Drop Down MenusCSS Drop Down MenuPure CSS Dropdown Menu

Τρίτη 13 Φεβρουαρίου 2018

ΚΟΠΕΡΝΙΚΟΣ-ΚΕΠΛΕΡ-ΓΑΛΙΛΑΙΟΣ

ΕΠΟ 31
Οι Επιστήμες της Φύσης και του Ανθρώπου στην Ευρώπη
2η εργασία 2009/2010 της Ζαράγκα Καλλιόπης
Καθηγητής: Θεοδώρου Παν.


ΘΕΜΑ
"Η συνεισφορά των Κοπέρνικου, Κέπλερ και Γαλιλαίου έγκειται αφενός στο ότι επέφεραν την αλλαγή του κοσμολογικού μοντέλου, αφετέρου δε στο ότι το έργο τους διαφοροποίησε τη σχέση ανάμεσα στη Θεολογία και την Επιστήμη. Αναλύστε"




ΕΙΣΑΓΩΓΗ


     Ο Πολωνός αστρονόμος Νικόλαος Κοπέρνικος, με βάση τις γνώσεις που απέκτησε από τις μελέτες των αρχαίων Ελλήνων αστρονόμων και φιλοσόφων, οδηγήθηκε στην απόρριψη του ισχύοντος τότε γεωκεντρικού συστήματος και στην αποδοχή ενός ηλιοκεντρικού. Στη συνέχεια ο Κέπλερ, υποστηρικτής των θεωριών του Κοπέρνικου, μελετώντας και αναλύοντας το έργο του Δανού
αστρονόμου Μπράχε, διατύπωσε τους νόμους για την κίνηση των πλανητών.Τέλος ο Γαλιλαίος, υποστηρικτής επίσης του ηλιοκεντρικού συστήματος, ανέτρεψε, με τις παρατηρήσεις του, τις ισχύουσες απόψεις για τη λεία επιφάνεια της Σελήνης και κατέρριψε, σε αρκετά σημεία, το αλάθητο του Αριστοτέλη για το σύμπαν. Επίσης εισήγαγε το πείραμα για τη μελέτη των φυσικών φαινομένων και υποστήριξε ότι το σύμπαν βασίζεται σε μαθηματική δομή.
     Στην παρούσα εργασία θα προσπαθήσουμε να ανλύσουμε τόσο την αλλαγή που επέφεραν οι τρεις αυτοί αστρονόμοι στο κοσμολογικό μοντέλο, όσο και τη διαφοροποίηση της σχέσης ανάμεσα στη Θεολογία και την Επιστήμη.


ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΣΥΜΠΑΤΙΚΕΣ ΘΕΩΡΙΕΣ

     Οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι είχαν στραφεί στη μελέτη και στην ερμηνεία του σύμπαντος κόσμου, όμως οι θεωρητικές κατακτήσεις τους δε συνοδεύτηκαν από αντίστοιχες πρακτικές εφαρμογές, αλλά βασίστηκαν στην περιέργεια, την παρατήρηση και στην "πεπαιδευμένη φαντασία του ερευνητή" (Βαλλιάνος,2001, σελ. 21).
     Τον 5ο π.Χ. αιώνα διατυπώθηκαν οι πρώτες αστρονομικές θεωρίες από τους Πυθαγόρειους και στη συνέχεια ο Πλάτωνας διατυπώνει τη δική του θεωρία, επηρεασμένη από το σύστημα των Πυθαγορείων. Θεωρούσε τη Γη το κέντρο του σφαιρικού σύμπαντος και προσδιόρισε το χρόνο με βάση την κίνηση των άστρων. Στη συνέχεια ο Αριστοτέλης υποστήριξε πως η Γη έχει το σχήμα σφαίρας, βρίσκεται στο κέντρο του κόσμου και είναι ήρεμη και ακίνητη. Το σύμπαν, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, εκτός από τη Γη, αποτελείται και από το ουράνιο οικοδόμημα των απλανών αστέρων. Είναι ένας κόσμος θείος και αξιόλογος, πολύ πιο πάνω από τη Γη, δεν αποτελείται από γήινα στοιχεία, αλλά από μια θεϊκή ουσία, τον αιθέρα, που δεν υπόκειται στη γέννηση, τη φθορά και την αλλοίωση, ποιοτική ή ποσοτική. Η θεωρία αυτή του Αριστοτέλη επηρέασε την επιστημονική σκέψη όλων των επόμενων χρόνων ως το 17ο αιώνα και υποστηριζόμενη, πολλές φορές, με στείρο τρόπο, αποτέλεσε τροχοπέδη για την ομαλή μετάβαση από τη γεωκεντρική στην ηλιοκεντρική θεωρία.

ΥΠΟΤΑΓΗ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ ΚΑΙ ΤΗ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ

     Κατά το Μεσαίωνα επικράτησε η τυφλή παραδοχή των επιστημονικών γνώσεων της αρχαιότητας. Θεματοφύλακας της επιστήμης και των γραμμάτων ήταν τα μοναστήρια. Η επιστημονική έρευνα δεν προωθήθηκε, αλλά αναπτύχθηκε η θεωρητική συζήτηση στην προσπάθεια ερμηνείας των χριστιανικών δογμάτων. Αποτέλεσμα ήταν η άνθηση του σχολαστικισμού, στα πλαίσια της Θεολογίας, κατά το 13ο αιώνα. Αυτή την περίοδο ιδρύθηκαν κάποια πανεπιστήμια, στο προσκήνιο όμως βρίσκονταν πάντα τα θρησκευτικά ζητήματα και τα όρια μεταξύ αστρονομίας και μαγείας ήταν ασαφή. Το 14ο αιώνα αναπτύσσεται η φυσική φιλοσοφία, μακριά από τη φύση και βασισμένη στη λογική. Είναι η εποχή που ο Θωμάς Ακινάτης προσπάθησε να συνδέσει το φιλοσοφικό έργο του Αριστοτέλη με τη χριστιανική θρησκεία.
     Ο Θεός, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, κινεί τον κόσμο και είναι η δύναμη εκείνη που συγκρατεί το σύμπαν. Από την αγάπη του σύμπαντος προς το Θεό προέρχεται η τάξη και η ενότητα στο σύμπαν, καθώς ο Θεός είναι το ύψιστο αγαθό προς το οποίο τείνει το σύμπαν. Σύμφωνα με τις απόψεις αυτές μπορούμε να πούμε πως ο Αριστοτέλης προσέγγισε με σαφήνεια σε μια μονοθεϊστική αντίληψη. Είναι η πρώτη προσπάθεια φιλόσοφου να δώσει έναν ορισμό όχι γενικά για το θείο,αλλά του ίδιου του Θεού. Ο Θεός του Αριστοτέλη είναι "ο πρώτος Θεός που συναντάμε στην ιστορία της φιλοσοφίας" (Vegetti, 2003, ). Αλλά ο Θεός αυτός απέχει πολύ από το Θεό του Χριστιανισμού. Ο Θεός του Αριστοτέλη είναι μεν καθαρός νους και ύψιστο αγαθό, δεν είναι όμως ελευθερία και αγάπη, δεν είναι ο Θεός που ενδιαφέρεται για τον άνθρωπο. Και το σπουδαιότερο, ο αριστοτελικός Θεός είναι μεν το ύψιστο αγαθό προς το οποίο τείνει ο κόσμος, δεν είναι όμως και ο δημιουργός του κόσμου. Ο Θεός είναι η τελική αιτία του κόσμου, αλλά η εκ του μηδενός δημιουργία του κόσμου είναι άγνωστη στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία.


Η ΚΟΠΕΡΝΙΚΕΙΑ ΑΝΑΤΡΟΠΗ

     Η κοσμολογία που είχε αναπτύξει ο Αριστοτέλης επικράτησε μέχρι το 17ο αιώνα, όπως ήδη επισημάναμε και πιο πάνω. Όμως, ήδη απ'τις πρώτες δεκαετίες του 16ου αιώνα, ο Κοπέρνικος "επινόησε μια καινούρια αστρονομόα, ανταγωνιστική του αριστοτελικού συστήματος" (Chalmers, σελ. 106).
     Ο Κοπέρνικος ήταν γνώστης των θεωριών των μεγάλων Ελλήνων φιλοσόφων και αστρονόμων. Άρχισε τις έρευνές του πάνω στο ηλιοκεντρικό σύστημα το 1507, οι οποίες διήρκεσαν περίπου τριάντα χρόνια. Το 1543, έτος του θανάτου του, δημοσιεύτηκε το έργο του De revolutionibus orbium coelestrium (Περί των περιφορών των ουρανίων σφαιρών), με το οποίο υποστηρίζει πως η Γη μαζί με τους άλλους πλανήτες κινείται γύρω από τον Ήλιο, ανατρέποντας το γεωκεντρικό σύστημα των αρχαίων Ελλήνων, κατά το οποίο η Γη θεωρείτο μια ακίνητη σφαίρα, τοποθετημένη στο κέντρο του Κόσμου, γύρω από την οποία κινούνταν ο ουράνιος θόλος και οι στερεωμένοι πάνω σ' αυτόν αστέρες. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή του Κοπέρνικου οι πλανήτες εκινούντο σε μικρούς κύκλους, τους επίκυκλους και το κέντρο τους εκινείτο κυκλικά και ομοιόμορφα γύρω από τη Γη.
     Η θεωρία του Κοπέρνικου υπέστη σκληρή κριτική από τους οπαδούς του γεωκεντρικού συστήματος και κυρίως από την Εκκλησία, συνετέλεσε όμως πάρα πολύ στην πρόοδο της αστρονομίας. Η Εκκλησία ήταν φανατικός υπέρμαχος του γεωκεντρικού συστήματος, καθώς αυτό συνέπλεε με τη δημιουργία του κόσμου, όπως περιγράφεται στη Γένεση. Ο Ήλιος, σύμφωνα με το γεωκεντρικό σύστημα κινείται γύρω από τη Γη και αυτό έρχεται σε πλήρη συμπόρευση με το χωρίο της Παλαιάς Διαθήκης, όπυ ο Θεός διατάζει τον Ιησού του Ναυή να ακινητοποιήσει τον Ήλιο πάνω από τα τείχη της Ιεριχούς.
     Με βάση τη θεωρία του Κοπέρνικου ο Γερμανός αστρονόμος Ιωάννης Κέπλερ ανακάλυψε τους νόμους για τις κινήσεις των πλανητών, σύμφωνα με τους οποίους αχρηστεύονται οι κύκλοι, οι επίκυκλοι και τα επίκεντρα, ενώ με τις μαθηματικές σχέσεις που χρησιμοποίησε μπορούσε πλέον "να προβλέψει επακριβώς τη θέση ενός πλανήτη ανά πάσα στιγμή" (Βαλλιάνος, 2001, σελ. 30).
    Ο Γαλιλαίος, ο οποίος είχε επαφές με τον Κέπλερ, ήταν κρυφός οπαδός του ηλιοκεντρικού συστήματος, αν και επίσημα ήταν αναγκασμένος, σαν καθηγητής του Πανεπιστημίου της Πάδοβας, να διδάσκει το γεωκεντρικό σύστημα.
     Το 1572 ο Μπράχε, συνεργάτης του Κέπλερ, είχε παρατηρήσει μια σούπερνόβα, πράγμα που αποδείκνυε πως ο ουρανός δεν ήταν αμετάβλητος, όπως ισχυριζόταν η αριστοτελική θεωρία. Το 1604 ο Γαλιλαίος παρατήρησε κι άλλη σουπερνόβα,ανατρέποντας και πάλι τη θεωρία του Αριστοτέλη για το αμετάβλητο του ουρανού, με αποτέλεσμα να ταχθεί ο Γαλιλαίος υπέρ του ηλιοκεντρικού συστήματος, για το οποίο εδραιώθηκαν οριστικά οι απόψεις του το 1608 με τη χρήση του τηλεσκοπίου.
     Με το τηλεσκόπιο ο Γαλιλαίος παρατηρεί πως στη Σελήνη υπάρχουν όρη και κοιλάδες και συνεπώς η Σελήνη αποδεικνύεται όμοια με τη Γη, καθώς και ότι ο Γαλαξίας "το ουράνιο μυστηριώδες ποτάμι, ο Ιορδάνης ποταμός της λαϊκής φαντασίας" (Βαλλιάνος, 2001, σελ. 30), είναι μια γαλακτώδης ταινία που εκετείνεται απ' άκρη σ' άκρη στον ορίζοντα και αποτελείται από άπειρους απλανείς αστέρες, αποδεικνύοντας ότι "η υποσελήνια και υπερσελήνια περιοχή του ουρανού αποτελούν ενιαίο φυσικό χώρο" (Βαλλιάνος, 2001, σελ. 31), θέση αντίθετη από τη θεωρία του Αριστοτέλη.
     Ο Γαλιλαίος παρατήρησε , επίσης, με το τηλεσκόπιο τέσσερις δορυφόρους να κινούνται γύρω από το Δία, μια μικρογραφία δηλαδή του ηλιοκεντρικού συστήματος, καθώς και φάσεις στην Αφροδίτη, οι οποίες εξηγούνται μόνο αν δεχθούμε ότι η Γη κινείται γύρω από τον ήλιο και όχι το αντίθετο, θανάσιμο πλήγμα για τους οπαδούς της ηλιοκεντρικής θεωρίας και ιδιαίτερα της Εκκλησίας, του φανατικού υπέρμαχου του γεωκεντρικού συστήματος.


Η ΝΕΟΤΕΡΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

     Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα η Επιστήμη ήταν ταυτόσημη με τη Θεολογία, ενώ με τη σημερινή της έννοια ήταν ανύπαρκτη. Η Θεολογία στα πλαίσια της χριστιανικής πίστης θεωρούσε τον κόσμο δημιούργημα του Θεού, από τον οποίο εξαρτιόταν άμεσα. Κύριες μεθόσους προσέγγισης και ερμηνείας του σύμπαντος θεωρούσε την έφεση και την "εξ αποκαλύψεως αλήθεια των Γραφών" (Βαλλιάνος, 2001, σελ. 22), ενώ θεωρούσε τους φυσικούς νόμους θεϊκές εντολές. Σήμερα η Θεολογία παίρνει υπόψη της τα επιστημονικά επιτεύγματα και τις κοινά αποδεκτές επιστημονικές αλήθειες, δίνοντας, πλέον, σε πολλά θρησκευτικά χωρία αλληγορική σημασία.
     Η νεότερη ευρωπαϊκή επιστήμη έχει τις ρίζες της στην περίοδο της Αναγέννησης, ενώ η εξέλιξή της οφείλεται τόσο στην τεχνική πρόοδο που σημειώθηκε κατά το 16ο αιώνα όσο και στις φιλοσοφικές καινοτομίες του 17ου αιώνα. Η ανακάλυψη της τυπογραφίας έκανε τη γνώση πιο προσιτή. Αποτέλεσμα ήταν η αξιολόγηση των πληροφοριών αντί της στείρας αποδοχής και μάλιστα από ευρύτερα κοινωνικά στρώματα που δέχονταν ισχυρότερα πολιτισμικά ερεθίσματα. Οι νέες πνευματικές κατακτήσεις γίνονταν συντομότερα γνωστές, δημιουργώντας μια έντονη κινητικότητα στον τομέα της γνώσης που, παράλληλα με την πειραματική έρευνα, έθεσε νέες βάσεις για την ανάπτυξη των επιστημών.
     Στις αρχές του 16ου αιώνα ο Κοπέρνικος επηρεασμένος από το νεοπλατωνισμό ανέτρεψε προγενέστερες αντιλήψεις, αποτυπώνοντας μια νέα θεωρία για το σύμπαν, σύμφωνα με την οποία η Γη και οι υπόλοιποι πλανήτες κινούνται σε ομόκεντρους κύκλους γύρω από τον Ήλιο. Ωστόσο αυτή η θεωρία δεν έγινε πιστευτή ως τις αρχές του 17ου αιώνα, αφού "σύμφωνα με την επιστημονική γνώση της εποχής υπήρξαν έγκυρα επιχειρήματα εναντίον της, τα οποία ο Κοπέρνικος δεν κατόρθωσε να υπερασπιστεί ικανοποιητικά" (Chalmers, σελ. 106).
     Κατά τον 17ο αιώνα κυριάρχησε η διαμάχη μεταξύ των οπαδών των αρχαίων, οι οποίοι έμεναν προσκολλημένοι στην αυθεντία των κλασικών και των οπαδών των σύγχρονων επιστημόνων που ξεπέρασαν τα δόγματα και ανασκεύασαν τις λανθασμένες θεωρίες. Το πείραμα έγινε η κύρια μέθοδος έρευνας, συνδυάζοντας τη θεωρία με την πρακτική. Κύριο αντικείμενο της επιστήμης αυτή την εποχή ήταν τα φυσικά φαινόμενα. Για πρώτη φορά το ανθρώπινο πνεύμα απομακρύνθηκε από τα παράλογα προβλήματα στα οποία προσπαθούσε να απαντήσει κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, όπως για παράδειγμα ο υπολογισμός της απόστασης μεταξύ Γης και κόλασης. Δικαιολογημένα θα μπορούσαμε να δεχθούμε την άποψη αρκετών ιστορικών ότι αυτή την εποχή συντελέστηκε μια "Επιστημονική Επανάσταση" (Lindberg, 1997, σελ. 513) και, αν αυτή η φράση μάς φαίνεται αρκετά βαρύγδουπη, σίγουρα μπορούμε να πούμε πως συντελάστηκε μια μεθοδολογική επανάσταση.
     Ο Κέπλερ διατύπωσε τους νόμους κίνησης των πλανητών που συμφωνούσαν γενικά με τις υποθέσεις που είχε διατυπώσει ο Κοπέρνικος, διαφώνησε όμως ως προς την ταχύτητα και τις τροχιές των πλανητών, διαπιστώνοντας πως αυτές είναι ελλειπτικές.
     Ο Γαλιλαίος αποδέσμευσε, ως ένα βαθμό, την επιστήμη από τον σχολαστικισμό στην προσπάθειά του να ανακαλύψει τους μαθηματικούς κανόνες της δομής του σύμπαντος και εισήγαγε το πείραμα για τη μελέτη των φυσικών φαινομένων. Χρησιμοποίησε το τηλεσκόπιο για τις αστρονομικές του παρατηρήσεις. Υποστήριξε τη θεωρία του Κέπλερ για το ηλιοκεντρικό σύστημα, καταρρίπτοντας το αλάθητο του Αριστοτέλη,  ανακάλυψε τέσσερις δορυφόρους του Δία και τις ηλιακές κηλίδες και μελέτησε τη μορφολογία της επιφάνειας της Σελήνης, κάνοντας ακριβείς παρατηρήσεις. Τέλος οι ανακαλύψεις του στη μηχανική δημιούργησαν πραγματικά μια νέα επιστήμη βασισμένη στην πειραματική μέθοδο. Οι αστρονομικές ανακαλύψεις του Γαλιλαίου ανέτρεψαν τη γεωκεντρική θεωρία περί σύμπαντος και συνοδεύτηκαν από την εχθρική αντιμετώπιση της Εκκλησίας και την καταδίκη του από την Ιερά Εξέταση το 1633, μια καταδίκη που ήρθη τρεισήμισι αιώνες μετά, το 1984.


ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

     1. Κατά το Μεσαίωνα ο όρος "επιστήμη" σήμαινε την προσέγγιση ερμηνείας του κόσμου
         σύμφωνα με τις αλήθειες της Βίβλου.
     2. Η Εκκλησία κατά το Μεσαίωνα ήταν ο φανατικότερος οπαδός της γεωκεντρικής θεωρίας των
         αρχαίων Ελλήνων, επειδή αυτή συνέπλεε με τις Ιερές Γραφές.
     3. Οι αστρονομικές ανακαλύψεις του Γαλιλαίου ανάδειξαν τη νέα ηλιοκεντρική κοσμολογία.
     4. Η καταδίκη του Γαλιλαίου από την Ιερά Εξέταση είναι η αρχή της χειραφέτησης της
         επιστήμης  από τη θεολογική αυθεντία.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

     Βαλλιάνος, Π., (2001), "Οι Επιστήμες της Φύσης και του Ανθρώπου στην Ευρώπη", (Τόμος Β'),      Πάτρα, ΕΑΠ
      Chalmers, Α, (1994), "Τι είναι αυτό που το λέμε Επιστήμη", Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης.
     Lindberg, D, (1997), "Οι απαρχές της Δυτικής Επιστήμης", Αθήνα, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Ε.Μ.Π.
     Vegetti, M, (2003), "Ιστορία της Αρχαίας Φιλοσοφίας", Αθήνα, εκδόσεις Τραυλός.
     




    









Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Copyright©iepoxhtonakron/by:Ζαραγκα Κοροβεση Ποπη