρβαρότητας, καταπίεσης και ανελευθερίας. Θεωρούν πως ο Διαφωτισμός ως κίνημα βασίζεται στην προοδευτική σκέψη και την απαλλαγή του ανθρώπου από τον αρχέγονο φόβο της άγνωστης φύσης που απειλεί την αναπαραγωγή και επιβίωσή του, στοχεύοντας στην αυτοσυντήρηση και την κυριαρχία του πάνω στη φύση. (Ιακώβου, 2008:307) Σύμφωνα με αυτά ο Διαφωτισμός δεν νοείται απλώς ως νεωτερικό κίνημα, αλλά ως ο ίδιος ο ορθολογισμός, με θεμελιώδη αρχή του την επικυριαρχία και τον έλεγχο του ανθρώπου στη φύση, μέσω της επιστημονικής γνώσης και των τεχνολογικών εξελίξεων. Όμως έτσι ο Λόγος υποβιβάζεται σε μια εργαλειακή λογική. Ό,τι δεν κατανοείται ορθολογικά, ή δεν είναι χρήσιμο, ή δεν εξηγείται μέσω της αφαιρετικής μαθηματικής σκέψης, θεωρείται ύποπτο για το Διαφωτισμό, καθώς εμποδίζει τη διαδικασία της κυριαρχίας του ανθρώπου πάνω στη φύση και, επομένως πρέπει να ακυρωθεί. (Ιακώβου, 2008:308,310) Η φύση «αντικαθίσταται» από μαθηματικές έννοιες, αξιώματα, νόμους, κανόνες και πειθαρχημένες ιδεολογικές διεργασίες. Δημιουργείται έτσι μια κοινωνική πραγματικότητα, η νεωτερική, προκαθορισμένη και νομοτελειακά άδικη, καθώς το «κυρίαρχο» άτομο υποβιβάζεται σε αντικείμενο με προβλέψιμες και συμβατικές συμπεριφορές και αντιδράσεις και ο επιστημονικός Λόγος, ως εργαλειακός, εκφράζει, προωθεί και προστατεύει συγκεκριμένα ταξικά, οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα. (Ιακώβου, 2008:310-311, Χορκχάιμερ, 1987:16-18)
        Ο Χορκχάιμερ και ο Αντόρνο παρατηρούν αντιστοιχίες της εργαλειακής λογικής του διαφωτισμού, εξήγηση, αφαίρεση, ταξινόμηση, συστηματοποίηση και προδιαγεγραμμένη κοινωνική πραγματικότητα, με το μύθο. Μέσα από το μύθο δεν αναδύεται κάτι καινούριο και ελπιδοφόρο, αλλά το παλιό, με τη λογική κατάληξη πως καθετί  νέο και πρωτόγνωρο πρέπει να τιμωρηθεί/αφαιρεθεί και να επικρατήσει η λογική της επανάληψης, του προδιαγεγραμμένου/προκαθορισμένου που θα υπηρετήσει τα συμφέροντα της κοινωνίας την οποία εκφράζει. Κοντολογίς, αν και ο Διαφωτισμός ευαγγελίστηκε, με τον Ορθό Λόγο, την απομάγευση του κόσμου και την κάθαρσή του από  δεισιδαιμονίες και φαντάσματα και την καθολική χειραφέτηση του ανθρώπου από το Μύθο και τις προκαταλήψεις, τελικά παρέμεινε δέσμιός τους. (Ιακώβου, 2008:310-311)
        Οι δύο στοχαστές, Αντόρνο και Χορκχάιμερ, υποστηρίζουν πως ο Λόγος του Διαφωτισμού στη νεωτερική κοινωνία έχει καταστεί εργαλειακός, καθώς χρησιμοποιείται για τη χειραγώγηση της ανθρώπινης σκέψης, «αποκηρύσσοντας την ελπίδα» (Ιακώβου, 2008:310)  για την προσέγγιση της αλήθειας, την κατάκτηση της ελευθερίας και τη χειραφέτηση. Έχει αποξενωθεί από το περιεχόμενό του που τον προσδιόριζε ως Λόγο με Λ κεφαλαίο, την ικανότητα δηλαδή του σκέπτεσθαι και του λέγειν, και η χρήση του είναι πλέον καθαρά γλωσσική, με συντακτικούς και γραμματικούς κανόνες και χωρίς καμιά άλλη λειτουργία. (Χορκχάιμερ, 1987:17) Με απλά και κατανοητά λόγια ο Λόγος νοείται ως «η λογική», ο συλλογισμός και «ο ορθολογισμός», ενώ ο εργαλειακός λόγος είναι εκείνος που εξυπηρετεί ωφελιμιστικούς σκοπούς, το «εργαλείο» για την επίτευξη υλικών στόχων.

·         Εργαλειακός λόγος
        Ο εργαλειακός λόγος κυριαρχεί σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής της νεωτερικής κοινωνίας και έχει δύο διαστάσεις. Απ’ τη μια νοείται ως ο τρόπος «σκέψης και θέασης του κόσμου», δηλαδή πώς ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται τον κόσμο συνολικά, αλλά και τα επί μέρους στοιχεία του, καθώς και ο τρόπος που  χρησιμοποιεί κάθε φορά συγκεκριμένα στοιχεία ως εργαλεία για να πετύχει τους σκοπούς του. Η δεύτερη διάσταση συνίσταται στο πώς το άτομο αντιμετωπίζει την επιστημονική γνώση για την επίτευξη των στόχων του. Στο σημείο αυτό ο εργαλειακός λόγος αποκτά διττή σημασία, καθώς διαχωρίζει ριζικά την αντικειμενική πραγματικότητα από την υποκειμενική κρίση. Εν ολίγοις ο εργαλειακός λόγος μας προσφέρει  τη γνώση για την επίτευξη των στόχων μας, αλλά σε μας εναπόκειται πώς θα αξιοποιήσουμε αυτή τη γνώση και ποιους σκοπούς θα υπηρετήσουμε μέσω αυτής. Η επιστήμη δίνει στον άνθρωπο τις απαραίτητες γνώσεις για να φτάσει σε ένα επιθυμητό αποτέλεσμα. Δεν θέτει όρους για το πώς αυτό θα αξιοποιηθεί παραπέρα, αν δηλαδή θα χρησιμοποιηθεί για ειρηνικούς σκοπούς ή για βασανιστήρια και θηριωδίες. Η αξιοποίηση των επιστημονικών γνώσεων εναπόκειται στον ίδιο τον άνθρωπο (Craib, 2011:309-311) που, δυστυχώς, εξαιτίας του «η επιστήμη κατηγορήθηκε για κατώτερη ηθικότητα, αλλά αυτή η κατηγορία είναι άδικη.  Η ηθική συμπεριφορά είναι θέμα παιδείας, είναι μια καθαρά ανθρώπινη υπόθεση». (Αϊνστάιν, αποφθεύγματα).       
        Σύμφωνα με την Κριτική Θεωρία, η εργαλειοποίηση του Λόγου και η χρήση του από τις καπιταλιστικές κοινωνίες μετάλλαξε τον άνθρωπο και τη φύση σε σύμβολα, αριθμούς και μετρήσιμα στοιχεία, εξαφανίζοντας έτσι την ανθρώπινη δημιουργικότητα. Κατά τον Μαρκούζε ο άνθρωπος, σύμφωνα με τη φροϋδική θεωρία, καταστέλλει τα ένστικτά και τις επιθυμίες του για ηδονή, μια καταστολή που ως ένα βαθμό θεωρείται θεμιτή προκειμένου να δομηθεί ο πολιτισμός και η αρμονική κοινωνική οργάνωση. Όμως οι πλεονάζοντες περιορισμοί που επιβάλλονται από την κοινωνική κυριαρχία, σε συνδυασμό με την καταπίεση  από την εντατικοποίηση της βιομηχανικής παραγωγής, οδηγούν στην πλήρη καταπίεση και χειραφέτηση των ανθρώπινων ενστίκτων, ακυρώνοντας την έννοια του Λόγου που αποτελεί το πρόταγμα και το διακύβευμα του Δυτικού πολιτισμού. Έτσι η τεχνολογική ορθολογικότητα διαμορφώνει μια νεωτερική κοινωνία, στην οποία δημιουργείται πρόσφορο έδαφος για την ανάπτυξη και επικράτηση ολοκληρωτικών (φασιστικών, ναζιστικών, σταλινικών) καθεστώτων, μιας ολοκληρωτικής κοινωνίας όπου τα μέλη της δεν έχουν το δικαίωμα του αυτοκαθορίζεσθαι. (Φωτόπουλος, 2010:327-328)

·         Πολιτιστική βιομηχανία και μαζική κουλτούρα

        Οι τρεις στοχαστές ασχολήθηκαν με την πολιτιστική βιομηχανία για τριάντα περίπου χρόνια, όπως μαρτυρούν τα κείμενά τους. Καθώς βρίσκονται αυτοεξόριστοι στην Αμερική μετά την άνοδο του φασισμού και την ανάρρηση του Χίτλερ στην εξουσία το 1933, έρχονται σε επαφή με τη βιομηχανία της ψυχαγωγίας και τη διαμόρφωση της μαζικής κουλτούρας, η οποία βρίσκεται στον αντίποδα της αυθεντικής τέχνης. Εντοπίζουν πως η μαζική κουλτούρα συνιστά μια μορφή πολιτιστικού ολοκληρωτισμού, καθώς μέσω αυτής χειραγωγείται η κοινωνία και σχηματοποιείται ένας συγκεκριμένος τρόπος ζωής. Η αυθεντική και αυτόνομη τέχνη περιθωριοποιείται, αδυνατώντας να αναμετρηθεί με την επέλαση και επιβολή ενός κερδοσκοπικού πολιτισμού, ο οποίος στοχεύει στην ανάγκη για ανθρώπινη ψυχαγωγία, με μοναδική του αξία τον ήχο του χρήματος και το όλο και μεγαλύτερο μερίδιο στο χρηματιστήριο. Η πολιτιστική βιομηχανία, συνεπικουρούμενη από τις σύγχρονες τεχνολογικές εξελίξεις, χειραγωγεί και ποδηγετεί τις μάζες με αμφιβόλου ποιότητας αναγνώσματα, θεάματα και ακροάσεις, δημιουργώντας, μέσω των ΜΜΕ και των διαφημίσεων, νέα αισθητικά πρότυπα. Η τέχνη δεν στηρίζεται πλέον στην έμπνευση, αλλά στην κοινωνική επιβολή και στην πολιτική και οικονομική κυριαρχία, αποβλέποντας στην ενδυνάμωση και αναπαραγωγή της καπιταλιστικής κοινωνίας. (Φωτόπουλος, 2010:329-330)
        Ο Μαρκούζε, ασκεί κριτική στο θετικισμό και τον κατηγορεί πως, ως ιδεολογικό δόγμα της τεχνοκρατικής κοινωνίας, εμποδίζει τα άτομα να δουν την πραγματικότητα όπως ακριβώς είναι, τους διαμορφώνει μια ψευδή συνείδηση γι’ αυτήν, με αποτέλεσμα να αποδέχονται αναντίρρητα κάθε υφιστάμενη κατάσταση. Έτσι διαμορφώνεται ένας μονοδιάστατος και τυποποιημένος τρόπος ζωής και σκέψης, ξεκομμένος και αποξενωμένος από κάθε δημιουργική ανησυχία. Ο Μαρκούζε αναζητά, μέσα από την κριτική στάση του, να αναδείξει τις αντιφάσεις του εργαλειακού λόγου και προτάσσει την αντικατάστασή του από μια άλλη, καθαρότερη μορφή που θα δίνει τη δυνατότητα της χειραφέτησης του ατόμου και της απελευθέρωσής του από την καταπίεση, ώστε να δημιουργηθεί ένας κόσμος όπου η φύση και η κοινωνία θα συνυπάρχουν ελεύθερα και ειρηνικά και θα εκπληρούν την επιθυμία των ανθρώπων για ευτυχία. Αμφισβητεί ανοιχτά την εργατική τάξη ως υποκείμενο επανάστασης, θεωρώντας πως αυτή πλέον εφησυχάζει και έχει γίνει κομμάτι της νεωτερικής κοινωνίας και της ψεύτικης ευημερίας της. Γι’ αυτό αναζητά, ξεφεύγοντας της κλασικής μαρξιστικής αντίληψης, νέα ανατρεπτικά κοινωνικά υποκείμενα στους περιθωριακούς της σύγχρονης βιομηχανικής κοινωνίας, αλλά και στο σπουδαστικό κίνημα νεολαίας. (Φωτόπουλος, 2010:327-332)

v  ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

        Η Κριτική Θεωρία αποτελεί μια κριτική επίθεση κατά της νεωτερικότητας, και των κοινωνικοοικονομικών, τεχνολογικών και πολιτισμικών αλλαγών που την χαρακτηρίζουν. Οι τρεις στοχαστές συγκλίνουν στην άποψη πως το όραμα του Διαφωτισμού για ελευθερία και πρόοδο διαψεύστηκε, καθώς η ορθολογικότητα υποβιβάστηκε σε μέσο τυποποίησης του ανθρώπινου πνεύματος. Η επιστημονική πρόοδος και η τεχνολογική εξέλιξη κατέστησαν υπηρέτες των συμφερόντων της καθεστηκυίας τάξης, πέρα και έξω από κάθε ηθική, έναντι ακόμη και αυτής της αξίας της ίδιας της ανθρώπινης ζωής.
        Αν και η Κριτική Θεωρία έδωσε όραμα για τη διαμόρφωση μιας ποιοτικής, ελεύθερης και ειρηνικής  κοινωνίας, όμως απέτυχε να μετουσιώσει σε πράξη το ιδεολογικό της οπλοστάσιο. Εντούτοις, η αμφισβήτηση  των καπιταλιστικών δομών, το πνεύμα ρομαντικής διάθεσης και η κριτική της στη μαζική κουλτούρα, ανέδειξε και πυροδότησε κινήματα αμφισβήτησης και σφράγισε την κριτική της στη νεωτερικότητα.

Βαθμός: 9,00


v  ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ø  Ιακώβου, Βίκυ (2008), «Η Κριτική Θεωρία και η Νεωτερικότητα», στο Σ. Κονιόρδος (επιμ.), Κοινωνική Σκέψη και Νεωτερικότητα, Αθήνα, εκδόσεις Gutenberg
Ø  Ράπτης, Κ, (2000) «Γενική Ιστορία της Ευρώπης κατά το 19ο και 20ο αιώνα», τομ. Β΄ Πάτρα, ΕΑΠ
Ø  Φωτόπουλος, Νίκος (2008), «Από τον Μονοδιάστατο Άνθρωπο στην Αποικιοποίηση του Βιοκόσμου: Χέρμπερτ Μαρκούζε και Γιούργκεν Χάμπερμας απέναντι στη Νεωτερικότητα», στο Σ. Κονιόρδος (επιμ.), Κοινωνική Σκέψη και Νεωτερικότητα, Αθήνα, εκδόσεις Gutenberg
Ø  Craib, Ian (2011), «Σύγχρονη Κοινωνική Θεωρία: Από τον Πάρσονς στον Χάμπερμας» (επιμ. Παντελή Ε. Λέκκα), Αθήνα, εκδόσεις Τόπος
Ø  Χορκχάιμερ, Μαξ (1987), «Η Έκλειψη του Λόγου», μτφρ. Θέμις Μίνογλου, Εκδόσεις ΚΡΙΤΙΚΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Copyright©iepoxhtonakron/by:Ζαραγκα Κοροβεση Ποπη